Του Γκικα Μαναλη
Η ελληνική οικονομία αυτή τη στιγμή έχει να αντιμετωπίσει, μεταξύ άλλων, δύο κομβικής σημασίας θέματα.
Το πρώτο αφορά τις αποκρατικοποιήσεις, οι οποίες έχουν αναδειχθεί σε μείζον θέμα από την τρόικα. Το δεύτερο την ανακεφαλαιοποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε παρατεταμένη ύφεση και τα τελευταία τέσσερα χρόνια το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν έχει ήδη μειωθεί κατά 19% περίπου, ενώ μόνο για φέτος η μείωση αναμένεται να φθάσει περίπου το 7%.
Στον τομέα του δημοσιονομικού ελλείμματος έχουν γίνει επίπονες προσπάθειες, με μεγάλο κόστος για την ελληνική κοινωνία. Το πρωτογενές έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης έχει μειωθεί κατά 19,4 δισ. ευρώ τα τελευταία 2 χρόνια. Παρ’ όλα αυτά η ελληνική οικονομία συνεχίζει να παρουσιάζει πρωτογενή ελλείμματα, που για φέτος εκτιμάται ότι θα είναι μεταξύ 1-2% του ΑΕΠ. Αν όλα πάνε καλά, η χώρα θα επιστρέψει σε πρωτογενή πλεονάσματα από το 2013 και μετά.
Μέσα σε αυτό το έντονα υφεσιακό περιβάλλον το Δημόσιο Χρέος της χώρας το 2011 διαμορφώθηκε στο 165% για να μειωθεί στο 136% στο τέλος Μαρτίου μετά την εφαρμογή του PSI+ και αναμένεται να διαμορφωθεί σε χαμηλότερα επίπεδα του 120% το 2020.
Αν η χώρα θέλει να διατηρήσει τις πιθανότητες για ανάκαμψη της οικονομίας, η πολιτική σταθερότητα είναι η βασική προϋπόθεση. Η κυβέρνηση συνεργασίας που σχηματίσθηκε έθεσε ως προτεραιότητες την παραμονή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ενωση, την τήρηση των υποχρεώσεων της χώρας όπως προκύπτουν από τη συμφωνία με την Ε.Ε. και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την επαναδιαπραγμάτευση κάποιων από τους όρους του μνημονίου όπως τη μείωση των επιτοκίων δανεισμού και την παράταση του χρόνου αποπληρωμής.
Εξετάζοντας την πορεία των αποκρατικοποιήσεων της χώρας παρατηρούμε ότι στην πράξη αποδεικνύονται ως μια αργή και επίπονη διαδικασία. Ο στόχος του είναι να συγκεντρώσει 50 δισεκατομμύρια ευρώ όπως αναφέρεται στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Προσαρμογής. Στις περισσότερες περιπτώσεις για να ωριμάσει ένα έργο και να είναι έτοιμο για να βγει στην αγορά απαιτείται μεγάλος χρόνος προετοιμασίας γεγονός που επιμηκύνει την όλη διαδικασία.
Αρνητικά επίσης στην όλη διαδικασία έχουν επιδράσει τόσο το κακό κλίμα στις διεθνείς αγορές όσο και η πολιτική αβεβαιότητα που επικράτησε όλο το προηγούμενο διάστημα στη χώρα μας, τα οποία σε συνδυασμό με τη διαδικασία υλοποίησης του PSI+ επιβράδυναν σημαντικά τις προσπάθειες ανεύρεσης κατάλληλων επενδυτών για τα προς πώληση περιουσιακά στοιχεία αλλά και την επίτευξη μιας αποδεκτής τιμής.
Οσον αφορά τα προβλήματα του τραπεζικού κλάδου της χώρας, οι τράπεζες στην Ελλάδα αντιμετωπίζουν βασικά προβλήματα όπως η μείωση των χορηγούμενων δανείων και το μεγάλο πλήγμα που δέχθηκαν από τις μαζικές αναλήψεις καταθέσεων. Επιπλέον, λόγω της συνεχιζόμενης οικονομικής ύφεσης τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια το 2014 αναμένεται να ανέλθουν πάνω από το 20%. Σημειώνεται ότι παρατηρώντας άλλες χώρες που εμφάνισαν ανάλογα προβλήματα, ο δείκτης αυτός υπερέβη και το 30%. Φυσικό αποτέλεσμα των παραπάνω ήταν ο υπερδιπλασιασμός του δείκτη των προβλέψεων που έχουν σχηματισθεί σαν ποσοστό των χορηγηθέντων δανείων.
Ο συνδυασμός αυτών των στοιχείων είχε σαν αποτέλεσμα την ανάγκη ενίσχυσης της ρευστότητας των τραπεζών από την ΕΚΤ και τον Μηχανισμό Παροχής Εκτακτης Ρευστότητας (ELA) της Τραπέζης της Ελλάδος. Τα αποτελέσματα των τραπεζών επιβαρύνθηκαν ακόμα περισσότερο εξαιτίας του PSI+.
Για να επιτευχθούν από τις τράπεζες οι στόχοι της κεφαλαιακής επάρκειας που έχουν τεθεί, το τραπεζικό σύστημα έχει ανάγκη σημαντικής κεφαλαιακής ενίσχυσης η οποία στις παρούσες συνθήκες οικονομικής ύφεσης θα μπορεί να πραγματοποιηθεί κυρίως μέσω των κεφαλαίων του ΤΧΣ. Η ανακεφαλαιοποίηση τροφοδοτεί με ρευστότητα τις τράπεζες αλλά δεν εξασφαλίζει τη ζητούμενη ανάπτυξη της χώρας.
Συνοψίζοντας, είναι αναπόφευκτο το ερώτημα κατά πόσο οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα μπορούν να αντιμετωπισθούν. Η απάντηση είναι δύσκολη και ο δρόμος μπροστά μας είναι δύσβατος και ανηφορικός. Κάποια ελάχιστα σημάδια αισιοδοξίας θα ήταν δυνατό να θεωρηθούν αφενός η άρση της πολιτικής αβεβαιότητας και η συμπερίληψη των μεταρρυθμίσεων και των αποκρατικοποιήσεων στους πρωταρχικούς στόχους της ακολουθούμενης πολιτικής, οι οποίοι αποτελούν προαπαιτούμενα για την όποια προσπάθεια επαναδιαπραγμάτευσης του Μνημονίου.
* Μέλος του Συμβουλίου Εμπειρογνωμόνων του Ταμείου Αποκρατικοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου (ΤΑΙΠΕΔ) και διδάσκων καθηγητής στο Τμήμα Τραπεζικής και Χρηματοοικονομικής Διοίκησης του Διεθνούς Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Το άρθρο βασίζεται σε ομιλία του γράφοντος στο συνέδριο «The 2012 Banks Conference» που πραγματοποιήθηκε στο Λονδίνο.
Aπo:kathimerini
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου