(από την Καθημερινή της Κυριακής)
Από την Τρίτη ξεκινούν και επίσημα οι διαπραγματεύσεις μεταξύ του οικονομικού επιτελείου και της τρόικας, για τον σχηματισμό της οικονομικής πολιτικής που θα ακολουθήσει η Ελλάδα από εδώ και στο εξής. Τα τρία κόμματα...
που στηρίζουν την κυβέρνηση έχουν καταλήξει στις τροποποιήσεις που θέλουν να κάνουν στο μείγμα της πολιτικής του Μνημονίου μέσω της προγραμματικής συμφωνίας τους, ενώ η τρόικα έχει ήδη διαμηνύσει ότι αυτές οι αλλαγές είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθούν.
Σύμφωνα με συντηρητικές εκτιμήσεις στελεχών που έχουν γνώση των δημοσιονομικών μεγεθών, το πρόγραμμα των τριών κομμάτων για την αλλαγή του Μνημονίου, αναμένεται να κοστίσει μεταξύ 6,5 και 8 δισ. ευρώ στον προϋπολογισμό. Και στο ποσό αυτό δεν περιλαμβάνονται τα 20 δισ. ευρώ που θα απαιτηθούν ως επιπλέον χρηματοδότηση στην περίπτωση που παρασχεθεί παράταση 2 ετών στην Ελλάδα για να μειώσει το έλλειμμά της. Αρα, στην υποθετική περίπτωση που «περάσουν» όλες οι προτάσεις της κυβέρνησης, το κόστος θα είναι έως και 28 δισ. ευρώ, με την Ελλάδα να πρέπει να βρει νέα μέτρα ύψους έως 8 δισ. ευρώ για να καλύψει τις απώλειες που θα έχουν δημιουργηθεί.
Η Ελλάδα υπεισέρχεται στη διαπραγμάτευση χωρίς να έχει τηρήσει τις δεσμεύσεις της βάσει του νέου Μνημονίου, χωρίς να έχει εξειδικεύσει τα μέτρα που προτείνει και ζητώντας ταυτόχρονα αλλαγές σε μέτρα που ως επί το πλείστον έχουν ψηφιστεί και έχουν συμφωνηθεί με την τρόικα προ ολίγων μηνών. Το γεγονός αυτό έχει δημιουργήσει έντονο εκνευρισμό στην τρόικα, αλλά και σε κυβερνήσεις της Ευρωζώνης.
Κυβερνήσεις, οι οποίες στην καλύτερη (για εκείνες) περίπτωση θα πρέπει να δικαιολογήσουν στα κοινοβούλιά τους γιατί αλλάζει η οικονομική πολιτική που συμφωνήθηκε με την Ελλάδα στα τέλη Φεβρουαρίου.
Στη χειρότερη περίπτωση, θα πρέπει να πάρουν το «πράσινο φως» για να παράσχουν νέα δάνεια στην Ελλάδα, έστω κι αν αυτά είναι πολύ μικρότερου ύψους (περίπου 20 δισ. ευρώ), από όσα έχουν εγκριθεί για τη χώρα μέχρι στιγμής. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να παραβλέπει κανείς το γεγονός ότι η Ελλάδα θα ζητήσει νέα χρηματοδότηση μέσα σε ένα περιβάλλον χειρότερο από ό,τι παλαιότερα, αφού πλέον σε μηχανισμό στήριξης βρίσκονται κι άλλες χώρες. Και μάλιστα, πρόκειται για οικονομίες πολύ πιο ισχυρές από την ελληνική, όπως είναι η ισπανική.
Μέσα σε αυτό το δυσμενές κλίμα για την Ευρωζώνη, η νέα κυβέρνηση με βάση την προγραμματική συμφωνία των τριών κομμάτων που τη στηρίζουν θα ζητήσει από την τρόικα:
1. Παράταση 2 ετών στη δημοσιονομική προσαρμογή. Κάτι τέτοιο θα απαιτήσει νέα χρηματοδότηση κατά περίπου 20 δισ. ευρώ.
2. Επανεξέταση του καθεστώτος των εργασιακών σχέσεων. Εάν επιδιωχθεί από την ελληνική πλευρά επαναφορά του κατώτατου μισθού στα επίπεδα που βρίσκονταν πριν από τη μείωσή του, τότε θα προκληθεί κόστος 200-300 εκατ. ευρώ στον προϋπολογισμό για τα επιδόματα ανεργίας (το ύψος τους είναι συνδεδεμένο με τον κατώτατο μισθό).
3. Αποκατάσταση των αδικιών σε χαμηλοσυνταξιούχους, πολυτεκνικά επιδόματα κ.λπ. Οι χαμηλοσυνταξιούχοι (με σύνταξη κατώτερη των 500 ευρώ) είναι περίπου 1-1,5 εκατομμύριο. Εκτιμάται ότι το κόστος μιας οριζόντιας αύξησης των συντάξεων θα είναι τουλάχιστον 300 εκατ. ευρώ και μπορεί να φθάσει και το 1 δισ. ευρώ. Το μέτρο θα πρέπει να εξειδικευτεί από το οικονομικό επιτελείο, για να προσδιοριστεί και η δημοσιονομική επίπτωσή του.
4. Επέκταση του επιδόματος ανεργίας κατά ένα χρόνο (συνολικά να δίνεται για 2 έτη). Συνολικά, η δαπάνη για τα επιδόματα ανεργίας ανέρχεται σε περίπου 2,1 δισ. ευρώ. Αρα, θα απαιτηθούν άλλα τουλάχιστον 2 δισ. ευρώ για τον επιπλέον χρόνο παροχής του.
5. Επέκταση του επιδόματος και σε μη μισθωτούς. Υπολογίζεται ότι εάν αυξηθούν οι δικαιούχοι κατά 10% θα απαιτηθούν πόροι της τάξης των 200250 εκατ. ευρώ.
6. Σταδιακή αύξηση του αφορολογήτου ορίου. Η μείωσή του στα 5.000 ευρώ αποδίδει 3,5 δισ. ευρώ. Η αύξησή του για παράδειγμα στα 8.000 ευρώ θα κόστιζε στον προϋπολογισμό περίπου 2 δισ. ευρώ ευρώ και από τα 8.000 ευρώ στα 12.000 ευρώ άλλο 1,5 δισεκατομμύριο ευρώ.
7. Μείωση του ΦΠΑ στην εστίαση. Η επαναφορά του συντελεστή στο 13%, υπολογίζεται ότι θα προκαλέσει απώλειες της τάξης των 500 εκατ. ευρώ.
8. Ρύθμιση ληξιπρόθεσμων οφειλών των φορολογούμενων, ώστε να μην ξεπερνούν το 25% του εισοδήματός τους. Το 2011 τα χρέη των φορολογούμενων που δημιουργήθηκαν ήταν 10-12 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα μισά αφορούσαν φορολογικές οφειλές. Κάθε χρόνο το κράτος εισπράττει περί τα 2 δισ. ευρώ. Θεωρητικά, θα μπορούσε να αυξηθούν οι εισπράξεις του κράτους από το μέτρο, αλλά σύμφωνα με αρμόδιους παράγοντες η πληρωμή των χρεών σε 3 ετήσιες δόσεις εκτιμάται ότι θα δημιουργήσει καθυστέρηση στην είσπραξη περίπου 600 εκατ. ευρώ.
9. Να μη γίνει καμία απόλυση. Στο Μνημόνιο δεν προβλέπονται απολύσεις, οπότε δεν θα υπάρξει δημοσιονομική επίπτωση. Αξίζει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι από την απομάκρυνση 50.000 υπαλλήλων εκτιμάται ότι θα προκύψει όφελος στον προϋπολογισμό (μετά την παρέλευση ενός έτους) ύψους 2 δισ. ευρώ. Επειδή, όμως, θα προκύψει ταυτόχρονα και απώλεια φορολογικών εσόδων ύψους περίπου 500 εκατ. ευρώ, η καθαρή εξοικονόμηση υπολογίζεται ότι θα ανέλθει στο 1,5 δισ. ευρώ.
10. Καθολική υγειονομική προστασία, χωρίς προϋποθέσεις. Η επίπτωση του μέτρου δεν μπορεί να υπολογιστεί με ακρίβεια, εάν δεν εξειδικευτεί το πώς θα γίνει. Ομως, εκτιμάται ότι από μία αύξηση της φαρμακευτικής δαπάνης κατά 10%, θα δημιουργηθεί «τρύπα» στα ασφαλιστικά Ταμεία της τάξης των 500 εκατ. ευρώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου