Aν γύριζα το χρόνο πίσω θα άφηνα...
τον ήλιο να τρυπώνει σε κάθε σημείο του σπιτιού μου.
Θα κοιμόμουν λιγότερες ώρες για να μη χάσω τα σούρουπα και τις αυγές.
Θα περπατούσα στη βροχή, θα φώλιαζα στις χούφτες μου λίγη από την πρωινή χειμωνιάτικη πάχνη.
Θα έτρωγα χιόνι. Αν γύριζα το χρόνο πίσω θα γελούσα περισσότερο.
Θα μάζευα τα δάκρυα των αγαπημένων μου σε ένα μπουκάλι και θα μου δρόσιζα το μέτωπο.
Θα τα έπινα στην υγειά τους.
Θα έγραφα γράμματα αγάπης στους μακρινούς μου φίλους κι όλα θα κατέληγαν «σας αγαπώ», «μου λείπετε», «ποτέ δε σας ξεχνώ»
Θα τους καλούσα για να τους δώσω από ένα κομμάτι μου.
Θα με τεμάχιζα για να μην με αποχωριστούν.
Θα έκοβα τα μαλλιά τους για να τους μυρίζω, να τους αισθάνομαι.
Θα έπινα από το ποτήρι τους, θα γλεντούσα στη χαρά τους, θα γινόμουν λιώμα στον πόνο τους. Αν γύριζα το χρόνο πίσω θα σε φιλούσα κάθε φορά που θα άφηνες το σπίτι για να πας στη δουλειά και τα βράδια θα σε αγκάλιαζα προτού κοιμηθείς.
Θα συγχωρούσα έναν εχθρό και θα καληνύχτιζα ένα φίλο.
Θα θύμωνα λιγότερο για να μη θρέφω τις ρυτίδες στο μέτωπό μου.
Θα μαλάκωνα τη γλώσσα μου και θα τραγουδούσα περισσότερο.
Θα φύτευα μηλιές, πορτοκαλιές και λεμονιές.
Θα μάζευα τους καρπούς τους. Αν γύριζα το χρόνο πίσω θα σύχναζα κάποια απογεύματα στα καφενεία με τους γέρους για να μου μάθουν κολτσίνα και τάβλι.
Θα τηγάνιζα κεφτέδες στο μαγέρικο της γιαγιάς μου και θα γινόμουν άσπρη από το αλεύρι.
Θα τους διάβαζα παραμύθια.
Θα μάζευα στη γειτονιά μου τα αδέσποτα για να τα ταΐσω.
Θα έκανα καντάδες στις ανύπαντρες και θα έστελνα ερωτικά ραβασάκια στις συντηρητικές και τις ανέραστες για να τις κοκκινίσω.
Θα έκανα έρωτα και θα τον άφηνα να με πηγαίνει όπου θέλει.
Θα ζωγράφιζα τον τοίχο της γριάς που είναι ερωτευμένη με το γέρος της και δε ντρέπεται.
Θα της χάριζα ένα αηδόνι σε χρυσό κλουβί για να της τραγουδάει, θα έφτιαχνα στεφάνια από λουλούδια να τα κρεμάσω στην πόρτα της. Αν γύριζα το χρόνο θα έδινα τα ρούχα μου σε αγνώστους στο δρόμο και την καλή κουβέρτα του γάμου μου στον τύπο που ξημερώνεται στο παγκάκι.
Θα του έχωνα σοκολάτες στις τσέπες κι ένα πουπουλένιο μαξιλάρι κάτω από το κεφάλι. Αν γύριζα το χρόνο πίσω θα έστελνα λουλούδια στην κοπέλα του αντικρινού μπαλκονιού. Μετά το ατύχημα δεν κυκλοφορεί έξω.
Θα της έραβα ένα ολοκαίνουριο φουστάνι και θα την πήγαινα στη θάλασσα.
Θα ζητούσα συγγνώμη από τα παιδιά μου για όλες τις φωνές κι ειδικότερα από κείνο το μικρό που μου έσπασε το τζάμι. Θα αγόραζα παγωτά σε όλη τη γειτονιά και θα τα τρώγαμε το βράδυ στην ταράτσα του σπιτιού μου.
Θα μετρούσαμε τα άστρα. Αν γύριζα το χρόνο πίσω θα έλεγα μόνο αλήθειες. Δε θα μετρούσα τις κουβέντες μου. Θα τις άφηνα να ακουστούν σαν πυροτεχνήματα ψηλά στον ουρανό.
Θα άρπαζα φωτιά σαν το ξερό το φύλλο. Δε θα σώπαινα, δε θα φοβόμουνα τα αναστρέψιμα. Αν γύριζα το χρόνο πίσω θα σκορπούσα ευκαιρίες στους ανθρώπους και παρηγορητικές κουβέντες, θα δοκίμαζα τα όρια και τις αντοχές μου.
Θα επέστρεφα στο χωριό μου για να κόψω ξύλα, να ταΐσω τα περιστέρια, να ξανακούσω τη φωνή της γιαγιάς μου, να θυμηθώ τη ντοπιολαλιά μου, να φάω υποβρύχιο, να πλυθώ στη σκάφη, να χορτάσω ζωή. Αν γύριζα το χρόνο πίσω θα περπατούσα περισσότερο.
Θα έπαιρνα τα βουνά και τις θάλασσες.
Θα κουβαλούσα την εξοχή στο σπίτι μου.
Θα μάζευα το φως και τα σύννεφα και θα τα κάρφωνα στο νταβάνι μου.
Θα γκρίνιαζα λιγότερο για τα μικρά κι ασήμαντα και θα παραδινόμουν στα μεγάλα και σημαντικά.
Σ’ εκείνα τα μοναδικά, τα περίεργα, τα φευγάτα και τα απλά, της δικής μου καθημερινότητας, τα ταιριασμένα στα δικά μου μέτρα στη δική μου περπατησιά.
Αν γύριζα το χρόνο πίσω θα γινόμουν ο κλέφτης του.
Όμως εγώ «είμαι μια μπουκιά στο στόμα της λιοπάρδαλης, της παρδαλής με τα φτερά που νυχτοπερπατά» κι όλο με ξεγελά, κι όλο μου ξεγλιστρά. Κι όλο λέω πως θα τα προφτάσω όλα πριν χρειαστεί να τον γυρίσω πίσω!
Γράφει η Αθηνά Τερζή
Aπο: anapnoes.gr
Aν
γύριζα το χρόνο πίσω θα άφηνα τον ήλιο να τρυπώνει σε κάθε σημείο του
σπιτιού μου. Θα κοιμόμουν λιγότερες ώρες για να μη χάσω τα σούρουπα και
τις αυγές. Θα περπατούσα στη βροχή, θα φώλιαζα στις χούφτες μου λίγη από
την πρωινή χειμωνιάτικη πάχνη. Θα έτρωγα χιόνι.
Αν γύριζα το χρόνο πίσω θα γελούσα περισσότερο. Θα μάζευα τα δάκρυα των αγαπημένων μου σε ένα μπουκάλι και θα μου δρόσιζα το μέτωπο. Θα τα έπινα στην υγειά τους. Θα έγραφα γράμματα αγάπης στους μακρινούς μου φίλους κι όλα θα κατέληγαν «σας αγαπώ», «μου λείπετε», «ποτέ δε σας ξεχνώ» Θα τους καλούσα για να τους δώσω από ένα κομμάτι μου. Θα με τεμάχιζα για να μην με αποχωριστούν. Θα έκοβα τα μαλλιά τους για να τους μυρίζω, να τους αισθάνομαι. Θα έπινα από το ποτήρι τους, θα γλεντούσα στη χαρά τους, θα γινόμουν λιώμα στον πόνο τους.
Αν γύριζα το χρόνο πίσω θα σε φιλούσα κάθε φορά που θα άφηνες το σπίτι για να πας στη δουλειά και τα βράδια θα σε αγκάλιαζα προτού κοιμηθείς. Θα συγχωρούσα έναν εχθρό και θα καληνύχτιζα ένα φίλο. Θα θύμωνα λιγότερο για να μη θρέφω τις ρυτίδες στο μέτωπό μου. Θα μαλάκωνα τη γλώσσα μου και θα τραγουδούσα περισσότερο. Θα φύτευα μηλιές, πορτοκαλιές και λεμονιές. Θα μάζευα τους καρπούς τους.
Αν γύριζα το χρόνο πίσω θα σύχναζα κάποια απογεύματα στα καφενεία με τους γέρους για να μου μάθουν κολτσίνα και τάβλι. Θα τηγάνιζα κεφτέδες στο μαγέρικο της γιαγιάς μου και θα γινόμουν άσπρη από το αλεύρι. Θα τους διάβαζα παραμύθια.
Θα μάζευα στη γειτονιά μου τα αδέσποτα για να τα ταΐσω.
Θα έκανα καντάδες στις ανύπαντρες και θα έστελνα ερωτικά ραβασάκια στις συντηρητικές και τις ανέραστες για να τις κοκκινίσω. Θα έκανα έρωτα και θα τον άφηνα να με πηγαίνει όπου θέλει. Θα ζωγράφιζα τον τοίχο της γριάς που είναι ερωτευμένη με το γέρος της και δε ντρέπεται. Θα της χάριζα ένα αηδόνι σε χρυσό κλουβί για να της τραγουδάει, θα έφτιαχνα στεφάνια από λουλούδια να τα κρεμάσω στην πόρτα της.
Αν γύριζα το χρόνο θα έδινα τα ρούχα μου σε αγνώστους στο δρόμο και την καλή κουβέρτα του γάμου μου στον τύπο που ξημερώνεται στο παγκάκι. Θα του έχωνα σοκολάτες στις τσέπες κι ένα πουπουλένιο μαξιλάρι κάτω από το κεφάλι.
Αν γύριζα το χρόνο πίσω θα έστελνα λουλούδια στην κοπέλα του αντικρινού μπαλκονιού. Μετά το ατύχημα δεν κυκλοφορεί έξω. Θα της έραβα ένα ολοκαίνουριο φουστάνι και θα την πήγαινα στη θάλασσα. Θα ζητούσα συγγνώμη από τα παιδιά μου για όλες τις φωνές κι ειδικότερα από κείνο το μικρό που μου έσπασε το τζάμι. Θα αγόραζα παγωτά σε όλη τη γειτονιά και θα τα τρώγαμε το βράδυ στην ταράτσα του σπιτιού μου. Θα μετρούσαμε τα άστρα.
Αν γύριζα το χρόνο πίσω θα έλεγα μόνο αλήθειες. Δε θα μετρούσα τις κουβέντες μου. Θα τις άφηνα να ακουστούν σαν πυροτεχνήματα ψηλά στον ουρανό. Θα άρπαζα φωτιά σαν το ξερό το φύλλο. Δε θα σώπαινα, δε θα φοβόμουνα τα αναστρέψιμα.
Αν γύριζα το χρόνο πίσω θα σκορπούσα ευκαιρίες στους ανθρώπους και παρηγορητικές κουβέντες, θα δοκίμαζα τα όρια και τις αντοχές μου. Θα επέστρεφα στο χωριό μου για να κόψω ξύλα, να ταΐσω τα περιστέρια, να ξανακούσω τη φωνή της γιαγιάς μου, να θυμηθώ τη ντοπιολαλιά μου, να φάω υποβρύχιο, να πλυθώ στη σκάφη, να χορτάσω ζωή.
Αν γύριζα το χρόνο πίσω θα περπατούσα περισσότερο. Θα έπαιρνα τα βουνά και τις θάλασσες. Θα κουβαλούσα την εξοχή στο σπίτι μου. Θα μάζευα το φως και τα σύννεφα και θα τα κάρφωνα στο νταβάνι μου. Θα γκρίνιαζα λιγότερο για τα μικρά κι ασήμαντα και θα παραδινόμουν στα μεγάλα και σημαντικά.
Σ’ εκείνα τα μοναδικά, τα περίεργα, τα φευγάτα και τα απλά, της δικής μου καθημερινότητας, τα ταιριασμένα στα δικά μου μέτρα στη δική μου περπατησιά. Αν γύριζα το χρόνο πίσω θα γινόμουν ο κλέφτης του. Όμως εγώ «είμαι μια μπουκιά στο στόμα της λιοπάρδαλης, της παρδαλής με τα φτερά που νυχτοπερπατά» κι όλο με ξεγελά, κι όλο μου ξεγλιστρά.
Κι όλο λέω πως θα τα προφτάσω όλα πριν χρειαστεί να τον γυρίσω πίσω!
Γράφει η Αθηνά Τερζή.
Αν γύριζα το χρόνο πίσω θα γελούσα περισσότερο. Θα μάζευα τα δάκρυα των αγαπημένων μου σε ένα μπουκάλι και θα μου δρόσιζα το μέτωπο. Θα τα έπινα στην υγειά τους. Θα έγραφα γράμματα αγάπης στους μακρινούς μου φίλους κι όλα θα κατέληγαν «σας αγαπώ», «μου λείπετε», «ποτέ δε σας ξεχνώ» Θα τους καλούσα για να τους δώσω από ένα κομμάτι μου. Θα με τεμάχιζα για να μην με αποχωριστούν. Θα έκοβα τα μαλλιά τους για να τους μυρίζω, να τους αισθάνομαι. Θα έπινα από το ποτήρι τους, θα γλεντούσα στη χαρά τους, θα γινόμουν λιώμα στον πόνο τους.
Αν γύριζα το χρόνο πίσω θα σε φιλούσα κάθε φορά που θα άφηνες το σπίτι για να πας στη δουλειά και τα βράδια θα σε αγκάλιαζα προτού κοιμηθείς. Θα συγχωρούσα έναν εχθρό και θα καληνύχτιζα ένα φίλο. Θα θύμωνα λιγότερο για να μη θρέφω τις ρυτίδες στο μέτωπό μου. Θα μαλάκωνα τη γλώσσα μου και θα τραγουδούσα περισσότερο. Θα φύτευα μηλιές, πορτοκαλιές και λεμονιές. Θα μάζευα τους καρπούς τους.
Αν γύριζα το χρόνο πίσω θα σύχναζα κάποια απογεύματα στα καφενεία με τους γέρους για να μου μάθουν κολτσίνα και τάβλι. Θα τηγάνιζα κεφτέδες στο μαγέρικο της γιαγιάς μου και θα γινόμουν άσπρη από το αλεύρι. Θα τους διάβαζα παραμύθια.
Θα μάζευα στη γειτονιά μου τα αδέσποτα για να τα ταΐσω.
Θα έκανα καντάδες στις ανύπαντρες και θα έστελνα ερωτικά ραβασάκια στις συντηρητικές και τις ανέραστες για να τις κοκκινίσω. Θα έκανα έρωτα και θα τον άφηνα να με πηγαίνει όπου θέλει. Θα ζωγράφιζα τον τοίχο της γριάς που είναι ερωτευμένη με το γέρος της και δε ντρέπεται. Θα της χάριζα ένα αηδόνι σε χρυσό κλουβί για να της τραγουδάει, θα έφτιαχνα στεφάνια από λουλούδια να τα κρεμάσω στην πόρτα της.
Αν γύριζα το χρόνο θα έδινα τα ρούχα μου σε αγνώστους στο δρόμο και την καλή κουβέρτα του γάμου μου στον τύπο που ξημερώνεται στο παγκάκι. Θα του έχωνα σοκολάτες στις τσέπες κι ένα πουπουλένιο μαξιλάρι κάτω από το κεφάλι.
Αν γύριζα το χρόνο πίσω θα έστελνα λουλούδια στην κοπέλα του αντικρινού μπαλκονιού. Μετά το ατύχημα δεν κυκλοφορεί έξω. Θα της έραβα ένα ολοκαίνουριο φουστάνι και θα την πήγαινα στη θάλασσα. Θα ζητούσα συγγνώμη από τα παιδιά μου για όλες τις φωνές κι ειδικότερα από κείνο το μικρό που μου έσπασε το τζάμι. Θα αγόραζα παγωτά σε όλη τη γειτονιά και θα τα τρώγαμε το βράδυ στην ταράτσα του σπιτιού μου. Θα μετρούσαμε τα άστρα.
Αν γύριζα το χρόνο πίσω θα έλεγα μόνο αλήθειες. Δε θα μετρούσα τις κουβέντες μου. Θα τις άφηνα να ακουστούν σαν πυροτεχνήματα ψηλά στον ουρανό. Θα άρπαζα φωτιά σαν το ξερό το φύλλο. Δε θα σώπαινα, δε θα φοβόμουνα τα αναστρέψιμα.
Αν γύριζα το χρόνο πίσω θα σκορπούσα ευκαιρίες στους ανθρώπους και παρηγορητικές κουβέντες, θα δοκίμαζα τα όρια και τις αντοχές μου. Θα επέστρεφα στο χωριό μου για να κόψω ξύλα, να ταΐσω τα περιστέρια, να ξανακούσω τη φωνή της γιαγιάς μου, να θυμηθώ τη ντοπιολαλιά μου, να φάω υποβρύχιο, να πλυθώ στη σκάφη, να χορτάσω ζωή.
Αν γύριζα το χρόνο πίσω θα περπατούσα περισσότερο. Θα έπαιρνα τα βουνά και τις θάλασσες. Θα κουβαλούσα την εξοχή στο σπίτι μου. Θα μάζευα το φως και τα σύννεφα και θα τα κάρφωνα στο νταβάνι μου. Θα γκρίνιαζα λιγότερο για τα μικρά κι ασήμαντα και θα παραδινόμουν στα μεγάλα και σημαντικά.
Σ’ εκείνα τα μοναδικά, τα περίεργα, τα φευγάτα και τα απλά, της δικής μου καθημερινότητας, τα ταιριασμένα στα δικά μου μέτρα στη δική μου περπατησιά. Αν γύριζα το χρόνο πίσω θα γινόμουν ο κλέφτης του. Όμως εγώ «είμαι μια μπουκιά στο στόμα της λιοπάρδαλης, της παρδαλής με τα φτερά που νυχτοπερπατά» κι όλο με ξεγελά, κι όλο μου ξεγλιστρά.
Κι όλο λέω πως θα τα προφτάσω όλα πριν χρειαστεί να τον γυρίσω πίσω!
Γράφει η Αθηνά Τερζή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου