Ήταν μια φορά η χώρα των θαυμάτων…
Γκρι καρδιές συνάντησα και κυνικούς
ανθρώπους. Δυνατούς και αδύναμους. Αλήθειες που πονάνε και ψέματα που σε
ταξιδεύουν. Ήλιους παγωμένους παρά το φως τους. Άλλωστε το φως δεν μου
χρειάζεται όταν μπορώ να νιώθω. Πολλοί είδαν τα δάκρυά μου λίγοι τα
ένιωσαν. Το επόμενο πρωί τα είχαν ξεχάσει κιόλας όλα.
Δεν ξέρω αν θα ήθελα να ταξιδέψω, να
μείνω εκεί ή να φύγω. Είχα άραγε ανάγκη τα θαύματά τους; ξεκινούσα δεν
γύριζα πίσω, κάθε λιμάνι, και νέα αρχή, τα πρόσωπα έμοιαζαν’ κύκλος.
Κύκλοι.
Η
πόλη είναι ένα δάσος με άλλους δρόμους και άλλους ανθρώπους. Και εμείς
ήμαστε ένα σταυροδρόμι φτιαγμένο σιγά σιγά μέσα στο χρόνο, δημιουργημένο
από απομεινάρια λήθης και νοσταλγίας . Είναι απλά μια πρόφαση, μια χαζή
πρόφαση το να περιμένω το λεωφορείο. Παρατηρώ τους ανθρώπους’ σίγουρα
πονάνε και αυτοί. Δεν ακούγονται παρά κάποια βήματα. Η σιγαλιά της
νύχτας τα σκεπάζει όλα . Μακριά ένα σκυλί γαβγίζει και που και που
ακούγεται το θρόισμα των φύλων από τον αέρα.
Το φως στη δική μου χώρα ήταν αλλιώς, η
αλήθεια μου διαφορετική. Η χώρα μου χάνεται στην λήθη, δεν έχουμε
θαύματα εμείς, ζούμε και δίχως αυτά. Μάθαμε να πονάμε και πέφτουμε και
να σηκωνόμαστε. Να ζούμε με τις πληγές μας, να βρίσκουμε μέσα μας και
κόλαση και παράδεισο, και σωτήρα και δαίμονα. Έψαχνα το Θεό μου στα
πρόσωπά σας, την λύτρωση. Έξω από βιτρίνες.
Κάθε μου λέξη σε ταξίδευε, κάθε σου λέξη
με έδιωχνε. Τα μάτια μου ανοιχτά σε ονειροστάσια του πόνου, τα γέλια
μου παιδικά. Με τη βροχή ζωγράφιζα ουράνια τόξα, μπορεί να έρθουν πολλές
καταιγίδες το ξέρω όσο μαχαίρι και η πληγή θα συνυπάρχουν. Όσο τα
βήματα μου θα με οδηγούν στη χώρα σου, στα θαύματά σου. Όσο θα ψάχνω τη
μαγεία στα θαύματά και σε ευχές. Σε λίθους και αριθμούς. Αδιάβατα
μονοπάτια, η ατραπός μου ποια θα είναι ;
Ποτέ
δεν κράτησα θεούς και ούτε ποτέ ένιωσα την ανηλεή θέληση των ηρώων. Δεν
διεκδίκησα την αθανασία, ήθελα να πονέσω , ήξερα πως είμαι τρωτός, ένας
θνητός ανάμεσα σε θηρία και απειλές. Ήμουν πεπεισμένος πως η ύπαρξη δεν
έχει υπέρβαση γιατί το φως είναι πάντα φευγαλέο στο σκοτάδι. Μια λάμψη
στο μέσο του κενού. Ήθελα αυτή τη λάμψη στο σκοτάδι μου. Η ανάμνησή
σου και της χώρας σου είναι πλέον στον αόρατο ήλιο της τύχης μου, με
ανάγκασες να καταλάβω την καταδίκη του χρόνου, την εξαφάνιση, αυτό το
νυχτερινό φόβο και να κοιτάω αυτό το μισητό ρολόι που με ορίζει και σε
ορίζει και με πείθει πως ο χρόνος δεν περνά και δεν θα περάσει.
Διαισθάνομαι ότι οι μέρες κάθε φορά γίνονται όλο και πιο σύντομες
αποκτώντας μια ελεγειακή αξία κάποιων στιγμών χαράς. Ζω για μια στιγμή
ευτυχισμένης σιωπής. Για μια καλογραμμένη φράση, για ένα όμορφο
συναίσθημα. Η μνήμη σιωπηλή, απαιτητική, προσηλωμένη στην αλήθεια, δεν
μας δένει ποτέ.
Ο χρόνος είναι ένα τσεκούρι από μετάξι.
Δεν υπάρχει οξυγόνο για κανέναν μας. Και παρόλα αυτά κινούμαι , ζω και
τραγουδώ. Τίποτα το παντοτινό δεν ανέχεται το εφήμερο. Καμία αέναη
δύναμη δεν μπορεί να έρθει αντιμέτωπη με ένα ανυπέρβλητο φράγμα όπως
αυτό που έχεις υψώσει. Τα πάντα γίνονται φράσεις που υπάρχουν είτε στη
λογική είτε στα βιβλία. Και εμπεριέχουν αλήθειες μόνο όταν θέλουμε να
τις κάνουμε αληθινές. Κρύβουν καλά το παραμύθι μου. Υπόσχονται ευτυχία
και αγάπη. Τη στιγμή που η ζωή είναι πεπερασμένη μόνο εμείς μπορούμε να
την κάνουμε πραγματική, συγκεκριμένη και διάφανη. Αποφάσισε ήμαστε
ηθοποιοί ή κομπάρσοι. Τη ζωή τη νικάς ή σε νικάει.
Καμιά
φορά συλλογίζομαι το πόσο υπέροχη είναι η σκέψη ότι μερικές από τις πιο
ευτυχισμένες μας στιγμές δεν έχουν έρθει ακόμα. Σκέφτομαι ότι ίσως αυτό
που σήμερα δεν κατάφερε να γίνει και γέμισε την ψυχή μου με άγχος,
πίκρα και παράπονο, ίσως κάποια άλλη μέρα να πραγματοποιηθεί. Ίσως και
αύριο. Ίσως και όταν πια δεν θα έχει και τόση σημασία. Έμαθα φτάνοντας
στην Ιθάκη μου να μην ξεχνάω τις περιπέτειες και τους ανθρώπους που
άφησα στο πέρασμα μου. Είναι ωραίο να ταξιδεύεις ακόμα και αν είναι με
το νου.
Κάπου εκεί στα μισά της διαδρομής
πλησίασα έναν από τους θαυματοποιούς ‘’ Νομίζεις πώς είσαι κάποιος ;
‘’ η απάντηση ήρθε σχεδόν ξαφνική και παράξενη ‘’ Ναι , αλλά δεν ξέρω
ποιος.’’
‘’Τότε καλύτερα να πάψεις να το
πιστεύεις. Σε εμάς ήμαστε όλοι ίδιοι, τρωτοί, καθημερινοί, φθαρτοί.
Γνωστοί για λίγα μόνο χρόνια μεταξύ μας και άγνωστοι για τους αγνώστους.
‘’ Ίσως και να είχα νευριάσει.
‘’
Εδώ ζητάμε βοήθεια αλλά δεν δίνουμε. Ονειρευόμαστε για εμάς όχι για
εσένα. Παράγουμε μόνο λεφτά όχι ιδέες, οράματα και όνειρα. Δεν εκτιμάμε
τη σιωπή, θέλουμε την αυτοπροβολή και την βαβούρα. Το χτες χάνεται στο
αύριο που έρχεται . Εδώ είσαι ξένος. Κανείς μας δεν θα σε καταλάβει. Δεν
μας ενδιαφέρει. ‘’ Ίσως και να ήταν η αλήθεια μιας κάποιας δηθήνιας.
Ποτέ . Το είπες, το επανέλαβες, με
έπεισες. Δεν θες ποτέ να ξαναδείς το χαμόγελό μου. Ζητάς την ταπείνωση
κάποιων υψηλών συναισθημάτων που γέννησες και ύστερα εγκατέλειψες με
κυνική αλήθεια. Δεν ήταν παρά λέξεις και γραμμές. Αφοπλιστικές όλες
τους. Δεν θες να ξέρεις. Δεν σε ενδιαφέρει. Είμαι το τίποτα σου και
είσαι το πάντα μου. Μην με αφήνεις να χαθώ σε αυτά τα ποτέ. Πλέον δεν
με πονάνε τόσο. Ξέρω πώς να σηκωθώ και πώς να κρύψω την ελεγειακή μου
μελαγχολία.
Δεν διεκδικώ τίποτα πλέον από εσένα. Δεν
έχεις να μου δώσεις τίποτα άλλο παρά μια ζωή στο ψέμα και στη δηθένια.
Όχι’ θέλω φως , ομορφιά, χαμόγελο, ζωή. Θέλω να είμαι εγώ ο κανόνας και
το παιχνίδι. Το νήμα δεν θα το κινήσεις εσύ αυτή τη φορά. Μείνε εκεί.
Δεν θα πάρεις τίποτα άλλο. Απολύτως τίποτα. Το δίχως άλλο χωρίς καμία
αμφιβολία. Πάτα στο χώμα και άσε με να ζήσω το δικό μου όνειρο ενός
ιδανικού. Βρίσκεσαι χαμηλά. Ξεχνάς πως οι ψυχές είναι για να πετάνε ψηλά
, μακριά, να χάνονται και να πονούν . Προστατεύσου από τον πόνο και από
εμένα ,από την παιδικότητα, την αγνότητα και μπες στο παιχνίδι μιας
ανούσιας τιποτένιας υπόθεσης.
Άραγε, υπάρχει νικητής και χαμένος στις ανθρώπινες σχέσεις;
Μαρία Ξυπολοπούλου
Απο: antikleidi.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου