Μύθος αποδεικνύεται η εκτίμηση πως το κόστος ζωής στην Ελλάδα έχει
υποχωρήσει. Ακόμα και σήμερα, είμαστε «ακριβότεροι» στις τιμές σε σχέση
με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ενώ το διαθέσιμο εισόδημα των Ελλήνων έχει
συρρικνωθεί σημαντικά. Ετσι, σήμερα, έπειτα από μια εξαετία ύφεσης,
ακόμα και ένα «έξυπνο» κινητό τηλέφωνο ή ένα λίτρο βενζίνης πωλείται
-έστω οριακά- ακριβότερα στην Ελλάδα σε σύγκριση με άλλες χώρες. Η
πραγματικότητα, δε, είναι πιο σκληρή, καθώς σε επίπεδο απόλυτων τιμών η
σύγκριση για αρκετά προϊόντα και υπηρεσίες αποκαλύπτει πως στη χώρα μας
εξακολουθούν να υπάρχουν μερικές από τις ακριβότερες τιμές.
Στην Ελλάδα παρατηρείται το εξής παράδοξο: ενώ ο πληθωρισμός εμφανίζεται αρνητικός για 32 συνεχόμενους μήνες, η μείωση των τιμών που αντικατοπτρίζει υπολείπεται πολύ των μειώσεων στο μέσο ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών.
Ενώ δηλαδή οι τιμές μειώνονται οριακά μετά το 2013, το διαθέσιμο εισόδημα μειώνεται από το 2008 και μετά κατά 6,7% ετησίως, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ. Βρίσκεται σήμερα στα 17.448 ευρώ, πολύ χαμηλότερα από τον μέσο όρο των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ που είναι στα 24.339 ευρώ. Κατατάσσεται δηλαδή μόλις στην 27η θέση μεταξύ των 36 χωρών-μελών του Οργανισμού και πολύ χαμηλότερα από άλλες χώρες του ευρωπαϊκού νότου, όπως η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Ιταλία.
Πρακτικά το διαθέσιμο εισόδημα εμφανίζεται να έχει μειωθεί την τελευταία 7ετία με διπλάσιους σχεδόν ρυθμούς από αυτούς της ύφεσης, ελέω ανεργίας και υπερφορολόγησης. Εάν μάλιστα αναλογιστεί κανείς πως μεγάλο μέρος του αποπληθωρισμού στην Ελλάδα αποτελεί προϊόν της υποχώρησης των τιμών του πετρελαίου και όχι δομική αποκλιμάκωση, τότε γίνεται ευκολότερα αντιληπτό πως ελάχιστα πράγματα έχουν γίνει πιο προσιτά.
Επιπλέον δεν έχουν υποχωρήσει όλες οι τιμές στην Ελλάδα. Και ακόμα και εκεί που έχουν υποχωρήσει συχνά εμφανίζονται ακόμα υψηλότερες σε σχέση με άλλες συγκρίσιμες ευρωπαϊκές χώρες. Για παράδειγμα ένα κιλό αλεύρι στην Ισπανία κοστίσει 1,03 ευρώ όταν στην Ελλάδα αποτιμάται 1,25 ευρώ σύμφωνα με τα στοιχεία της τριμηνιαίας έκθεσης του Ινστιτούτου Ερευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ) που έγινε τον Οκτώβριο του 2015. Το ίδιο συμβαίνει και με το ψωμί για τοστ που στην Ελλάδα εμφανίζεται ακριβότερο από την Ισπανία αλλά και από τη Γερμανία.
Ενα iPhone 6s χωρητικότητας 16gb στην Ελλάδα κοστίζει 789 ευρώ έναντι 739 ευρώ στη Γερμανία, την Πορτογαλία και την Αυστρία, 749 ευρώ στη Γαλλία και 770 ευρώ στην Ιταλία. Είναι δηλαδή ακριβότερο από ό,τι σε χώρες με σημαντικά υψηλότερο κατά κεφαλήν διαθέσιμο εισόδημα. Το ίδιο συμβαίνει και με τα αυτοκίνητα.
Ενδεικτικές τιμές από το Διαδίκτυο για ένα καινούργιο Volkswagen Golf 1.400 κυβικών εκατοστών βασικού εξοπλισμού δείχνουν πως αυτό κοστίζει περί τα 21.250 ευρώ στην Ελλάδα, έναντι 19.000 ευρώ στη Γαλλία, 20.000 ευρώ στην Ιταλία, 19.500 ευρώ στην Ισπανία και 18.500 ευρώ στη Γερμανία, σύμφωνα με τα στοιχεία της Numbeo, οργανισμό που συλλέγει μαζικά και καταγράφει τέτοια δεδομένα παγκοσμίως τα οποία και χρησιμοποιούν μεγάλοι ανεξάρτητοι οργανισμοί ενημέρωσης.
Οριακά φθηνότερη εμφανίζεται η Ελλάδα σε σχέση με χώρες όπως η Γερμανία, η Γαλλία αλλά και η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Αυστρία σε κάποια άλλα βασικά προϊόντα.
Οπως για παράδειγμα ένα παντελόνι τζιν Levis 501 ή εφάμιλλο ή ένα καλοκαιρινό γυναίκειο φόρεμα H&M ή Zara, εμπορικά σήματα που διατίθενται πανευρωπαϊκά. Ομως σε άλλα προϊόντα που απορροφούν σημαντικότατο κομμάτι του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών αλλά και των επιχειρηματικών δαπανών η Ελλάδα παραμένει ακριβότερη.
Δουλεύουν περισσότερο, αμείβονται λιγότερο
Τι γίνεται όμως με τις τιμές στο κρίσιμο μέτωπο της ενέργειας; Σύμφωνα με στοιχεία από το πανευρωπαϊκό παρατηρητήριο τιμών, fuel-prices-europe.info, στις αρχές της εβδομάδας ένα λίτρο αμόλυβδης βενζίνης 95 οκτανίων κόστιζε στην Ελλάδα 1,398 ευρώ. Ηταν δηλαδή η 12η ακριβότερη χώρα μεταξύ των 56 συνολικά ευρωπαϊκών και άλλων χωρών που παρακολουθεί ο εν λόγω οργανισμός. Παράλληλα, στην Ισπανία η ίδια βενζίνη κόστιζε 1,179 ευρώ, στη Γερμανία 1,349 ευρώ, στη Γαλλία 1,307 ευρώ και στην Αυστρία μόλις 1,059 ευρώ. Εδώ η φορολογική αντιμετώπιση των καυσίμων σε κάθε χώρα εμφανώς επηρεάζει τα επίπεδα τιμών. Για σύγκριση αρκεί να αναφερθεί πως στις ΗΠΑ ένα λίτρο αμόλυβδης κοστίζει 0,518 ευρώ, στη Ρωσία 0,537 και στη Σαουδική Αραβία 0,113 ευρώ...
Ενδιαφέρον ίσως έχει και ο λεγόμενος δείκτης The Big Mac index που συγκρότησε το 1986 το περιοδικό The Economist και ο οποίος παρακολουθεί τις τιμές του συγκεκριμένου προϊόντος σταθμισμένες σε ισοτιμία αγοραστικής δύναμης (PPP). H Ελλάδα βρίσκεται στα 3,05 ευρώ έναντι ευρωπαϊκού μέσου όρου 3,7 ευρώ, έναντι 3,00 ευρώ στην Πορτογαλία και 2,95 ευρώ στην Εσθονία.
Τα πράγματα όμως αποκτούν ακόμα πιο δυσοίωνη χροιά για το επίπεδο διαβίωσης στην Ελλάδα εάν συνυπολογιστούν και άλλες παράμετροι όπως η ένταση εργασίας και η απόδοσή της. Ενας εργαζόμενος στην Αθήνα αμείβεται με λιγότερο από ένα τρίτο όσων θα κέρδιζε εάν εργαζόταν στη Νέα Υόρκη. Ομως το κόστος διαβίωσης στην Ελλάδα ισούται με τα δύο τρίτα αυτού της αμερικανικής μητρόπολης. Εργάζεται δε ετησίως για να κερδίσει αυτά τα εισοδήματα περισσότερο απ’ ό,τι ένας Γερμανός που ζει στη Φρανκφούρτη, και λαμβάνει πέντε εργάσιμες μέρες τον χρόνο λιγότερη άδεια απ’ ό,τι εάν εργαζόταν στη γερμανική τραπεζική πρωτεύουσα.
Αυτά προκύπτουν από μελέτη της ελβετικής επενδυτικής τράπεζας UBS με τίτλο «Prices & Earnings 2015» που συνέταξε η μονάδα Wealth Management. Κατ’ ουσίαν η ετήσια μελέτη, η 16η του οίκου, μετράει διαθέσιμο εισόδημα και αγοραστική δύναμη, τα συγκρίνει διεθνώς και παρέχει κάποιους ποσοτικούς δείκτες που επηρεάζουν τη συνολικότερη ποιότητα ζωής. Με βάση αυτά τα δεδομένα της UBS ο μέσος Αθηναίος δουλεύει περισσότερο και από κάποιον που κατοικεί στη Λισσαβώνα, το Δουβλίνο, τη Μαδρίτη ή τη Ρώμη, όλες χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας.
Ηλίας Μπέλλος
Στην Ελλάδα παρατηρείται το εξής παράδοξο: ενώ ο πληθωρισμός εμφανίζεται αρνητικός για 32 συνεχόμενους μήνες, η μείωση των τιμών που αντικατοπτρίζει υπολείπεται πολύ των μειώσεων στο μέσο ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών.
Ενώ δηλαδή οι τιμές μειώνονται οριακά μετά το 2013, το διαθέσιμο εισόδημα μειώνεται από το 2008 και μετά κατά 6,7% ετησίως, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ. Βρίσκεται σήμερα στα 17.448 ευρώ, πολύ χαμηλότερα από τον μέσο όρο των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ που είναι στα 24.339 ευρώ. Κατατάσσεται δηλαδή μόλις στην 27η θέση μεταξύ των 36 χωρών-μελών του Οργανισμού και πολύ χαμηλότερα από άλλες χώρες του ευρωπαϊκού νότου, όπως η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Ιταλία.
Πρακτικά το διαθέσιμο εισόδημα εμφανίζεται να έχει μειωθεί την τελευταία 7ετία με διπλάσιους σχεδόν ρυθμούς από αυτούς της ύφεσης, ελέω ανεργίας και υπερφορολόγησης. Εάν μάλιστα αναλογιστεί κανείς πως μεγάλο μέρος του αποπληθωρισμού στην Ελλάδα αποτελεί προϊόν της υποχώρησης των τιμών του πετρελαίου και όχι δομική αποκλιμάκωση, τότε γίνεται ευκολότερα αντιληπτό πως ελάχιστα πράγματα έχουν γίνει πιο προσιτά.
Επιπλέον δεν έχουν υποχωρήσει όλες οι τιμές στην Ελλάδα. Και ακόμα και εκεί που έχουν υποχωρήσει συχνά εμφανίζονται ακόμα υψηλότερες σε σχέση με άλλες συγκρίσιμες ευρωπαϊκές χώρες. Για παράδειγμα ένα κιλό αλεύρι στην Ισπανία κοστίσει 1,03 ευρώ όταν στην Ελλάδα αποτιμάται 1,25 ευρώ σύμφωνα με τα στοιχεία της τριμηνιαίας έκθεσης του Ινστιτούτου Ερευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ) που έγινε τον Οκτώβριο του 2015. Το ίδιο συμβαίνει και με το ψωμί για τοστ που στην Ελλάδα εμφανίζεται ακριβότερο από την Ισπανία αλλά και από τη Γερμανία.
Ενα iPhone 6s χωρητικότητας 16gb στην Ελλάδα κοστίζει 789 ευρώ έναντι 739 ευρώ στη Γερμανία, την Πορτογαλία και την Αυστρία, 749 ευρώ στη Γαλλία και 770 ευρώ στην Ιταλία. Είναι δηλαδή ακριβότερο από ό,τι σε χώρες με σημαντικά υψηλότερο κατά κεφαλήν διαθέσιμο εισόδημα. Το ίδιο συμβαίνει και με τα αυτοκίνητα.
Ενδεικτικές τιμές από το Διαδίκτυο για ένα καινούργιο Volkswagen Golf 1.400 κυβικών εκατοστών βασικού εξοπλισμού δείχνουν πως αυτό κοστίζει περί τα 21.250 ευρώ στην Ελλάδα, έναντι 19.000 ευρώ στη Γαλλία, 20.000 ευρώ στην Ιταλία, 19.500 ευρώ στην Ισπανία και 18.500 ευρώ στη Γερμανία, σύμφωνα με τα στοιχεία της Numbeo, οργανισμό που συλλέγει μαζικά και καταγράφει τέτοια δεδομένα παγκοσμίως τα οποία και χρησιμοποιούν μεγάλοι ανεξάρτητοι οργανισμοί ενημέρωσης.
Οριακά φθηνότερη εμφανίζεται η Ελλάδα σε σχέση με χώρες όπως η Γερμανία, η Γαλλία αλλά και η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Αυστρία σε κάποια άλλα βασικά προϊόντα.
Οπως για παράδειγμα ένα παντελόνι τζιν Levis 501 ή εφάμιλλο ή ένα καλοκαιρινό γυναίκειο φόρεμα H&M ή Zara, εμπορικά σήματα που διατίθενται πανευρωπαϊκά. Ομως σε άλλα προϊόντα που απορροφούν σημαντικότατο κομμάτι του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών αλλά και των επιχειρηματικών δαπανών η Ελλάδα παραμένει ακριβότερη.
Δουλεύουν περισσότερο, αμείβονται λιγότερο
Τι γίνεται όμως με τις τιμές στο κρίσιμο μέτωπο της ενέργειας; Σύμφωνα με στοιχεία από το πανευρωπαϊκό παρατηρητήριο τιμών, fuel-prices-europe.info, στις αρχές της εβδομάδας ένα λίτρο αμόλυβδης βενζίνης 95 οκτανίων κόστιζε στην Ελλάδα 1,398 ευρώ. Ηταν δηλαδή η 12η ακριβότερη χώρα μεταξύ των 56 συνολικά ευρωπαϊκών και άλλων χωρών που παρακολουθεί ο εν λόγω οργανισμός. Παράλληλα, στην Ισπανία η ίδια βενζίνη κόστιζε 1,179 ευρώ, στη Γερμανία 1,349 ευρώ, στη Γαλλία 1,307 ευρώ και στην Αυστρία μόλις 1,059 ευρώ. Εδώ η φορολογική αντιμετώπιση των καυσίμων σε κάθε χώρα εμφανώς επηρεάζει τα επίπεδα τιμών. Για σύγκριση αρκεί να αναφερθεί πως στις ΗΠΑ ένα λίτρο αμόλυβδης κοστίζει 0,518 ευρώ, στη Ρωσία 0,537 και στη Σαουδική Αραβία 0,113 ευρώ...
Ενδιαφέρον ίσως έχει και ο λεγόμενος δείκτης The Big Mac index που συγκρότησε το 1986 το περιοδικό The Economist και ο οποίος παρακολουθεί τις τιμές του συγκεκριμένου προϊόντος σταθμισμένες σε ισοτιμία αγοραστικής δύναμης (PPP). H Ελλάδα βρίσκεται στα 3,05 ευρώ έναντι ευρωπαϊκού μέσου όρου 3,7 ευρώ, έναντι 3,00 ευρώ στην Πορτογαλία και 2,95 ευρώ στην Εσθονία.
Τα πράγματα όμως αποκτούν ακόμα πιο δυσοίωνη χροιά για το επίπεδο διαβίωσης στην Ελλάδα εάν συνυπολογιστούν και άλλες παράμετροι όπως η ένταση εργασίας και η απόδοσή της. Ενας εργαζόμενος στην Αθήνα αμείβεται με λιγότερο από ένα τρίτο όσων θα κέρδιζε εάν εργαζόταν στη Νέα Υόρκη. Ομως το κόστος διαβίωσης στην Ελλάδα ισούται με τα δύο τρίτα αυτού της αμερικανικής μητρόπολης. Εργάζεται δε ετησίως για να κερδίσει αυτά τα εισοδήματα περισσότερο απ’ ό,τι ένας Γερμανός που ζει στη Φρανκφούρτη, και λαμβάνει πέντε εργάσιμες μέρες τον χρόνο λιγότερη άδεια απ’ ό,τι εάν εργαζόταν στη γερμανική τραπεζική πρωτεύουσα.
Αυτά προκύπτουν από μελέτη της ελβετικής επενδυτικής τράπεζας UBS με τίτλο «Prices & Earnings 2015» που συνέταξε η μονάδα Wealth Management. Κατ’ ουσίαν η ετήσια μελέτη, η 16η του οίκου, μετράει διαθέσιμο εισόδημα και αγοραστική δύναμη, τα συγκρίνει διεθνώς και παρέχει κάποιους ποσοτικούς δείκτες που επηρεάζουν τη συνολικότερη ποιότητα ζωής. Με βάση αυτά τα δεδομένα της UBS ο μέσος Αθηναίος δουλεύει περισσότερο και από κάποιον που κατοικεί στη Λισσαβώνα, το Δουβλίνο, τη Μαδρίτη ή τη Ρώμη, όλες χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας.
Ηλίας Μπέλλος
Απο: kathimerini.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου