Το παράδοξο αυτό γεγονός καταδεικνύει έρευνα του υπουργείου Ανάπτυξης, με δεδομένα της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, την οποία και αποκαλύπτουν το «Εθνος της Κυριακής» αλλά και στοιχεία του Ινστιτούτου Εργασίας (ΙΝΕ) της ΓΣΕΕ.
Με πιο απλά λόγια, την περίοδο της κρίσης 2010-2014, όπως έχει διαπιστώσει το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ, οι μισθοί μειώθηκαν 23,1% κατά μέσο όρο, αλλά οι τιμές σε 43 προϊόντα και υπηρεσίες που μετρά η ΕΛΣΤΑΤ, σύμφωνα με τα στοιχεία της μελέτης του υπουργείου Ανάπτυξης, για την ίδια περίοδο αυξήθηκαν κατά 2,9%. Το ποσοστό της αύξησης προκύπτει από τη σύγκριση του ετήσιου δείκτη τιμών καταναλωτή του 2010 με εκείνον του 2014. Φέτος οι μέσες ετήσιες αποδοχές ανά εργαζόμενο, σύμφωνα με το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, έχουν πέσει στα 21.930 ευρώ, όταν το 2010 ήταν 28.548 ευρώ. Η μείωση είναι 23,1%. Η ανάλυση
Η μελέτη του υπουργείου Ανάπτυξης προχωρά σε ανάλυση των τιμών αλλά και των αιτιών της διαμόρφωσής τους σε υψηλά επίπεδα, συγκρίνοντας τις περιόδους Ιανουαρίου 2011 - Αυγούστου 2014. Η χώρα μας, λοιπόν, σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη (31 χώρες) έχει τη χαμηλότερη μεταβολή. Ο δείκτης τιμών μειώθηκε 0,4%.
Αξιο παρατήρησης είναι το γεγονός πως οι τιμές των υπηρεσιών σε σχέση με εκείνες των τροφίμων μειώθηκαν. Ο δείκτης τιμών υπηρεσιών έπεσε, το ίδιο διάστημα, 4,4%. Ωστόσο ο δείκτης διατροφής αυξήθηκε 0,4%.
Η μελέτη του υπουργείου Ανάπτυξης αποδίδει το γεγονός ότι οι υπηρεσίες ακολουθούν, έστω και από απόσταση, τη μείωση των μισθών στο ότι η μείωση του μισθολογικού κόστους έχει σημαντική επίπτωση στη διαμόρφωση των τιμών σε αυτό τον κλάδο. Μάλιστα οι τιμές των υπηρεσιών πέφτουν συνεχώς επί 25 μήνες, από τον Σεπτέμβριο του 2012. Η Ελλάδα για το διάστημα Ιανουαρίου 2011 - Αυγούστου 2014 είναι η μοναδική χώρα της Ευρώπης στην οποία καταγράφεται αρνητική μεταβολή (-4,4%). Την ίδια στιγμή ο αντίστοιχος ρυθμός της ετήσιας μεταβολής τόσο της ΕΕ όσο και της Ευρωζώνης στον τομέα των υπηρεσιών καταγράφει αύξηση κατά 8,2% και 7,2% αντίστοιχα.
Τι συμβαίνει, όμως, με τις τιμές των αγαθών; Η έρευνα του υπουργείου Ανάπτυξης αναφέρει: «Η διαδικασία αποπληθωρισμού στην κατηγορία των αγαθών παραμένει μικρότερης έντασης (παρότι ο δείκτης πέρασε σε αρνητικά επίπεδα από τον Αύγουστο 2013). Η υψηλή εξάρτηση της Ελλάδας από τις εισαγωγές, τόσο των πρώτων υλών όσο και των τελικών προϊόντων, σε συνδυασμό με τις διαχρονικά υψηλές τιμές της ενέργειας, εμποδίζει τη μεγαλύτερη προσαρμογή των τιμών», αναφέρει χαρακτηριστικά, δίνοντας τις εξηγήσεις και ταυτόχρονα τις στρεβλώσεις της ελληνικής αγοράς.
«Αξίζει να επισημάνουμε ότι η συντριπτική πλειονότητα των διακινούμενων βασικών καταναλωτικών αγαθών ενσωματώνει ελάχιστη εγχώρια υπεραξία (εισάγονται έτοιμα προς διάθεση) κατά συνέπεια η κοστολογική τους βάση επηρεάζεται ελάχιστα από τη μείωση μισθών», επισημαίνει η έκθεση του υπουργείου, αιτιολογώντας και την ανακολουθία μισθών - τιμών αγαθών.
Μάλιστα τα τελευταία χρόνια οι διεθνείς τιμές των καυσίμων και των πρώτων υλών ανεβαίνουν, με αποτέλεσμα να μην επιτρέπεται «η μεγαλύτερη προσαρμογή των εγχώριων τιμών εξαιτίας του εισαγόμενου πληθωρισμού», λέει χαρακτηριστικά η μελέτη συνεχίζοντας: «Εξωτερικοί παράγοντες, όπως οι διεθνείς τιμές των καύσιμων και των πρώτων υλών και των εμπορευμάτων (food and non-food commodities), προκαλούν σημαντικές πληθωριστικές επιδράσεις».
Χαρακτηριστικά, οι διεθνείς τιμές της ενέργειας ακολουθούν διαρκώς ανοδικές τάσεις με μικρές καθοδικές προσαρμογές. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με στοιχεία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, οι διεθνείς τιμές της ενέργειας καταγράφουν αύξηση από το Ιανουάριο του 2011 μέχρι τον Αύγουστο του 2014 κατά 5,8%, ενώ από τον Ιανουάριο του 2009 η αύξηση αγγίζει το 93%.
Η σύγκριση με την ΕΕ Στα τρόφιμα οι μεγαλύτερες αυξήσεις
Ωστόσο η πίεση που ασκείται στις τελικές τιμές από τις παρατεταμένες αυξήσεις των διεθνών τιμών των εμπορευμάτων (ενέργεια και πρώτες ύλες) φαίνεται να είναι συγκρατημένη, καθώς μεγάλο μέρος της επιβάρυνσης του κόστους εξαιτίας της διεθνούς συγκυρίας έχει απορροφηθεί από την εγχώρια αγορά, γεγονός που αποτυπώνεται στα στοιχεία της Eurostat, όπου η Ελλάδα κατέχει σταθερά τον χαμηλότερο πληθωρισμό σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Οι επιχειρήσεις, δηλαδή, λόγω της μεγάλης βουτιάς της κατανάλωσης και της ζήτησης απορροφούν το κόστος των πρώτων υλών και της ενέργειας, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να εμφανίζει τον χαμηλότερο πληθωρισμό στην Ευρώπη.
Από τη σύγκριση μεταξύ του Αυγούστου του 2014 σε σχέση με τον Ιανουάριο του 2011, σύμφωνα και με τα στοιχεία του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (Εν.ΔΤΚ) της Eurostat, η Ελλάδα κατέχει τη χαμηλότερη ετήσια μεταβολή σε ολόκληρη την Ευρώπη (-0,4%). Την ίδια στιγμή ο αντίστοιχος ρυθμός της ετήσιας μεταβολής τόσο της Ευρωπαϊκής Ενωσης όσο και της Ευρωζώνης καταγράφει αύξηση κατά +6,9% και +6,4% αντίστοιχα.
Το ίδιο ισχύει και στην κατηγορία της διατροφής, όπου από τη σύγκριση μεταξύ του Αυγούστου του 2014 σε σχέση με τον Ιανουάριο του 2011 η Ελλάδα, παρότι καταγράφει οριακή αύξηση +0,4%, βρίσκεται στην προτελευταία θέση σε ολόκληρη την Ευρώπη. Την ίδια στιγμή ο αντίστοιχος ρυθμός της ετήσιας μεταβολής τόσο της Ευρωπαϊκής Ενωσης όσο και της Ευρωζώνης στην κατηγορία της διατροφής καταγράφει αύξηση κατά +6,1% και +5,9% αντίστοιχα.
Παρατηρείται ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία του Εν.ΔΤΚ, η χώρα μας κατατάσσεται στις χαμηλότερες θέσεις σχεδόν σε όλες τις επιμέρους κατηγορίες της διατροφής συγκριτικά με τις υπόλοιπες 32 ευρωπαϊκές χώρες για τις οποίες συγκεντρώνει στοιχεία η Eurostat.
Συγκεκριμένα, από τη σύγκριση μεταξύ του Αυγούστου του 2014 σε σχέση με τον Ιανουάριο του 2011:
- Στην κατηγορία «Ψωμί και δημητριακά»: στην Ελλάδα καταγράφεται μείωση -1,5% όταν στην ΕΕ καταγράφεται αύξηση +6,2%.
- Στο «Κρέας»: στην Ελλάδα καταγράφεται αύξηση +1,2% (+9,3% στην ΕΕ).
- Στα «Ψάρια»: στην Ελλάδα καταγράφεται αύξηση +2,9% (+8,8% στην ΕΕ).
- Στα «Γαλακτοκομικά και αβγά»: στην Ελλάδα καταγράφεται αύξηση +6,5%, όταν στην ΕΕ καταγράφεται αύξηση +9%.
- Στα «Ελαια και λίπη»: στην Ελλάδα καταγράφεται μείωση -1%, όταν στην ΕΕ η αύξηση είναι στο +7,5%.
- Στα «Φρούτα»: στην Ελλάδα καταγράφεται αύξηση +3,5%, όταν στην ΕΕ καταγράφεται αύξηση +7%.
- Στα «Λαχανικά»: στην Ελλάδα καταγράφεται μείωση -11,1%, όταν στην ΕΕ καταγράφεται μείωση -8%.
- Στην κατηγορία «Ζάχαρη, σοκολάτες και γλυκά»: στην Ελλάδα καταγράφεται αύξηση +1,8%, όταν στην ΕΕ καταγράφεται αύξηση +7,7%.
- Στα «Λοιπά προϊόντα διατροφής»: στην Ελλάδα καταγράφεται αύξηση +2,9%, όταν στην ΕΕ καταγράφεται αύξηση +6,3%.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου