Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2012

ΣΤΟ 22,9% Ο ΔΕΙΚΤΗΣ ΤΗΣ ΑΠΟΛΥΤΗΣ ΦΤΩΧΕΙΑΣ

Ρεπορτάζ : Χριστίνα Κοψίνη (από την Καθημερινή)
 

«Στα όρια της φτώχειας το 21% του πληθυσμού» γράφουν οι χθεσινοί τίτλοι των εφημερίδων. Αν ληφθεί υπόψη ότι πριν από το 2010 το ποσοστό φτώχειας δεν ήταν χαμηλότερο του 20% τότε, ίσως η αύξηση... 








δεν είναι δραματική. Τι συμβαίνει; Μήπως η στατιστική των γενικών μέσων όρων δεν αποδίδει την πραγματική εικόνα και πρέπει να εξεταστεί η τάση όχι μόνο στη σχετική αλλά και στην απόλυτη φτώχεια; Κι ακόμη, μήπως λειτουργεί παραπλανητικά η εστίαση της προσοχής σε στοιχεία με έτος αναφοράς το 2010, αρκετά πριν από τις μεγάλες μειώσεις που ακολούθησαν σε συντάξεις και μισθούς και πριν γίνουν αισθητές οι επιπτώσεις τους στα νοικοκυριά; Αν όντως ισχύουν όλα αυτά σε ποια έκταση υπολογίζεται εν τέλει ο δείκτης - φτώχεια στην ελληνική κοινωνία; Οι απαντήσεις που δίδει σε αυτά τα ερωτήματα το Παρατηρητήριο Οικονομικών και Κοινωνικών Εξελίξεων του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ φωτίζουν από μια άλλη σκοπιά το θέμα: Πράγματι «ο ευρέως χρησιμοποιούμενος δείκτης σχετικής φτώχειας, ο οποίος αναφέρεται στο ποσοστό του πληθυσμού του οποίου το διαθέσιμο εισόδημά βρίσκεται κάτω από το 60% του αντίστοιχου διάμεσου εισοδήματος των κατοίκων της χώρας, αυξήθηκε από 19,7% το 2008 σε 21,4% το 2010». Ωστόσο, ο δείκτης αυτός δεν μπορεί να αποτυπώσει πλήρως την επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης στη χώρα, καθώς εμφανίζει τάση μείωσης όταν μειώνονται τα εισοδήματα των μεσαίων στρωμάτων, όπως συνέβη στην Ελλάδα το 2010. Περισσότερο ενδεικτικός για την αποτύπωση των συνθηκών διαβίωσης είναι ο δείκτης απόλυτης φτώχειας, που υπολογίζεται με βάση ένα διαχρονικά σταθερό (σε όρους πραγματικής αγοραστικής δύναμης) όριο φτώχειας. Ετσι, χρησιμοποιώντας ως διαχρονικά σταθερό όριο φτώχειας αυτό που υπολογίστηκε με βάση την έρευνα του 2005, διαπιστώνεται σημαντική αύξηση της απόλυτης φτώχειας από 16,4% το 2008 σε 22,9% το 2010. «Σημαντική είναι και η επιδείνωση που καταγράφεται στο χάσμα (ή βάθος) φτώχειας το οποίο αυξήθηκε από 24,1% το 2008 σε 26,1% το 2010». Αυτό σημαίνει ότι το 2010 ένας στους δύο φτωχούς διέθετε ισοδύναμο εισόδημα χαμηλότερο από το 73,9% του ορίου φτώχειας, δηλαδή μικρότερο από 4.871 ευρώ ετησίως. Ομως ο δείκτης που εκτινάσσεται στα ύψη είναι το ποσοστό φτώχειας των ανέργων. Από 37,9% το 2008 σε 44,2% το 2010. Με βάση τα πλέον πρόσφατα διαθέσιμα δεδομένα (έρευνα του 2011), η Ελλάδα παρουσίασε το 2010 το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό φτώχειας στην Ε.Ε.-15 (21,4%) μετά την Ισπανία. Υψηλά ποσοστά καταγράφηκαν επίσης και στις άλλες χώρες της νότιας Ευρώπης (Ιταλία και Πορτογαλία), καθώς και στις χώρες που έχουν αναπτύξει φιλελεύθερο καθεστώς κοινωνικής προστασίας (Μ. Βρετανία και Ιρλανδία). Το Παρατηρητήριο εκτιμά ότι το υψηλό ποσοστό φτώχειας στη χώρα μας είναι αποτέλεσμα κυρίως της χαμηλής αναδιανεμητικής επίδρασης των λοιπών, εκτός συντάξεων, κοινωνικών μεταβιβάσεων (δηλαδή των διαφόρων επιδομάτων, όπως οικογενειακά, ανεργίας, στέγασης κ.λπ.). Σε σύγκριση με τα άλλα κράτη-μέλη της Ε.Ε. στην Ελλάδα, οι λοιπές - πλην συντάξεων, μισθών, κοινωνικές μεταβιβάσεις έχουν τη χαμηλότερη επίδραση στη μείωση της φτώχειας. «Η επίδραση αυτή» εκτιμά το Παρατηρητήριο «είναι η χαμηλότερη μεταξύ όλων των χωρών της Ε.Ε.-15. Το συγκεκριμένο γεγονός φανερώνει την ανάγκη τόσο για την αύξηση των εν λόγω μεταβιβάσεων (οι οποίες ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι από τις χαμηλότερες στην Ε.Ε.-15) όσο και για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητάς τους». 




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΛΑΡΚΙΚΑ ΝΕΑ - Οι ειδήσεις σε τίτλους