Ήδη από το
πρώτο τρίμηνο του 2011 οι απασχολούμενοι στη χώρα είναι λιγότεροι από
τον οικονομικά μη ενεργό πληθυσμό συνθήκη που συνιστά «κραχ ανεργίας»
εξηγεί o Σάββας Ρομπόλης καθηγητής Πανεπιστημίου και επιστημονικός
διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας των δύο μεγαλύτερων συνδικάτων της
χώρας, στην εφ’ όλης της ύλης συνέντευξή του στο in.gr.
Η ανεργία έχει ήδη εκτιναχθεί στο 15%, ενώ οι προβλέψεις σας μιλούν για 22% στο τέλος του έτους. Βρισκόμαστε στα πρόθυρα ενός «κραχ ανεργίας»;
Βιώνουμε ήδη ένα κραχ ανεργίας! Εμείς θεωρούμε ότι αυτό που συμβαίνει ήδη από το πρώτο τρίμηνο του 2011, δηλαδή ο αριθμός των απασχολουμένων (περίπου 4,26 εκατ. άτομα) να είναι μικρότερος από τον αριθμό των μη απασχολουμένων (περίπου 4,30 εκατ. άτομα) διαμορφώνει συνθήκες κραχ ανεργίας.
Και τι σημαίνει αυτό για την αγορά εργασίας, την κοινωνική συνοχή, τα ταμεία, την οικονομία…
Κατ’ αρχήν σημαίνει, από άποψη συστήματος και παραγωγής πλούτου, ότι όλο και λιγότεροι άνθρωποι θα εργάζονται και θα παράγουν πλούτο για να συντηρούν περσσότερους. Αυτό σημαίνει μείωση του βιοτικού επιπέδου.
Συνθήκη που δυσχεραίνει πολύ -αν δεν καθιστά αδύνατη- την έξοδο από την κρίση…
Σαφώς. Στην καλύτερη περίπτωση αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα να καθυστερήσουμε δραματικά να βγούμε από την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε.
Έχετε εκφράσει έντονο προβληματισμό και για τις ηλικιακές ομάδες που πλήττει κυρίως η ανεργία (νέους και γυναίκες) αλλά και για την ραγδαία αύξησή της από μήνα σε μήνα…
Ναι, γιατί αυτό δείχνει ότι από μήνα σε μήνα μειώνονται δραστικά οι θέσεις εργασίας, κλείνουν με ραγδαίο ρυθμό ή συρρικνώνουν τη δραστηριότητά τους επιχειρήσεις.
Το πρώτο τρίμηνο του έτους ο αριθμός αυτό ήταν σημαντικός. Τώρα βέβαια από τον Απρίλιο και μέχρι τον Σεπτέμβριο, οπότε θα επανέλθει σε αυξητικά επίπεδα, εκτιμούμε ότι θα κρατηθεί σε μία στασιμότητα η ανεργία, λόγω της αύξησης του τουρισμού και των προσλήψεων από τις τουριστικές επιχειρήσεις.
Βέβαια σε ό,τι αφορά την ποιότητα αυτών των θέσεων εργασίας, οι περισσότερες αφορούν ελαστικές μορφές με τετράωρα και τρίωρα, μειωμένη ασφάλιση ή και χωρίς ασφάλιση κτλ
Ουσιαστικά δηλαδή μιλάμε για πλασματική μείωση της ανεργίας μέσω ημιαπασχόλησης και χαρτζιλικιού αντί μισθού…
Σωστά. Δυστυχώς η πλήρης σταθερή απασχόληση με πλήρη εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα είναι πλέον δυσεύρετη.
Ανεργία και ελαστικότητα τεράστιο κοινωνικό πρόβλημα, αλλά και εκρηκτικό μείγμα για τα ασφαλιστικά ταμεία…
Αυτό είναι κρίσιμο θέμα που οι συντάκτες του Μνημονίου δεν το αποτιμούν σωστά, επειδή η θεωρητική – νεοκλασική έμπνευσή τους, τούς κάνει να αντιλαμβάνονται την οικονομία ως μία επιχείρηση και αυτό που τους απασχολεί είναι τα έσοδα και οι δαπάνες. Αλλά μια οικονομία δεν λειτουργεί μόνο με έσοδα και δαπάνες. Είναι περισσότερο σύνθετη, πολυδιάστατη και πολύπλοκη η λειτουργία της.
Στις εκτιμήσεις που έχουν κάνει για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, δεν έχουν μετρήσει τις επιπτώσεις των πολιτικών αυτών στην ανεργία, στην παραγωγικότητα, στα ασφαλιστικά ταμεία.
Γιατί με τα Ταμεία το ζήτημα δεν είναι μόνο αν υπερβούμε το ένα εκατομμύριο ανέργους, αλλά και στο ότι αυτό προκαλεί διαρροή πόρων από την κοινωνική ασφάλιση 5 δισ. ευρώ το χρόνο. Αν φθάσουμε σε 1 εκατομμύριο αδήλωτη και ανασφάλιστη εργασία, θα έχουμε άλλα 5 δισ. ευρώ απώλεια.
Το ΙΚΑ εκτιμά ότι το 2011 οι μισθοί των ασφαλισμένων του θα μειωθούν 6%. Αυτή η μείωση προκαλεί επιπλέον απώλειες στο συγκεκριμένο ταμείο για το 2011, 700 εκατομμύρια ευρώ.
Επομένως, βλέπει κανείς με βάση μια προσέγγιση κόστους – οφέλους, ακόμα και αν μπει στη λογική των μέτρων λιτότητας, ποιο είναι το όφελος από τα μέτρα αυτά και ποιο είναι το κόστος που έχουν.
Ακόμη κι αν μείνουμε σε ονομαστικούς και νομισματικούς υπολογισμούς και δεν μιλήσουμε με όρους απασχόλησης, ανεργίας, συρρίκνωσης δικαιωμάτων, ακόμα και από αυτή την άποψη, το κόστος αυτών των μέτρων είναι πολλαπλάσιο από το όφελος
Γιατί η ΓΣΕΕ υποστηρίζει ότι τα επίσημα στατιστικά στοιχεία δεν καταγράφουν την πραγματική ανεργία;
Καταρχήν να αποσαφηνισθεί ότι δεν είναι θέμα των στατιστικών αρχών και επομένως της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ). Άλλωστε εμείς την έρευνα εργατικού δυναμικού της ΕΛΣΤΑΤ την αποδεχόμαστε από άποψη τεχνική, μεθοδολογική και επιστημονική.
Το ζήτημα προκύπτει από τις αποφάσεις που λήφθηκαν σε επίπεδο αρχηγών-κρατών σχετικά με το ποιες περιπτώσεις καταγράφονται ως άνεργοι και ποιες όχι.
Για παράδειγμα στο ερωτηματολόγιο της έρευνας εργατικού δυναμικού ένα από τα ερωτήματα είναι: «την προηγούμενη εβδομάδα εργαστήκατε;». Αν ο ερωτώμενος έχει εργαστεί ακόμη και μία ώρα, με βάση τον επίσημο ορισμό δεν καταγράφεται στους άνεργους, αλλά στους απασχολούμενους. Ακόμη θεωρούν απασχολούμενους την πρακτική άσκηση (stage), την οποία εμείς θεωρούμε συγκαλυμμένη ανεργία.
Δηλαδή στα επίσημα στατιστικά στοιχεία το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ προσθέτει ένα 5% γιατί η έρευνα εργατικού δυναμικού της Στατιστικής Αρχής θεωρεί ότι το ποσοστό αυτό συμπεριλαμβάνεται στην απασχόληση και όχι στην ανεργία.
Ειδικότερα, το 1% από αυτό αφορά εργαζόμενους που εργάζονταν την προηγούμενη εβδομάδα έστω και μία ώρα, τους οποίους εμείς θεωρούμε ανέργους. Το άλλο 1% αφορά την πρακτική άσκηση (stage). Το υπόλοιπο 3%, σύμφωνα με έρευνες που έχουν γίνει είτε στο Πάντειο είτε στην ΑΣΟΕΕ, αφορά αυτό που ονομάζουμε «λανθάνουσα ανεργία». Για την ακρίβεια είναι 3,5%. Πρόκειται για την κατάσταση όπου η μακροχρόνια ανεργία έχει απογοητεύσει τους ανέργους και πλέον δεν αναζητούν εργασία. Η Στατιστική Αρχή τούς δηλώνει ως οικονομικά μη ενεργούς, ενώ εμείς τους θεωρούμε άνεργους, διότι είναι 45, 50, 55, 60 ετών και δεν γίνεται να τους θεωρήσεις οικονομικά μη ενεργούς.
Οι πολιτικές απασχόλησης της κυβέρνησης μέσω προγραμμάτων του ΟΑΕΔ, συγκρατούν όντως την ανεργία;
Είναι περιορισμένη η συμβολή τους, όπως έχει αποδειχτεί στην πράξη, άλλα και από επιστημονικές μελέτες. Όλη αυτήν την περίοδο των τελευταίων 20 ετών εφαρμόζονται κυρίως πολιτικές απασχόλησης που στηρίζονται σε προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης ή επιδοτήσεων.
Όμως από τις αξιολογήσεις που γίνονται στην Ελλάδα, αλλά και σε άλλες χώρες της Ευρώπης, προκύπτει ότι η συμβολή τους στην ενίσχυση της απασχόλησης και στη μείωση της ανεργίας δεν ήταν ιδιαίτερα αξιόλογη, σε σχέση βέβαια πάντα με τους πόρους που δαπανώνται.
Και γιατί εμμένουν σε αυτές;
Γιατί από τη δεκαετία του ’90, με την επικράτηση της αντίληψης της απελευθέρωσης των αγορών, μετέφεραν τεχνικά τον τομέα της απασχόλησης από το μακροοικονομικό μοντέλο της οικονομίας, που συνδέεται με την ανάπτυξη και τις επενδύσεις, στο μικροοικονομικό επίπεδο, δηλαδή στο επίπεδο της επιχείρησης.
Ως εκ τούτου άρχισαν να εφαρμόζονται πολιτικές απασχόλησης βασιζόμενες στην επαγγελματική κατάρτιση, στην επιδότηση απασχόλησης κτλ, οι οποίες στην ουσία δεν κάνουν τίποτα άλλο από μια διευθέτηση των ανισορροπιών στην αγορά εργασίας.
Εμείς, λοιπόν, πιστεύουμε ότι αν θέλουμε να μιλήσουμε για ουσιαστική και αποτελεσματική πολιτική απασχόλησης θα πρέπει ο τομέας της απασχόλησης να ενταχθεί και πάλι στο μακροοικονομικό πεδίο και να συνδεθεί με την ανάπτυξη και τις επενδύσεις (δημόσιες και ιδιωτικές). Βεβαίως πρόκειται για ένα κεντρικό ευρωπαϊκό και όχι ελληνικό πρόβλημα σε ό,τι αφορά τις επιλογές σε επιστημονικό επίπεδο, αλλά και σε επίπεδο εφαρμοζόμενων πολιτικών.
Η σύνδεση των επιδομάτων -ίσως τελικά και αυτού της ανεργίας- με εισοδηματικά κριτήρια, τι συνέπειες εκτιμάται ότι θα έχει με ανεργία στο 22%;
Η έρευνα, και η δική μας και η ευρωπαϊκή, έχει δείξει ότι όταν στα επιδόματα (ανεργίας, προνοιακά, πολυτεκνικά κτλ) εφαρμόζονται εισοδηματικά κριτήρια αυξάνεται ο αριθμός των φτωχών.
Δηλαδή με τη θέσπιση εισοδηματικών κριτηρίων στη χορήγηση επιδομάτων, σαφώς θα εξοικονομηθούν πόροι, αλλά από τον επόμενο κιόλας χρόνο θα αυξηθεί και ο αριθμός των φτωχών στη χώρα μας.
Αν δε προστεθούν και περιουσιακά κριτήρια, υπολογίζονται δηλαδή και τα εν δυνάμει εισοδήματα (τεκμαρτά και όχι πραγματικά) που θα μπορούσε κάποιος να έχει πχ γιατί διαθέτει ένα κτήμα στο χωριό που θα μπορούσε αν το καλλιεργούσε ή το πωλούσε να έχει εισόδημα, τότε ο αριθμός των δικαιούχων του ΕΚΑΣ ή άλλων επιδομάτων θα μειωθεί δραματικά, κάτι που εκτός από άδικο θα είναι και επικίνδυνο για την κοινωνική συνοχή.
Πρέπει η Πολιτεία να εξετάσει σοβαρά όλες τις παραμέτρους πριν ληφθούν οι τελικές αποφάσεις.
Υπό τις παρούσες συνθήκες, πότε προβλέπετε να αρχίσει η αποκλιμάκωση της ανεργίας;
Εκτιμούμε ότι η επίσημη ανεργία στο τέλος του 2011 θα ανέλθει στο επίπεδο του 17%-18%. Επομένως η πραγματική θα κυμανθεί στα επίπεδα του 22-23%.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις μας επιστροφή του ποσοστού ανεργίας στα επίπεδα προ κρίσης, δηλαδή σε αυτά του 2008 που ήταν βεβαίως επίσης υψηλά διαμορφούμενα στο 7,8%, θα σημειωθεί το 2022.
Περισσότερα από δέκα χρόνια, ενώ υποτίθεται ότι η επιστροφή σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης -έστω και μικρούς- θα σημειωθεί από το 2012. Αυτό εννοείτε όταν μιλάτε για «άνεργη ανάκαμψη»;
Ακριβώς. Τα επόμενα χρόνια σε ελληνικό και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, θα παρουσιάζεται σταδιακός και χαμηλός ρυθμός ανάπτυξης, ο οποίος όμως θα συνδυάζεται με την ύπαρξη υψηλού επιπέδου ανεργίας (άνεργη ανάκαμψη).
Για την Ελλάδα για παράδειγμα, υπάρχει πρόβλεψη του ΟΑΣΑ βάσει της οποίας μέχρι το 2025 θα σημειώνεται κατά μέσο όρο μια αύξηση του ΑΕΠ 1,5%.
Ακόμη και 2% ή 2,5% να είναι ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ, δεν θα μπορέσει να απορροφήσει το απόθεμα ανεργίας που έχει αφήσει η κρίση.
Κι αυτό το στηρίζω στο εξής: από τη βάση δεδομένων που διαθέτουμε στο Ινστιτούτο αποδεικνύεται ότι από το 1990 έως το 2008, που είχαμε ρυθμούς ανάκαμψης 3% και 3,5% εισέρχονταν ετησίως από το εκπαιδευτικό σύστημα στην αγορά εργασίας, αναζητώντας εργασία, από 78.000 έως 82.000 άτομα. Η ελληνική οικονομία όλη αυτήν την περίοδο ανάκαμψης απορροφούσε ετησίως από 38.000 μέχρι 42.000 άτομα. Μόνο τις παραμονές των Ολυμπιακών Αγώνων η απορρόφηση έφτασε τις 46.000 άτομα.
Επομένως, κάθε χρόνο η ελληνική οικονομία αφήνει ένα «απόθεμα ανέργων» κατά μέσο όρο της τάξης των 40.000 ατόμων. Με ύφεση 4,5% του ΑΕΠ πέρυσι και 4% φέτος καταλαβαίνει κανείς πόσο έχει διογκωθεί ο αριθμός των ανέργων και ότι είναι ακατόρθωτο με ρυθμό αύξησης της απασχόλησης 1,5% τον χρόνο, όσο υπολογίζεται ότι θα είναι την περίοδο 2015-2025, το απόθεμα αυτό να απορροφηθεί μέχρι το 2020.
Η διόγκωση δε αυτού του «αποθέματος των ανέργων» απειλεί ευθέως την βιωσιμότητα των ασφαλιστικών ταμείων. Γιατί μέχρι το 2008 υπήρχε, όπως σας είπα, μια εισροή στην αγορά εργασίας 40.000 ατόμων, υπήρχε μια εκροή συνταξιούχων επίσης 40.000 και με τον τρόπο αυτό το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης διατηρούνταν σε μια σχετική ισορροπία, η οποία υπό τις παρούσες συνθήκες ανατρέπεται πλήρως.
Για αυτό τονίζω ότι χρειάζεται αλλαγή στις πολιτικές απασχόλησης, σύνδεσή της με την ανάπτυξη και τις επενδύσεις, ώστε να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας.
Οφείλουν οι υπεύθυνοι για την οικονομική πολιτική να προβληματιστούν σοβαρά προς αυτήν την κατεύθυνση και να δημιουργήσουν συνθήκες για νέα επιχειρηματική δραστηριότητα και νέες επενδύσεις. Δεν υπάρχει άλλη λύση.
Ούτε η πράσινη ανάπτυξη, το «ευαγγέλιο» της κυβέρνησης, πιστεύετε ότι θα δημιουργήσει θέσεις εργασίας;
Σύμφωνα με μελέτη που έχουμε ξεκινήσει εδώ και δύο χρόνια με μία ομάδα εργασίας του Αστεροσκοπείου και μία ομάδα εργασίας του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου και η οποία βρίσκεται προς το τέλος της, προκύπτει ότι ο αριθμός των θέσεων εργασίας (άμεσες και έμμεσες) που θα δημιουργηθούν δεν είναι σημαντικός.
Με βάση τις εκτιμήσεις μας οι άμεσες και έμμεσες θέσεις που θα προκύψουν από την πράσινη ανάπτυξη θα είναι συνολικά περίπου 98.000 το χρόνο για την επόμενη δεκαετία, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι θα γίνουν και ανάλογες επενδύσεις.
Σε αυτή την συνθήκη βασίζονται οι εκτιμήσεις μας, ότι δηλαδή θα γίνουν επενδύσεις π.χ. για πράσινη κατοικία, για πράσινη γεωργία, ξενοδοχεία κ.ά. Μελετούμε δηλαδή το νέο πεδίο επενδυτικών δραστηριοτήτων που δημιουργείται και εκτιμούμε τις θέσεις εργασίας που θα δημιουργηθούν ανάλογα με το πόσο θα αξιοποιηθούν οι νέες αυτές δυνατότητες.
Πάντως το σημαντικό και η θετική συμβολή της πράσινης ανάπτυξης στην αγορά εργασίας δεν σχετίζεται τόσο με τον αριθμό των θέσεων που δημιουργεί, όσο με την ποιότητα τους. Γιατί αναφέρονται σε θέσεις υψηλής εξειδίκευσης. Και από αυτήν την άποψη είναι σημαντικό, καθώς εκτός των άλλων θα παραμείνουν εξειδικευμένοι εργαζόμενοι στη χώρα μας.
Είκοσι χρόνια πίσω γύρισε η αγορά εργασίας
τον πρώτο χρόνο εφαρμογής του μνημονίου
Το μνημόνιο μας οδηγεί σε εργασιακό μεσαίωνα καταγγέλλει η ΓΣΕΕ. Ποια βασικά δικαιώματα έχασε και σε πόσο πιο δύσκολη και αδύναμη θέση βρίσκεται ο εργαζόμενος στον πρώτο χρόνο εφαρμογής του;
Η αγορά εργασίας έχει επιστρέψει γύρω στο 1990, οπότε άρχισε να υιοθετείται σε όλη την Ευρώπη αυτή η πολιτική της απελευθέρωσης των αγορών και ιδιαίτερα της αγοράς εργασίας και σημειώθηκε μαζική εισαγωγή κάθε μορφής ευελιξίας στην εργασία.
Αναπτύχθηκαν, δηλαδή, οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης, οι οποίες μάλιστα πλέον δεν έχουν τον χαρακτήρα μιας συμπληρωματικής μορφής απασχόλησης, αλλά έχουν γίνει η κυρίαρχη μορφή στην αγορά εργασίας.
Σοβαρά πλήγματα αποτελούν ακόμη η διευκόλυνση των απολύσεων μέσω αύξησης του επιτρεπόμενου αριθμού και μείωσης ή κατάργησης της αποζημίωσης, η ουσιαστική κατάργηση του δικαιώματος προσφυγής στη διαιτησία του ΟΜΕΔ και βεβαίως η υποβάθμιση και απαξίωση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, μέσω της οποίας, πέραν των άλλων, συρρικνώνεται το εισόδημα του εργαζομένου. Αυτή τη στιγμή σε πάρα πολλές επιχειρήσεις πιέζουν τους εργαζόμενους για την υπογραφή ατομικών συμβάσεων, ούτε καν επιχειρησιακών.
Πόσο επαχθέστεροι μπορεί να είναι οι όροι της ατομικής από την επιχειρησιακή σύμβαση;
Στην ατομική σύμβαση ουσιαστικά δεν υπάρχει καμία διαπραγμάτευση. Αντίθετα στην επιχειρησιακή, εάν πρόκειται για μια επιχείρηση με πάνω από 20 άτομα προσωπικό και υπάρχει ένα σωματείο, μπορεί να υπάρξει μια διαπραγμάτευση και διεκδίκηση, κάτι, που θεωρητικά τουλάχιστον, μπορεί να εξασφαλίσει καλύτερους όρους για τον εργαζόμενο.
Αντίθετα στην περίπτωση της ατομικής, ο εργοδότης καλεί τον κάθε εργαζόμενο ξεχωριστά και διαπραγματεύεται μαζί του την αμοιβή, τους όρους εργασίας, τα ωράρια και τις αποζημιώσεις, συνήθως υπό τη δαμόκλειο σπάθη της απόλυσης ή τους κλεισίματος της επιχείρησης.
Έχετε παραδείγματα προκλητικών όρων ατομικών συμβάσεων;
Η εμπειρία μας από τις ημερίδες που πραγματοποιούνται στα εργατικά κέντρα για αυτά τα θέματα είναι προτάσεις ατομικών συμβάσεων από επιχειρήσεις προς εργαζόμενους, με βάση τις οποίες μειώνονται και οι ημέρες ασφάλισης.
Οι εργαζόμενοι και τα συνδικάτα αρνούνται να υπογράψουν τέτοιες συμβάσεις, αλλά διεκδικούν και να μην «ανταλλαχθεί» η άρνηση αυτή με απολύσεις ή κλείσιμο της επιχείρησης.
Επί της ουσίας όμως ο εργαζόμενος είναι ανυπεράσπιστος..
Ναι, γιατί υπάρχει πάντα η δαμόκλειος σπάθη του κλεισίματος της επιχείρησης και οι απολύσεις. Εξάλλου ήδη αυτό αποτελεί το κυριότερο επιχείρημα των εργοδοτών: ότι αν δεν πάμε σε χαμηλότερα επίπεδα εισοδηματικών, εργασιακών ή ασφαλιστικών δικαιωμάτων, η επιχείρηση δεν μπορεί να συνεχίσει τη λειτουργία της.
Τώρα βέβαια κατά πόσο και για ποιους ο ισχυρισμός αυτός αληθεύει και ποιοι χρησιμοποιούν ως άλλοθι την κρίση παραμένει ανεξιχνίαστο.
Τι ποσοστό επιχειρησιακών και ατομικών συμβάσεων έχει υπογραφεί ή βρίσκεται στα σκαριά;
Δεν έχω σαφή εικόνα, αλλά το ποσοστό των επιχειρησιακών συμβάσεων είναι πολύ μικρό. Η εμπειρία που έχουμε από τα εργατικά κέντρα είναι ότι οι εργοδότες προωθούν περισσότερο τις ατομικές συμβάσεις.
Η τρόικα είχε πει ότι εάν δεν υπογραφεί ικανοποιητικός αριθμός επιχειρησιακών συμβάσεων θα ζητούσε αλλαγές στο νόμο, ώστε να γίνει ακόμη πιο «φιλικός» για τις επιχειρήσεις.
Νομίζω ότι εάν η τρόικα πληροφορηθεί ότι η επιχειρηματική πρακτική τούς έχει ξεπεράσει και οι εργοδότες πιέζουν για την υπογραφή ατομικών συμβάσεων, με δεδομένο το πνεύμα στο οποίο λειτουργούν, δηλαδή της απελευθέρωσης των αγορών και του ασιατικού προτύπου εργασιακών σχέσεων, θα μείνουν ικανοποιημένοι και δεν θα κάνουν τίποτα.
Μιλάμε λοιπόν για το τέλος της πλήρους, σωστά αμειβόμενης και με δικαιώματα εργασίας; Τα τελευταία στοιχεία δείχνουν ραγδαία αύξηση περίπου 200% των συμβάσεων ευέλικτων μορφών εργασίας.
Δυστυχώς ναι. Τα στοιχεία του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ) δείχνουν ότι το τελευταίο χρονικό διάστημα έχουμε αύξηση κατά 26% των συμβάσεων εκ περιτροπής εργασίας και γενικότερα των ελαστικών μορφών απασχόλησης.
Φαίνεται ότι η ευέλικτη απασχόληση, ενώ στις προηγούμενες δεκαετίες ήταν συμπληρωματική μορφή, αποκτά πλέον κυρίαρχο χαρακτήρα στην αγορά εργασίας.
Βέβαια, οι οπαδοί αυτής της ευελιξίας ισχυρίστηκαν ότι έτσι δημιουργούμε τις κατάλληλες συνθήκες για βελτίωση των ποσοστών ανεργίας. Δηλαδή, σπάζοντας μια σταθερή απασχόληση 8 ωρών σε 2-3 επιμέρους θέσεις εργασίας. Όμως, αυτό έχει αποδειχτεί και στην πράξη ότι δεν συμβαίνει.
Αντίθετα, η ανεργία αυξάνεται και σύμφωνα με την τελευταία έρευνα εργατικού δυναμικού της Στατιστικής Αρχής φαίνεται πως έχουν αυξηθεί και εκείνοι που συγκαταλέγονται στους φτωχούς, παρότι εργάζονται. Αποτελούν το 14%. Έχουμε δηλαδή εργαζόμενους φτωχούς, διότι εργάζονται 4ωρα, 3ωρα, προσωρινά, εποχικά κ.λπ.
Στο άμεσο μέλλον δηλαδή θα πρέπει ο καθένας να έχει 10 δουλείες για να εξασφαλίσει ένα βασικό μισθό;
Από εισοδηματική άποψη και από άποψη συνθηκών επιβίωσης νομίζω ότι θα γίνει αυτό που λέτε. Και νομίζω ότι δυστυχώς η Ευρώπη υιοθετεί όλο και περισσότερο ένα ασιατικό μοντέλο για την οικονομια και την αγορά εργασίας, την εφαρμογή του οποίου, στο βαθμό βέβαια που μπορεί, αρχίζει από την περιφέρειά της, είτε τη μεσογειακή είτε την ανατολικοευρωπαϊκή. Γιατί στο κέντρο της Ευρώπης ακόμα δεν έχουμε τέτοια φαινόμενα.
Κι όλα αυτά «θυσία» στο βωμό της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας;
Ναι, αλλά η πράξη δείχνει και η έρευνα επιβεβαιώνει ότι δεν επιτυγχάνονται οι στόχοι βελτίωσης του επιπέδου ανταγωνιστικότητας με μείωση των μισθών και απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, ούτε πρόκειται να επιτευχθούν.
Γιατί το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας σήμερα δεν είναι το κόστος εργασίας. Το πρόβλημά της είναι η τεχνολογική και παραγωγική της καθυστέρηση. Η ανταγωνιστικότητα θα αυξηθεί μόνο εάν συνδεθεί με την τεχνολογία, την καινοτομία και την ποιότητα και όχι με τη μείωση του κόστους εργασίας.
Στο Ινστιτούτο ολοκληρώσαμε πρόσφατα τη μελέτη «Κόστος εργασίας, περιθώρια κέρδους και ανταγωνιστικότητα στην Ελλάδα 1995-2009», στην οποία αναδεικνύεται με τον πιο τεκμηριωμένο τρόπο, πόσο εσφαλμένος είναι ο ισχυρισμός ότι η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων επιδεινώνεται εξαιτίας των μισθολογικών αυξήσεων.
Όπως δείχνουν τα στοιχεία το κόστος εργασίας από το 1995 έως το 2008 αυξήθηκε 12,5%, ο πληθωρισμός αυξήθηκε 30%, η κερδοφορία 40% και η παραγωγικότητα της εργασίας 20%. Αυτό σημαίνει ότι ενώ οι εργαζόμενοι παρήγαγαν περισσότερο, πήραν λιγότερα, λόγω της μεγάλης αύξησης της κερδοφορίας και της αύξησης του πληθωρισμού.
Ο ισχυρισμός του επικεφαλής του ΔΝΤ ότι η κακή οικονομική κατάσταση της Ελλάδας οφείλεται στην αύξηση του κόστους εργασίας κατά 30% είναι λανθασμένος. Το 30% προκύπτει μόνο όταν στη μεθοδολογία -και αυτό το κάνει μόνο η Τράπεζα της Ελλάδος και το ΔΝΤ, γιατί εμείς, η Eurostat, ο ΟΟΣΑ ακολουθούμε άλλη μεθοδολογία- υπολογιστεί στο κόστος εργασίας και το εισόδημα του αυτοαπασχολούμενου, όχι μόνο μισθωτού.
Εμείς, ωστόσο, το διαχωρίζουμε αφού ο αυτοαπασχολούμενος έχει κερδοφορία, δεν έχει εισόδημα από μισθωτή εργασία.
Προς το παρόν δηλαδή οι μόνοι ξεκάθαρα ωφελημένοι από αυτές τις ανατροπές και τις εκπτώσεις στα εργασιακά μοιάζει να είναι οι εργοδότες.
Σαφώς. Επειδή παρακολουθώ τις συλλογικές συμβάσεις φαίνεται ότι οι εργοδότες είχαν πάντα μια τάση προς αυτήν την κατεύθυνση και τώρα με την κρίση πέτυχαν πολλές από τις επιθυμίες τους.
Πάντως η δική μου άποψη είναι ότι μακροχρόνια η ελληνική οικονομία θα τα πληρώσει πολύ ακριβά όλα αυτά.
Πέραν των άλλων κρίσιμων κοινωνικών και οικονομικών επιπτώσεων, η χώρα κινδυνεύει να μείνει μόνο με χαμηλής εξειδίκευσης εργαζόμενους με ό,τι αρνητικό αυτό συνεπάγεται για την ανάπτυξη και την οικονομία.
Γιατί εξειδικευμένα άτομα με σημαντικές σπουδές και υψηλή κατάρτιση θα φεύγουν στο εξωτερικό, δεν θα μένουν εδώ με μηνιαίο εισόδημα 800 ευρώ και να εργάζονται με το γνωστό «μπλοκάκι» (δελτίο παροχής υπηρεσιών), καταβάλλοντας τις εισφορές τους στο ΤΕΒΕ από το εισόδημά τους, γιατί ο εργοδότης αρνείται να τους ασφαλίσει στο ΙΚΑ ως μισθωτούς.
Και φανταστείτε το μέλλον μιας οικονομίας με δεσπόζουσα την ανειδίκευτη εργασία.
Καταδικασμένες οι συνταγές της τρόικας,
μόνη λύση η παραγωγική αναδιάρθρωση
Κατά την άποψή σας δηλαδή το μνημόνιο και οι συνταγές του είναι εκ των προτέρων καταδικασμένες στην αποτυχία και οδηγούν σε αδιέξοδο
Ναι, γιατί βασίζονται σε ένα οικονομικό μοντέλο που πλέον όπως αποδεικνύεται σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο έχει εξαντληθεί και ηττηθεί.
Εμμένουν σε πολιτικές και οικονομικές επιλογές, όπως πχ αυτή της συμπίεσης του κόστους εργασίας προκειμένου να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα, οι οποίες έχουν αποδειχθεί εντελώς αδιέξοδες.
Πέραν αυτών θεωρώ ότι δεν λαμβάνουν υπόψη και τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής οικονομίας και τις ειδικές πτυχές της διάρθρωσής της.
Για παράδειγμα, η ελληνική οικονομία έχει 960.000 επιχειρήσεις που απασχολούν 4.200.000 άτομα. Από αυτές, οι 930.000 απασχολούν από 0-10 άτομα και κατά μέσο όρο 4 άτομα. Επομένως όταν υπάρχει μια μεγάλη νησίδα τέτοιων επιχειρήσεων και επιβάλλεται μείωση μισθών, συντάξεων κ.λπ., άρα μείωση της ζήτησης, αυτόματα όλες αυτές οι επιχειρήσεις οδηγούνται σε κρίση ρευστότητας.
Γιατί τα προϊόντα που παράγουν οι επιχειρήσεις αυτές καλύπτουν κατά κύριο λόγο τις ανάγκες των 3,5 εκατ. ελληνικών νοικοκυριών, των οποίων η αγοραστική δύναμη έχει συρρικνωθεί δραματικά.
Αυτό σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι τράπεζες έκλεισαν τις ροές δανεισμού, οδηγεί τις επιχειρήσεις σε κλείσιμο. Και αυτό συμβαίνει σε όλους τους κλάδους, ακόμη και στον τουρισμό.
Το πρόγραμμα δηλαδή του μνημονίου παράγει πρωτογενή ελλείμματα τη στιγμή που το ζητούμενο είναι να παραχθούν πρωτογενή πλεονάσματα. Τέτοια πλεονάσματα όμως δημιουργεί μια οικονομία μόνο με επενδύσεις δημόσιες ή ιδιωτικές.
Όμως, στο περιβάλλον ανασφάλειας και ύφεσης που έχει δημιουργηθεί σήμερα στην Ελλάδα, αλλά και στις άλλες μεσογειακές χώρες, ποιος επενδυτής θα διαθέσει τα κεφάλαια του για παραγωγικές επενδύσεις; Ακόμη και αν διαθέτει σημαντικούς πόρους και δεν περιμένει χρηματοδότηση από τις τράπεζες, δεν θα προχωρήσει σε επένδυση γιατί υπό τις συνθήκες αυτές θα τη θεωρήσει επένδυση υψηλού κινδύνου.
Ακριβώς για αυτούς τους λόγους εμείς από τον Σεπτέμβριο του 2010, στην παρουσίαση της Ετήσιας Έκθεσης για την Ελληνική Οικονομία και την Απασχόληση, είχαμε προβλέψει ότι δεν υπάρχει περίπτωση η Ελλάδα να επιστρέψει στις αγορές στα τέλη του 2011 ή το 2012 και ως εκ τούτου τότε θα απαιτηθούν πρόσθετοι πόροι και χρηματοδότηση, και όπως φαίνεται μάλλον επιβεβαιωνόμαστε.
Η λύση βρίσκεται στην παραγωγική αναδιάρθρωση
και στην αναδιανομή του εισοδήματος
Ποιες θεωρείτε εσείς κατάλληλες πολιτικές σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο για να ενισχυθεί η απασχόληση και η ανάπτυξη και να βγούμε από το τέλμα;
Κατ’ αρχήν εμείς αυτό που θεωρούμε αναγκαίο είναι ο μετασχηματισμός και ανασύσταση της παραγωγικής μηχανής. Αυτό καταρχάς σημαίνει γνώση. Τα τελευταία χρόνια, μετά από αίτημα της ΓΣΕΕ, το Ινστιτούτο σε συνεργασία με το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο εκπονεί έρευνες της παραγωγικής διάρθρωσης της οικονομίας κατά περιφέρεια.
Για παράδειγμα, στην περιφέρεια Δυτικής Ελλάδος, με βάση τα αποτελέσματα της έρευνας, οι βασικές πλουτοπαραγωγικές πηγές της είναι η γεωργία και ο τουρισμός. Εάν η αναπτυξιακή επιλογή της χώρας επιθυμεί τη διατήρηση αυτού του προσανατολισμού εμείς διαθέτουμε την γνώση και τα τεχνικά μέσα, ώστε να συμβάλλουμε στην κατεύθυνση η συγκεκριμένη περιφέρεια να παράγει ακόμη περισσότερο πλούτο σε αυτούς τους δύο τομείς.
Δηλαδή εξετάζουμε τις παραγωγικές δυνατότητες μιας περιφέρειας σε σχέση με αυτό που οι παραγωγικές δυνάμεις της είναι δυνατόν να παράγουν. Για παράδειγμα στην περιφέρεια Αττικής, όπου παράγεται το 50% του ΑΕΠ της χώρας, ενώ οι παραγωγικοί συντελεστές, (δηλαδή εργασία και κεφάλαιο, εργασία και τεχνολογία) έχουν τη δυνατότητα να παράγουν 100 παράγουν 80. Επομένως, έχουμε ήδη απώλεια παραγωγής πλούτου λόγω του ανορθολογικού τρόπου που χρησιμοποιούνται οι δύο βασικοί παραγωγικοί συντελεστές.
Επομένως πρωτίστως πρέπει να εντοπίσουμε μέσω των μελετών και των αναλύσεων τους νέους κλάδους που θέλουμε να αναπτύξουμε ή τους παλιούς κλάδους που απαιτείται να εκσυγχρονιστούν, ώστε να προσελκύσουμε σοβαρές επενδύσεις.
Αλήθεια αυτές τις μελέτες του Ινστιτούτου και των άλλων φορέων τις αξιοποιεί κανείς, ιδιαίτερα τώρα που τα πράγματα έχουν δυσκολέψει;
Ποτέ καμία κυβέρνηση. Οι μόνοι που έδειξαν κάποιο ενδιαφέρον και μίλησαν για υλικό που πρέπει να μελετηθεί και να αξιοποιηθεί ήταν οι διεθνείς οργανισμοί και οι οργανισμοί των δανειστών μας. Ακριβώς γιατί αντιλαμβάνονται ότι μια χώρα που δεν παράγει πλούτο, θα έχει δυσκολίες στο μέλλον να αποπληρώσει τα δάνειά της.
Στην ιστοσελίδα μας ( www.inegsee.gr) έχουν ήδη δημοσιευθεί πολύ εξειδικευμένες μελέτες και προτάσεις. Όπως για παράδειγμα η μελέτη «Διακλαδικές Σχέσεις στην Ελληνική Οικονομία» που αναλύει τις διακλαδικές διασυνδέσεις στην ελληνική οικονομία, παραγωγή, απασχόληση, προστιθέμενη αξία κ.λπ. Άλλη μελέτη που αναφέρεται στη δομική κρίση του αναπτυξιακού μοντέλου στην Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση, που ανέδειξε η οικονομική κρίση και αναζητά το νέο αναπτυξιακό πρότυπο.
Ειδικότερα, αναλύει τις απαιτούμενες ανατροπές στην αναπτυξιακή και βιομηχανική πολιτική, προκειμένου να γίνουν στρατηγικές επιλογές οι οποίες θα ανταποκρίνονται στις υπάρχουσες ανάγκες και δυνατότητες και θα στοχεύουν στην εξισορρόπηση της θέσης της ελληνικής οικονομίας στον ευρωπαϊκό και τον διεθνή χώρο.
Αναγκαία και ικανή συνθήκη λοιπόν για την έξοδο από την κρίση η ανασύσταση της παραγωγικής μηχανής…
Αφενός και αφετέρου η αναδιανομή του εισοδήματος, δεδομένου ότι τα τελευταία 20 χρόνια έχει συντελεστεί στη χώρα τεράστια ανισοκατανομή του εισοδήματος σε βάρος της μισθωτής εργασίας.
Τα στοιχεία είναι αποκαλυπτικά: στον αμερικάνικο προϋπολογισμό το 12% του ΑΕΠ προέρχεται από την άμεση φορολογία. Στην ΕΕ των 27 προέρχεται το 10% του ΑΕΠ από την άμεση φορολογία, κάτι που ισχύει ακόμη και στην Ιρλανδία, με τους χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές, επειδή δεν υπάρχει φοροδιαφυγή.
Αντίθετα στην Ελλάδα από την άμεση φορολογία προέρχεται μόλις το 6% του ΑΕΠ. Δεν μπορεί ένα κρατικός προϋπολογισμός να στηρίζεται κυρίως σε έμμεσους φόρους και να φιλοδοξεί να μην είναι ελλειμματικός και επίσης να είναι σε θέση με τέτοιας έκτασης φοδοδιαφυγή να χρηματοδοτεί κοινωνικές, αναπτυξιακές υποδομές, δίκτυα κλπ.
Επομένως, θέτουμε με έμφαση αυτό το θέμα, δηλαδή την ανάγκη μιας πολύ ριζοσπαστικής αναδιανομής εισοδήματος, για την ανεύρεση νέων πόρων και για την αποκατάσταση της εισοδηματικής κατανομής των πόρων.
Την ανάγκη δε αυτή αναγνωρίζουν και οι δανειστές μας, γιατί συνειδητοποιούν ότι δεν μπορεί αυτή η χώρα να εξασφαλίσει πόρους μόνο από τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους και να παραμένει στο απυρόβλητο η τεράστια φοροδιαφυγή και εισφοροδιαφυγή.
Ο εναλλακτικός δρόμος που μπορεί να αποτελέσει το γρήγορο άλμα πριν από τη φθορά είναι η μετάβαση από την οικονομία της αγοράς, στην οικονομία της αλληλεγγύης, που συνίσταται σε πολιτικές αναδιανομής του εισοδήματος, πολιτικές κοινωνικής αλληλεγγύης και αμοιβαιότητας, πολιτικές δυναμικής ανάπτυξης και διασύνδεσης των οικονομικών και κοινωνικοπολιτικών λειτουργιών.
Για τη μετάβαση βέβαια αυτή απαιτείται καταρχάς επαναπροσανατολισμός της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής στην ελληνική, αλλά και στην ευρωπαϊκή οικονομία.
Πλήγμα για τα Ταμεία η όποια αναδιάρθρωση
Τελευταία αναζωπυρώθηκε επικίνδυνα το θέμα της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους. Οι συνέπειες μιας τέτοιας επιλογής για τα ασφαλιστικά ταμεία ποιες θα είναι;
Καταρχάς νομίζω ότι αν γίνει αναδιάρθρωση αυτή θα συμβεί σε δύο φάσεις: η πρώτη, θα αφορά μόνο επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής και την μείωση του επιτοκίου και όταν φανεί ότι αυτή δεν αποδίδει θα την διαδεχθεί σε μια επόμενη φάση η αναδιάρθρωση με μια μορφή κουρέματος της αξίας των ομολόγων.
Πιστεύω όμως ότι στην πορεία αυτή θα εμπλακεί, με την εκπόνηση και άλλου μνημονίου, ο μόνιμος ευρωπαϊκός μηχανισμός στήριξης.
Σε ό,τι αφορά τις απώλειες για τα Ταμεία, σε περίπτωση κουρέματος υπολογίζεται ότι θα είναι πολύ μεγάλες…
Ναι, θα υπάρξουν απώλειες. Ακόμα και στην περίπτωση της απλής επιμήκυνσης του χρόνου αποπληρωμής, οι συνέπειες δεν νομίζω ότι θα είναι ανώδυνες.
Δεν γνωρίζω επακριβώς τα στοιχεία, αλλά για παράδειγμα εάν το ΙΚΑ διαθέτει ένα ομόλογο αξίας ενός ή δύο δισεκατομμυρίων ευρώ που λήγει το 2014, και η εξόφληση του αναβληθεί για το 2020 ή το 2024, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι η παράταση αυτή δεν θα δημιουργήσει πρόβλημα ρευστότητας στο ΙΚΑ, με άμεση συνέπεια να μην μπορεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του.
Δηλαδή και στην περίπτωση της ήπιας μορφής αναδιάρθρωσης τα πράγματα δεν είναι απλά. Επομένως απαιτείται να εξετάσει κανείς με σοβαρότητα τις επιπτώσεις που θα έχει στην κατάσταση ρευστότητας των ασφαλιστικών ταμείων.
Η ανεργία έχει ήδη εκτιναχθεί στο 15%, ενώ οι προβλέψεις σας μιλούν για 22% στο τέλος του έτους. Βρισκόμαστε στα πρόθυρα ενός «κραχ ανεργίας»;
Βιώνουμε ήδη ένα κραχ ανεργίας! Εμείς θεωρούμε ότι αυτό που συμβαίνει ήδη από το πρώτο τρίμηνο του 2011, δηλαδή ο αριθμός των απασχολουμένων (περίπου 4,26 εκατ. άτομα) να είναι μικρότερος από τον αριθμό των μη απασχολουμένων (περίπου 4,30 εκατ. άτομα) διαμορφώνει συνθήκες κραχ ανεργίας.
Και τι σημαίνει αυτό για την αγορά εργασίας, την κοινωνική συνοχή, τα ταμεία, την οικονομία…
Κατ’ αρχήν σημαίνει, από άποψη συστήματος και παραγωγής πλούτου, ότι όλο και λιγότεροι άνθρωποι θα εργάζονται και θα παράγουν πλούτο για να συντηρούν περσσότερους. Αυτό σημαίνει μείωση του βιοτικού επιπέδου.
Συνθήκη που δυσχεραίνει πολύ -αν δεν καθιστά αδύνατη- την έξοδο από την κρίση…
Σαφώς. Στην καλύτερη περίπτωση αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα να καθυστερήσουμε δραματικά να βγούμε από την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε.
Έχετε εκφράσει έντονο προβληματισμό και για τις ηλικιακές ομάδες που πλήττει κυρίως η ανεργία (νέους και γυναίκες) αλλά και για την ραγδαία αύξησή της από μήνα σε μήνα…
Ναι, γιατί αυτό δείχνει ότι από μήνα σε μήνα μειώνονται δραστικά οι θέσεις εργασίας, κλείνουν με ραγδαίο ρυθμό ή συρρικνώνουν τη δραστηριότητά τους επιχειρήσεις.
Το πρώτο τρίμηνο του έτους ο αριθμός αυτό ήταν σημαντικός. Τώρα βέβαια από τον Απρίλιο και μέχρι τον Σεπτέμβριο, οπότε θα επανέλθει σε αυξητικά επίπεδα, εκτιμούμε ότι θα κρατηθεί σε μία στασιμότητα η ανεργία, λόγω της αύξησης του τουρισμού και των προσλήψεων από τις τουριστικές επιχειρήσεις.
Βέβαια σε ό,τι αφορά την ποιότητα αυτών των θέσεων εργασίας, οι περισσότερες αφορούν ελαστικές μορφές με τετράωρα και τρίωρα, μειωμένη ασφάλιση ή και χωρίς ασφάλιση κτλ
Ουσιαστικά δηλαδή μιλάμε για πλασματική μείωση της ανεργίας μέσω ημιαπασχόλησης και χαρτζιλικιού αντί μισθού…
Σωστά. Δυστυχώς η πλήρης σταθερή απασχόληση με πλήρη εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα είναι πλέον δυσεύρετη.
Ανεργία και ελαστικότητα τεράστιο κοινωνικό πρόβλημα, αλλά και εκρηκτικό μείγμα για τα ασφαλιστικά ταμεία…
Αυτό είναι κρίσιμο θέμα που οι συντάκτες του Μνημονίου δεν το αποτιμούν σωστά, επειδή η θεωρητική – νεοκλασική έμπνευσή τους, τούς κάνει να αντιλαμβάνονται την οικονομία ως μία επιχείρηση και αυτό που τους απασχολεί είναι τα έσοδα και οι δαπάνες. Αλλά μια οικονομία δεν λειτουργεί μόνο με έσοδα και δαπάνες. Είναι περισσότερο σύνθετη, πολυδιάστατη και πολύπλοκη η λειτουργία της.
Στις εκτιμήσεις που έχουν κάνει για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, δεν έχουν μετρήσει τις επιπτώσεις των πολιτικών αυτών στην ανεργία, στην παραγωγικότητα, στα ασφαλιστικά ταμεία.
Γιατί με τα Ταμεία το ζήτημα δεν είναι μόνο αν υπερβούμε το ένα εκατομμύριο ανέργους, αλλά και στο ότι αυτό προκαλεί διαρροή πόρων από την κοινωνική ασφάλιση 5 δισ. ευρώ το χρόνο. Αν φθάσουμε σε 1 εκατομμύριο αδήλωτη και ανασφάλιστη εργασία, θα έχουμε άλλα 5 δισ. ευρώ απώλεια.
Το ΙΚΑ εκτιμά ότι το 2011 οι μισθοί των ασφαλισμένων του θα μειωθούν 6%. Αυτή η μείωση προκαλεί επιπλέον απώλειες στο συγκεκριμένο ταμείο για το 2011, 700 εκατομμύρια ευρώ.
Επομένως, βλέπει κανείς με βάση μια προσέγγιση κόστους – οφέλους, ακόμα και αν μπει στη λογική των μέτρων λιτότητας, ποιο είναι το όφελος από τα μέτρα αυτά και ποιο είναι το κόστος που έχουν.
Ακόμη κι αν μείνουμε σε ονομαστικούς και νομισματικούς υπολογισμούς και δεν μιλήσουμε με όρους απασχόλησης, ανεργίας, συρρίκνωσης δικαιωμάτων, ακόμα και από αυτή την άποψη, το κόστος αυτών των μέτρων είναι πολλαπλάσιο από το όφελος
Γιατί η ΓΣΕΕ υποστηρίζει ότι τα επίσημα στατιστικά στοιχεία δεν καταγράφουν την πραγματική ανεργία;
Καταρχήν να αποσαφηνισθεί ότι δεν είναι θέμα των στατιστικών αρχών και επομένως της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ). Άλλωστε εμείς την έρευνα εργατικού δυναμικού της ΕΛΣΤΑΤ την αποδεχόμαστε από άποψη τεχνική, μεθοδολογική και επιστημονική.
Το ζήτημα προκύπτει από τις αποφάσεις που λήφθηκαν σε επίπεδο αρχηγών-κρατών σχετικά με το ποιες περιπτώσεις καταγράφονται ως άνεργοι και ποιες όχι.
Για παράδειγμα στο ερωτηματολόγιο της έρευνας εργατικού δυναμικού ένα από τα ερωτήματα είναι: «την προηγούμενη εβδομάδα εργαστήκατε;». Αν ο ερωτώμενος έχει εργαστεί ακόμη και μία ώρα, με βάση τον επίσημο ορισμό δεν καταγράφεται στους άνεργους, αλλά στους απασχολούμενους. Ακόμη θεωρούν απασχολούμενους την πρακτική άσκηση (stage), την οποία εμείς θεωρούμε συγκαλυμμένη ανεργία.
Δηλαδή στα επίσημα στατιστικά στοιχεία το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ προσθέτει ένα 5% γιατί η έρευνα εργατικού δυναμικού της Στατιστικής Αρχής θεωρεί ότι το ποσοστό αυτό συμπεριλαμβάνεται στην απασχόληση και όχι στην ανεργία.
Ειδικότερα, το 1% από αυτό αφορά εργαζόμενους που εργάζονταν την προηγούμενη εβδομάδα έστω και μία ώρα, τους οποίους εμείς θεωρούμε ανέργους. Το άλλο 1% αφορά την πρακτική άσκηση (stage). Το υπόλοιπο 3%, σύμφωνα με έρευνες που έχουν γίνει είτε στο Πάντειο είτε στην ΑΣΟΕΕ, αφορά αυτό που ονομάζουμε «λανθάνουσα ανεργία». Για την ακρίβεια είναι 3,5%. Πρόκειται για την κατάσταση όπου η μακροχρόνια ανεργία έχει απογοητεύσει τους ανέργους και πλέον δεν αναζητούν εργασία. Η Στατιστική Αρχή τούς δηλώνει ως οικονομικά μη ενεργούς, ενώ εμείς τους θεωρούμε άνεργους, διότι είναι 45, 50, 55, 60 ετών και δεν γίνεται να τους θεωρήσεις οικονομικά μη ενεργούς.
Οι πολιτικές απασχόλησης της κυβέρνησης μέσω προγραμμάτων του ΟΑΕΔ, συγκρατούν όντως την ανεργία;
Είναι περιορισμένη η συμβολή τους, όπως έχει αποδειχτεί στην πράξη, άλλα και από επιστημονικές μελέτες. Όλη αυτήν την περίοδο των τελευταίων 20 ετών εφαρμόζονται κυρίως πολιτικές απασχόλησης που στηρίζονται σε προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης ή επιδοτήσεων.
Όμως από τις αξιολογήσεις που γίνονται στην Ελλάδα, αλλά και σε άλλες χώρες της Ευρώπης, προκύπτει ότι η συμβολή τους στην ενίσχυση της απασχόλησης και στη μείωση της ανεργίας δεν ήταν ιδιαίτερα αξιόλογη, σε σχέση βέβαια πάντα με τους πόρους που δαπανώνται.
Και γιατί εμμένουν σε αυτές;
Γιατί από τη δεκαετία του ’90, με την επικράτηση της αντίληψης της απελευθέρωσης των αγορών, μετέφεραν τεχνικά τον τομέα της απασχόλησης από το μακροοικονομικό μοντέλο της οικονομίας, που συνδέεται με την ανάπτυξη και τις επενδύσεις, στο μικροοικονομικό επίπεδο, δηλαδή στο επίπεδο της επιχείρησης.
Ως εκ τούτου άρχισαν να εφαρμόζονται πολιτικές απασχόλησης βασιζόμενες στην επαγγελματική κατάρτιση, στην επιδότηση απασχόλησης κτλ, οι οποίες στην ουσία δεν κάνουν τίποτα άλλο από μια διευθέτηση των ανισορροπιών στην αγορά εργασίας.
Εμείς, λοιπόν, πιστεύουμε ότι αν θέλουμε να μιλήσουμε για ουσιαστική και αποτελεσματική πολιτική απασχόλησης θα πρέπει ο τομέας της απασχόλησης να ενταχθεί και πάλι στο μακροοικονομικό πεδίο και να συνδεθεί με την ανάπτυξη και τις επενδύσεις (δημόσιες και ιδιωτικές). Βεβαίως πρόκειται για ένα κεντρικό ευρωπαϊκό και όχι ελληνικό πρόβλημα σε ό,τι αφορά τις επιλογές σε επιστημονικό επίπεδο, αλλά και σε επίπεδο εφαρμοζόμενων πολιτικών.
Η σύνδεση των επιδομάτων -ίσως τελικά και αυτού της ανεργίας- με εισοδηματικά κριτήρια, τι συνέπειες εκτιμάται ότι θα έχει με ανεργία στο 22%;
Η έρευνα, και η δική μας και η ευρωπαϊκή, έχει δείξει ότι όταν στα επιδόματα (ανεργίας, προνοιακά, πολυτεκνικά κτλ) εφαρμόζονται εισοδηματικά κριτήρια αυξάνεται ο αριθμός των φτωχών.
Δηλαδή με τη θέσπιση εισοδηματικών κριτηρίων στη χορήγηση επιδομάτων, σαφώς θα εξοικονομηθούν πόροι, αλλά από τον επόμενο κιόλας χρόνο θα αυξηθεί και ο αριθμός των φτωχών στη χώρα μας.
Αν δε προστεθούν και περιουσιακά κριτήρια, υπολογίζονται δηλαδή και τα εν δυνάμει εισοδήματα (τεκμαρτά και όχι πραγματικά) που θα μπορούσε κάποιος να έχει πχ γιατί διαθέτει ένα κτήμα στο χωριό που θα μπορούσε αν το καλλιεργούσε ή το πωλούσε να έχει εισόδημα, τότε ο αριθμός των δικαιούχων του ΕΚΑΣ ή άλλων επιδομάτων θα μειωθεί δραματικά, κάτι που εκτός από άδικο θα είναι και επικίνδυνο για την κοινωνική συνοχή.
Πρέπει η Πολιτεία να εξετάσει σοβαρά όλες τις παραμέτρους πριν ληφθούν οι τελικές αποφάσεις.
Υπό τις παρούσες συνθήκες, πότε προβλέπετε να αρχίσει η αποκλιμάκωση της ανεργίας;
Εκτιμούμε ότι η επίσημη ανεργία στο τέλος του 2011 θα ανέλθει στο επίπεδο του 17%-18%. Επομένως η πραγματική θα κυμανθεί στα επίπεδα του 22-23%.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις μας επιστροφή του ποσοστού ανεργίας στα επίπεδα προ κρίσης, δηλαδή σε αυτά του 2008 που ήταν βεβαίως επίσης υψηλά διαμορφούμενα στο 7,8%, θα σημειωθεί το 2022.
Περισσότερα από δέκα χρόνια, ενώ υποτίθεται ότι η επιστροφή σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης -έστω και μικρούς- θα σημειωθεί από το 2012. Αυτό εννοείτε όταν μιλάτε για «άνεργη ανάκαμψη»;
Ακριβώς. Τα επόμενα χρόνια σε ελληνικό και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, θα παρουσιάζεται σταδιακός και χαμηλός ρυθμός ανάπτυξης, ο οποίος όμως θα συνδυάζεται με την ύπαρξη υψηλού επιπέδου ανεργίας (άνεργη ανάκαμψη).
Για την Ελλάδα για παράδειγμα, υπάρχει πρόβλεψη του ΟΑΣΑ βάσει της οποίας μέχρι το 2025 θα σημειώνεται κατά μέσο όρο μια αύξηση του ΑΕΠ 1,5%.
Ακόμη και 2% ή 2,5% να είναι ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ, δεν θα μπορέσει να απορροφήσει το απόθεμα ανεργίας που έχει αφήσει η κρίση.
Κι αυτό το στηρίζω στο εξής: από τη βάση δεδομένων που διαθέτουμε στο Ινστιτούτο αποδεικνύεται ότι από το 1990 έως το 2008, που είχαμε ρυθμούς ανάκαμψης 3% και 3,5% εισέρχονταν ετησίως από το εκπαιδευτικό σύστημα στην αγορά εργασίας, αναζητώντας εργασία, από 78.000 έως 82.000 άτομα. Η ελληνική οικονομία όλη αυτήν την περίοδο ανάκαμψης απορροφούσε ετησίως από 38.000 μέχρι 42.000 άτομα. Μόνο τις παραμονές των Ολυμπιακών Αγώνων η απορρόφηση έφτασε τις 46.000 άτομα.
Επομένως, κάθε χρόνο η ελληνική οικονομία αφήνει ένα «απόθεμα ανέργων» κατά μέσο όρο της τάξης των 40.000 ατόμων. Με ύφεση 4,5% του ΑΕΠ πέρυσι και 4% φέτος καταλαβαίνει κανείς πόσο έχει διογκωθεί ο αριθμός των ανέργων και ότι είναι ακατόρθωτο με ρυθμό αύξησης της απασχόλησης 1,5% τον χρόνο, όσο υπολογίζεται ότι θα είναι την περίοδο 2015-2025, το απόθεμα αυτό να απορροφηθεί μέχρι το 2020.
Η διόγκωση δε αυτού του «αποθέματος των ανέργων» απειλεί ευθέως την βιωσιμότητα των ασφαλιστικών ταμείων. Γιατί μέχρι το 2008 υπήρχε, όπως σας είπα, μια εισροή στην αγορά εργασίας 40.000 ατόμων, υπήρχε μια εκροή συνταξιούχων επίσης 40.000 και με τον τρόπο αυτό το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης διατηρούνταν σε μια σχετική ισορροπία, η οποία υπό τις παρούσες συνθήκες ανατρέπεται πλήρως.
Για αυτό τονίζω ότι χρειάζεται αλλαγή στις πολιτικές απασχόλησης, σύνδεσή της με την ανάπτυξη και τις επενδύσεις, ώστε να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας.
Οφείλουν οι υπεύθυνοι για την οικονομική πολιτική να προβληματιστούν σοβαρά προς αυτήν την κατεύθυνση και να δημιουργήσουν συνθήκες για νέα επιχειρηματική δραστηριότητα και νέες επενδύσεις. Δεν υπάρχει άλλη λύση.
Ούτε η πράσινη ανάπτυξη, το «ευαγγέλιο» της κυβέρνησης, πιστεύετε ότι θα δημιουργήσει θέσεις εργασίας;
Σύμφωνα με μελέτη που έχουμε ξεκινήσει εδώ και δύο χρόνια με μία ομάδα εργασίας του Αστεροσκοπείου και μία ομάδα εργασίας του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου και η οποία βρίσκεται προς το τέλος της, προκύπτει ότι ο αριθμός των θέσεων εργασίας (άμεσες και έμμεσες) που θα δημιουργηθούν δεν είναι σημαντικός.
Με βάση τις εκτιμήσεις μας οι άμεσες και έμμεσες θέσεις που θα προκύψουν από την πράσινη ανάπτυξη θα είναι συνολικά περίπου 98.000 το χρόνο για την επόμενη δεκαετία, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι θα γίνουν και ανάλογες επενδύσεις.
Σε αυτή την συνθήκη βασίζονται οι εκτιμήσεις μας, ότι δηλαδή θα γίνουν επενδύσεις π.χ. για πράσινη κατοικία, για πράσινη γεωργία, ξενοδοχεία κ.ά. Μελετούμε δηλαδή το νέο πεδίο επενδυτικών δραστηριοτήτων που δημιουργείται και εκτιμούμε τις θέσεις εργασίας που θα δημιουργηθούν ανάλογα με το πόσο θα αξιοποιηθούν οι νέες αυτές δυνατότητες.
Πάντως το σημαντικό και η θετική συμβολή της πράσινης ανάπτυξης στην αγορά εργασίας δεν σχετίζεται τόσο με τον αριθμό των θέσεων που δημιουργεί, όσο με την ποιότητα τους. Γιατί αναφέρονται σε θέσεις υψηλής εξειδίκευσης. Και από αυτήν την άποψη είναι σημαντικό, καθώς εκτός των άλλων θα παραμείνουν εξειδικευμένοι εργαζόμενοι στη χώρα μας.
Είκοσι χρόνια πίσω γύρισε η αγορά εργασίας
τον πρώτο χρόνο εφαρμογής του μνημονίου
Το μνημόνιο μας οδηγεί σε εργασιακό μεσαίωνα καταγγέλλει η ΓΣΕΕ. Ποια βασικά δικαιώματα έχασε και σε πόσο πιο δύσκολη και αδύναμη θέση βρίσκεται ο εργαζόμενος στον πρώτο χρόνο εφαρμογής του;
Η αγορά εργασίας έχει επιστρέψει γύρω στο 1990, οπότε άρχισε να υιοθετείται σε όλη την Ευρώπη αυτή η πολιτική της απελευθέρωσης των αγορών και ιδιαίτερα της αγοράς εργασίας και σημειώθηκε μαζική εισαγωγή κάθε μορφής ευελιξίας στην εργασία.
Αναπτύχθηκαν, δηλαδή, οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης, οι οποίες μάλιστα πλέον δεν έχουν τον χαρακτήρα μιας συμπληρωματικής μορφής απασχόλησης, αλλά έχουν γίνει η κυρίαρχη μορφή στην αγορά εργασίας.
Σοβαρά πλήγματα αποτελούν ακόμη η διευκόλυνση των απολύσεων μέσω αύξησης του επιτρεπόμενου αριθμού και μείωσης ή κατάργησης της αποζημίωσης, η ουσιαστική κατάργηση του δικαιώματος προσφυγής στη διαιτησία του ΟΜΕΔ και βεβαίως η υποβάθμιση και απαξίωση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, μέσω της οποίας, πέραν των άλλων, συρρικνώνεται το εισόδημα του εργαζομένου. Αυτή τη στιγμή σε πάρα πολλές επιχειρήσεις πιέζουν τους εργαζόμενους για την υπογραφή ατομικών συμβάσεων, ούτε καν επιχειρησιακών.
Πόσο επαχθέστεροι μπορεί να είναι οι όροι της ατομικής από την επιχειρησιακή σύμβαση;
Στην ατομική σύμβαση ουσιαστικά δεν υπάρχει καμία διαπραγμάτευση. Αντίθετα στην επιχειρησιακή, εάν πρόκειται για μια επιχείρηση με πάνω από 20 άτομα προσωπικό και υπάρχει ένα σωματείο, μπορεί να υπάρξει μια διαπραγμάτευση και διεκδίκηση, κάτι, που θεωρητικά τουλάχιστον, μπορεί να εξασφαλίσει καλύτερους όρους για τον εργαζόμενο.
Αντίθετα στην περίπτωση της ατομικής, ο εργοδότης καλεί τον κάθε εργαζόμενο ξεχωριστά και διαπραγματεύεται μαζί του την αμοιβή, τους όρους εργασίας, τα ωράρια και τις αποζημιώσεις, συνήθως υπό τη δαμόκλειο σπάθη της απόλυσης ή τους κλεισίματος της επιχείρησης.
Έχετε παραδείγματα προκλητικών όρων ατομικών συμβάσεων;
Η εμπειρία μας από τις ημερίδες που πραγματοποιούνται στα εργατικά κέντρα για αυτά τα θέματα είναι προτάσεις ατομικών συμβάσεων από επιχειρήσεις προς εργαζόμενους, με βάση τις οποίες μειώνονται και οι ημέρες ασφάλισης.
Οι εργαζόμενοι και τα συνδικάτα αρνούνται να υπογράψουν τέτοιες συμβάσεις, αλλά διεκδικούν και να μην «ανταλλαχθεί» η άρνηση αυτή με απολύσεις ή κλείσιμο της επιχείρησης.
Επί της ουσίας όμως ο εργαζόμενος είναι ανυπεράσπιστος..
Ναι, γιατί υπάρχει πάντα η δαμόκλειος σπάθη του κλεισίματος της επιχείρησης και οι απολύσεις. Εξάλλου ήδη αυτό αποτελεί το κυριότερο επιχείρημα των εργοδοτών: ότι αν δεν πάμε σε χαμηλότερα επίπεδα εισοδηματικών, εργασιακών ή ασφαλιστικών δικαιωμάτων, η επιχείρηση δεν μπορεί να συνεχίσει τη λειτουργία της.
Τώρα βέβαια κατά πόσο και για ποιους ο ισχυρισμός αυτός αληθεύει και ποιοι χρησιμοποιούν ως άλλοθι την κρίση παραμένει ανεξιχνίαστο.
Τι ποσοστό επιχειρησιακών και ατομικών συμβάσεων έχει υπογραφεί ή βρίσκεται στα σκαριά;
Δεν έχω σαφή εικόνα, αλλά το ποσοστό των επιχειρησιακών συμβάσεων είναι πολύ μικρό. Η εμπειρία που έχουμε από τα εργατικά κέντρα είναι ότι οι εργοδότες προωθούν περισσότερο τις ατομικές συμβάσεις.
Η τρόικα είχε πει ότι εάν δεν υπογραφεί ικανοποιητικός αριθμός επιχειρησιακών συμβάσεων θα ζητούσε αλλαγές στο νόμο, ώστε να γίνει ακόμη πιο «φιλικός» για τις επιχειρήσεις.
Νομίζω ότι εάν η τρόικα πληροφορηθεί ότι η επιχειρηματική πρακτική τούς έχει ξεπεράσει και οι εργοδότες πιέζουν για την υπογραφή ατομικών συμβάσεων, με δεδομένο το πνεύμα στο οποίο λειτουργούν, δηλαδή της απελευθέρωσης των αγορών και του ασιατικού προτύπου εργασιακών σχέσεων, θα μείνουν ικανοποιημένοι και δεν θα κάνουν τίποτα.
Μιλάμε λοιπόν για το τέλος της πλήρους, σωστά αμειβόμενης και με δικαιώματα εργασίας; Τα τελευταία στοιχεία δείχνουν ραγδαία αύξηση περίπου 200% των συμβάσεων ευέλικτων μορφών εργασίας.
Δυστυχώς ναι. Τα στοιχεία του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ) δείχνουν ότι το τελευταίο χρονικό διάστημα έχουμε αύξηση κατά 26% των συμβάσεων εκ περιτροπής εργασίας και γενικότερα των ελαστικών μορφών απασχόλησης.
Φαίνεται ότι η ευέλικτη απασχόληση, ενώ στις προηγούμενες δεκαετίες ήταν συμπληρωματική μορφή, αποκτά πλέον κυρίαρχο χαρακτήρα στην αγορά εργασίας.
Βέβαια, οι οπαδοί αυτής της ευελιξίας ισχυρίστηκαν ότι έτσι δημιουργούμε τις κατάλληλες συνθήκες για βελτίωση των ποσοστών ανεργίας. Δηλαδή, σπάζοντας μια σταθερή απασχόληση 8 ωρών σε 2-3 επιμέρους θέσεις εργασίας. Όμως, αυτό έχει αποδειχτεί και στην πράξη ότι δεν συμβαίνει.
Αντίθετα, η ανεργία αυξάνεται και σύμφωνα με την τελευταία έρευνα εργατικού δυναμικού της Στατιστικής Αρχής φαίνεται πως έχουν αυξηθεί και εκείνοι που συγκαταλέγονται στους φτωχούς, παρότι εργάζονται. Αποτελούν το 14%. Έχουμε δηλαδή εργαζόμενους φτωχούς, διότι εργάζονται 4ωρα, 3ωρα, προσωρινά, εποχικά κ.λπ.
Στο άμεσο μέλλον δηλαδή θα πρέπει ο καθένας να έχει 10 δουλείες για να εξασφαλίσει ένα βασικό μισθό;
Από εισοδηματική άποψη και από άποψη συνθηκών επιβίωσης νομίζω ότι θα γίνει αυτό που λέτε. Και νομίζω ότι δυστυχώς η Ευρώπη υιοθετεί όλο και περισσότερο ένα ασιατικό μοντέλο για την οικονομια και την αγορά εργασίας, την εφαρμογή του οποίου, στο βαθμό βέβαια που μπορεί, αρχίζει από την περιφέρειά της, είτε τη μεσογειακή είτε την ανατολικοευρωπαϊκή. Γιατί στο κέντρο της Ευρώπης ακόμα δεν έχουμε τέτοια φαινόμενα.
Κι όλα αυτά «θυσία» στο βωμό της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας;
Ναι, αλλά η πράξη δείχνει και η έρευνα επιβεβαιώνει ότι δεν επιτυγχάνονται οι στόχοι βελτίωσης του επιπέδου ανταγωνιστικότητας με μείωση των μισθών και απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, ούτε πρόκειται να επιτευχθούν.
Γιατί το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας σήμερα δεν είναι το κόστος εργασίας. Το πρόβλημά της είναι η τεχνολογική και παραγωγική της καθυστέρηση. Η ανταγωνιστικότητα θα αυξηθεί μόνο εάν συνδεθεί με την τεχνολογία, την καινοτομία και την ποιότητα και όχι με τη μείωση του κόστους εργασίας.
Στο Ινστιτούτο ολοκληρώσαμε πρόσφατα τη μελέτη «Κόστος εργασίας, περιθώρια κέρδους και ανταγωνιστικότητα στην Ελλάδα 1995-2009», στην οποία αναδεικνύεται με τον πιο τεκμηριωμένο τρόπο, πόσο εσφαλμένος είναι ο ισχυρισμός ότι η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων επιδεινώνεται εξαιτίας των μισθολογικών αυξήσεων.
Όπως δείχνουν τα στοιχεία το κόστος εργασίας από το 1995 έως το 2008 αυξήθηκε 12,5%, ο πληθωρισμός αυξήθηκε 30%, η κερδοφορία 40% και η παραγωγικότητα της εργασίας 20%. Αυτό σημαίνει ότι ενώ οι εργαζόμενοι παρήγαγαν περισσότερο, πήραν λιγότερα, λόγω της μεγάλης αύξησης της κερδοφορίας και της αύξησης του πληθωρισμού.
Ο ισχυρισμός του επικεφαλής του ΔΝΤ ότι η κακή οικονομική κατάσταση της Ελλάδας οφείλεται στην αύξηση του κόστους εργασίας κατά 30% είναι λανθασμένος. Το 30% προκύπτει μόνο όταν στη μεθοδολογία -και αυτό το κάνει μόνο η Τράπεζα της Ελλάδος και το ΔΝΤ, γιατί εμείς, η Eurostat, ο ΟΟΣΑ ακολουθούμε άλλη μεθοδολογία- υπολογιστεί στο κόστος εργασίας και το εισόδημα του αυτοαπασχολούμενου, όχι μόνο μισθωτού.
Εμείς, ωστόσο, το διαχωρίζουμε αφού ο αυτοαπασχολούμενος έχει κερδοφορία, δεν έχει εισόδημα από μισθωτή εργασία.
Προς το παρόν δηλαδή οι μόνοι ξεκάθαρα ωφελημένοι από αυτές τις ανατροπές και τις εκπτώσεις στα εργασιακά μοιάζει να είναι οι εργοδότες.
Σαφώς. Επειδή παρακολουθώ τις συλλογικές συμβάσεις φαίνεται ότι οι εργοδότες είχαν πάντα μια τάση προς αυτήν την κατεύθυνση και τώρα με την κρίση πέτυχαν πολλές από τις επιθυμίες τους.
Πάντως η δική μου άποψη είναι ότι μακροχρόνια η ελληνική οικονομία θα τα πληρώσει πολύ ακριβά όλα αυτά.
Πέραν των άλλων κρίσιμων κοινωνικών και οικονομικών επιπτώσεων, η χώρα κινδυνεύει να μείνει μόνο με χαμηλής εξειδίκευσης εργαζόμενους με ό,τι αρνητικό αυτό συνεπάγεται για την ανάπτυξη και την οικονομία.
Γιατί εξειδικευμένα άτομα με σημαντικές σπουδές και υψηλή κατάρτιση θα φεύγουν στο εξωτερικό, δεν θα μένουν εδώ με μηνιαίο εισόδημα 800 ευρώ και να εργάζονται με το γνωστό «μπλοκάκι» (δελτίο παροχής υπηρεσιών), καταβάλλοντας τις εισφορές τους στο ΤΕΒΕ από το εισόδημά τους, γιατί ο εργοδότης αρνείται να τους ασφαλίσει στο ΙΚΑ ως μισθωτούς.
Και φανταστείτε το μέλλον μιας οικονομίας με δεσπόζουσα την ανειδίκευτη εργασία.
Καταδικασμένες οι συνταγές της τρόικας,
μόνη λύση η παραγωγική αναδιάρθρωση
Κατά την άποψή σας δηλαδή το μνημόνιο και οι συνταγές του είναι εκ των προτέρων καταδικασμένες στην αποτυχία και οδηγούν σε αδιέξοδο
Ναι, γιατί βασίζονται σε ένα οικονομικό μοντέλο που πλέον όπως αποδεικνύεται σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο έχει εξαντληθεί και ηττηθεί.
Εμμένουν σε πολιτικές και οικονομικές επιλογές, όπως πχ αυτή της συμπίεσης του κόστους εργασίας προκειμένου να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα, οι οποίες έχουν αποδειχθεί εντελώς αδιέξοδες.
Πέραν αυτών θεωρώ ότι δεν λαμβάνουν υπόψη και τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής οικονομίας και τις ειδικές πτυχές της διάρθρωσής της.
Για παράδειγμα, η ελληνική οικονομία έχει 960.000 επιχειρήσεις που απασχολούν 4.200.000 άτομα. Από αυτές, οι 930.000 απασχολούν από 0-10 άτομα και κατά μέσο όρο 4 άτομα. Επομένως όταν υπάρχει μια μεγάλη νησίδα τέτοιων επιχειρήσεων και επιβάλλεται μείωση μισθών, συντάξεων κ.λπ., άρα μείωση της ζήτησης, αυτόματα όλες αυτές οι επιχειρήσεις οδηγούνται σε κρίση ρευστότητας.
Γιατί τα προϊόντα που παράγουν οι επιχειρήσεις αυτές καλύπτουν κατά κύριο λόγο τις ανάγκες των 3,5 εκατ. ελληνικών νοικοκυριών, των οποίων η αγοραστική δύναμη έχει συρρικνωθεί δραματικά.
Αυτό σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι τράπεζες έκλεισαν τις ροές δανεισμού, οδηγεί τις επιχειρήσεις σε κλείσιμο. Και αυτό συμβαίνει σε όλους τους κλάδους, ακόμη και στον τουρισμό.
Το πρόγραμμα δηλαδή του μνημονίου παράγει πρωτογενή ελλείμματα τη στιγμή που το ζητούμενο είναι να παραχθούν πρωτογενή πλεονάσματα. Τέτοια πλεονάσματα όμως δημιουργεί μια οικονομία μόνο με επενδύσεις δημόσιες ή ιδιωτικές.
Όμως, στο περιβάλλον ανασφάλειας και ύφεσης που έχει δημιουργηθεί σήμερα στην Ελλάδα, αλλά και στις άλλες μεσογειακές χώρες, ποιος επενδυτής θα διαθέσει τα κεφάλαια του για παραγωγικές επενδύσεις; Ακόμη και αν διαθέτει σημαντικούς πόρους και δεν περιμένει χρηματοδότηση από τις τράπεζες, δεν θα προχωρήσει σε επένδυση γιατί υπό τις συνθήκες αυτές θα τη θεωρήσει επένδυση υψηλού κινδύνου.
Ακριβώς για αυτούς τους λόγους εμείς από τον Σεπτέμβριο του 2010, στην παρουσίαση της Ετήσιας Έκθεσης για την Ελληνική Οικονομία και την Απασχόληση, είχαμε προβλέψει ότι δεν υπάρχει περίπτωση η Ελλάδα να επιστρέψει στις αγορές στα τέλη του 2011 ή το 2012 και ως εκ τούτου τότε θα απαιτηθούν πρόσθετοι πόροι και χρηματοδότηση, και όπως φαίνεται μάλλον επιβεβαιωνόμαστε.
Η λύση βρίσκεται στην παραγωγική αναδιάρθρωση
και στην αναδιανομή του εισοδήματος
Ποιες θεωρείτε εσείς κατάλληλες πολιτικές σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο για να ενισχυθεί η απασχόληση και η ανάπτυξη και να βγούμε από το τέλμα;
Κατ’ αρχήν εμείς αυτό που θεωρούμε αναγκαίο είναι ο μετασχηματισμός και ανασύσταση της παραγωγικής μηχανής. Αυτό καταρχάς σημαίνει γνώση. Τα τελευταία χρόνια, μετά από αίτημα της ΓΣΕΕ, το Ινστιτούτο σε συνεργασία με το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο εκπονεί έρευνες της παραγωγικής διάρθρωσης της οικονομίας κατά περιφέρεια.
Για παράδειγμα, στην περιφέρεια Δυτικής Ελλάδος, με βάση τα αποτελέσματα της έρευνας, οι βασικές πλουτοπαραγωγικές πηγές της είναι η γεωργία και ο τουρισμός. Εάν η αναπτυξιακή επιλογή της χώρας επιθυμεί τη διατήρηση αυτού του προσανατολισμού εμείς διαθέτουμε την γνώση και τα τεχνικά μέσα, ώστε να συμβάλλουμε στην κατεύθυνση η συγκεκριμένη περιφέρεια να παράγει ακόμη περισσότερο πλούτο σε αυτούς τους δύο τομείς.
Δηλαδή εξετάζουμε τις παραγωγικές δυνατότητες μιας περιφέρειας σε σχέση με αυτό που οι παραγωγικές δυνάμεις της είναι δυνατόν να παράγουν. Για παράδειγμα στην περιφέρεια Αττικής, όπου παράγεται το 50% του ΑΕΠ της χώρας, ενώ οι παραγωγικοί συντελεστές, (δηλαδή εργασία και κεφάλαιο, εργασία και τεχνολογία) έχουν τη δυνατότητα να παράγουν 100 παράγουν 80. Επομένως, έχουμε ήδη απώλεια παραγωγής πλούτου λόγω του ανορθολογικού τρόπου που χρησιμοποιούνται οι δύο βασικοί παραγωγικοί συντελεστές.
Επομένως πρωτίστως πρέπει να εντοπίσουμε μέσω των μελετών και των αναλύσεων τους νέους κλάδους που θέλουμε να αναπτύξουμε ή τους παλιούς κλάδους που απαιτείται να εκσυγχρονιστούν, ώστε να προσελκύσουμε σοβαρές επενδύσεις.
Αλήθεια αυτές τις μελέτες του Ινστιτούτου και των άλλων φορέων τις αξιοποιεί κανείς, ιδιαίτερα τώρα που τα πράγματα έχουν δυσκολέψει;
Ποτέ καμία κυβέρνηση. Οι μόνοι που έδειξαν κάποιο ενδιαφέρον και μίλησαν για υλικό που πρέπει να μελετηθεί και να αξιοποιηθεί ήταν οι διεθνείς οργανισμοί και οι οργανισμοί των δανειστών μας. Ακριβώς γιατί αντιλαμβάνονται ότι μια χώρα που δεν παράγει πλούτο, θα έχει δυσκολίες στο μέλλον να αποπληρώσει τα δάνειά της.
Στην ιστοσελίδα μας ( www.inegsee.gr) έχουν ήδη δημοσιευθεί πολύ εξειδικευμένες μελέτες και προτάσεις. Όπως για παράδειγμα η μελέτη «Διακλαδικές Σχέσεις στην Ελληνική Οικονομία» που αναλύει τις διακλαδικές διασυνδέσεις στην ελληνική οικονομία, παραγωγή, απασχόληση, προστιθέμενη αξία κ.λπ. Άλλη μελέτη που αναφέρεται στη δομική κρίση του αναπτυξιακού μοντέλου στην Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση, που ανέδειξε η οικονομική κρίση και αναζητά το νέο αναπτυξιακό πρότυπο.
Ειδικότερα, αναλύει τις απαιτούμενες ανατροπές στην αναπτυξιακή και βιομηχανική πολιτική, προκειμένου να γίνουν στρατηγικές επιλογές οι οποίες θα ανταποκρίνονται στις υπάρχουσες ανάγκες και δυνατότητες και θα στοχεύουν στην εξισορρόπηση της θέσης της ελληνικής οικονομίας στον ευρωπαϊκό και τον διεθνή χώρο.
Αναγκαία και ικανή συνθήκη λοιπόν για την έξοδο από την κρίση η ανασύσταση της παραγωγικής μηχανής…
Αφενός και αφετέρου η αναδιανομή του εισοδήματος, δεδομένου ότι τα τελευταία 20 χρόνια έχει συντελεστεί στη χώρα τεράστια ανισοκατανομή του εισοδήματος σε βάρος της μισθωτής εργασίας.
Τα στοιχεία είναι αποκαλυπτικά: στον αμερικάνικο προϋπολογισμό το 12% του ΑΕΠ προέρχεται από την άμεση φορολογία. Στην ΕΕ των 27 προέρχεται το 10% του ΑΕΠ από την άμεση φορολογία, κάτι που ισχύει ακόμη και στην Ιρλανδία, με τους χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές, επειδή δεν υπάρχει φοροδιαφυγή.
Αντίθετα στην Ελλάδα από την άμεση φορολογία προέρχεται μόλις το 6% του ΑΕΠ. Δεν μπορεί ένα κρατικός προϋπολογισμός να στηρίζεται κυρίως σε έμμεσους φόρους και να φιλοδοξεί να μην είναι ελλειμματικός και επίσης να είναι σε θέση με τέτοιας έκτασης φοδοδιαφυγή να χρηματοδοτεί κοινωνικές, αναπτυξιακές υποδομές, δίκτυα κλπ.
Επομένως, θέτουμε με έμφαση αυτό το θέμα, δηλαδή την ανάγκη μιας πολύ ριζοσπαστικής αναδιανομής εισοδήματος, για την ανεύρεση νέων πόρων και για την αποκατάσταση της εισοδηματικής κατανομής των πόρων.
Την ανάγκη δε αυτή αναγνωρίζουν και οι δανειστές μας, γιατί συνειδητοποιούν ότι δεν μπορεί αυτή η χώρα να εξασφαλίσει πόρους μόνο από τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους και να παραμένει στο απυρόβλητο η τεράστια φοροδιαφυγή και εισφοροδιαφυγή.
Ο εναλλακτικός δρόμος που μπορεί να αποτελέσει το γρήγορο άλμα πριν από τη φθορά είναι η μετάβαση από την οικονομία της αγοράς, στην οικονομία της αλληλεγγύης, που συνίσταται σε πολιτικές αναδιανομής του εισοδήματος, πολιτικές κοινωνικής αλληλεγγύης και αμοιβαιότητας, πολιτικές δυναμικής ανάπτυξης και διασύνδεσης των οικονομικών και κοινωνικοπολιτικών λειτουργιών.
Για τη μετάβαση βέβαια αυτή απαιτείται καταρχάς επαναπροσανατολισμός της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής στην ελληνική, αλλά και στην ευρωπαϊκή οικονομία.
Πλήγμα για τα Ταμεία η όποια αναδιάρθρωση
Τελευταία αναζωπυρώθηκε επικίνδυνα το θέμα της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους. Οι συνέπειες μιας τέτοιας επιλογής για τα ασφαλιστικά ταμεία ποιες θα είναι;
Καταρχάς νομίζω ότι αν γίνει αναδιάρθρωση αυτή θα συμβεί σε δύο φάσεις: η πρώτη, θα αφορά μόνο επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής και την μείωση του επιτοκίου και όταν φανεί ότι αυτή δεν αποδίδει θα την διαδεχθεί σε μια επόμενη φάση η αναδιάρθρωση με μια μορφή κουρέματος της αξίας των ομολόγων.
Πιστεύω όμως ότι στην πορεία αυτή θα εμπλακεί, με την εκπόνηση και άλλου μνημονίου, ο μόνιμος ευρωπαϊκός μηχανισμός στήριξης.
Σε ό,τι αφορά τις απώλειες για τα Ταμεία, σε περίπτωση κουρέματος υπολογίζεται ότι θα είναι πολύ μεγάλες…
Ναι, θα υπάρξουν απώλειες. Ακόμα και στην περίπτωση της απλής επιμήκυνσης του χρόνου αποπληρωμής, οι συνέπειες δεν νομίζω ότι θα είναι ανώδυνες.
Δεν γνωρίζω επακριβώς τα στοιχεία, αλλά για παράδειγμα εάν το ΙΚΑ διαθέτει ένα ομόλογο αξίας ενός ή δύο δισεκατομμυρίων ευρώ που λήγει το 2014, και η εξόφληση του αναβληθεί για το 2020 ή το 2024, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι η παράταση αυτή δεν θα δημιουργήσει πρόβλημα ρευστότητας στο ΙΚΑ, με άμεση συνέπεια να μην μπορεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του.
Δηλαδή και στην περίπτωση της ήπιας μορφής αναδιάρθρωσης τα πράγματα δεν είναι απλά. Επομένως απαιτείται να εξετάσει κανείς με σοβαρότητα τις επιπτώσεις που θα έχει στην κατάσταση ρευστότητας των ασφαλιστικών ταμείων.
Αργυρώ Π.Τσατσούλη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου