Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2014

Η λαϊκή βούληση και ένα αντιλαϊκό πολιτικό σύστημα

Του Γιώργου Καραμπελιά
Η πλειοψηφία των Ελλήνων, δείχνοντας μία σημαντική ωριμότητα που καταγράφεται σε δεκάδες δημοσκοπήσεις της τελευταίας περιόδου, υποστηρίζει, σε ποσοστά που φθάνουν ή ξεπερνούν το 60%, πως η χώρα δεν πρέπει να προχωρήσει σε πρόωρες εκλογές με την ευκαιρία της εκλογής Πρόεδρου της Δημοκρατίας. Μόνον ένα 20 ή 30% υποστηρίζει το αντίθετο. Από τα ίδια τα κόμματα... 







της αντιπολίτευσης, ένα σημαντικός αριθμός των ψηφοφόρων τους, από 30 έως 50%, συντάσσεται με την ίδια άποψη. Και αυτό όχι προφανώς γιατί υποστηρίζουν πλειοψηφικά τη συγκυβέρνηση Ν. Δημοκρατίας-ΠΑΣΟΚ, από την οποία έχουν υποστεί τα πάνδεινα, αλλά διότι θεωρούν εσφαλμένη την πυροδότηση εκλογικής αντιπαράθεσης αυτή τη στιγμή. Και αυτό καταδεικνύεται και εκ του αντιθέτου: από το γεγονός ότι, την ίδια στιγμή, τα δύο κόμματα της συγκυβέρνησης συγκεντρώνουν με το ζόρι 30% της πρόθεσης ψήφου στις ίδιες δημοσκοπήσεις. Δηλαδή, οι Έλληνες δεν υποστηρίζουν τα κόμματα της συγκυβέρνησης αλλά αρνούνται και τη λογική των εκλογών που προβάλλει η αντιπολίτευση!

Να «αλλάξουμε» τον ίδιο το λαό!

Απέναντι σε αυτή την ξεκάθαρη λαϊκή βούληση, τα κόμματα της αντιπολίτευσης, κατεξοχήν ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά και το ΚΚΕ, οι ΑΝ.ΕΛ., η ΔΗΜΑΡ και η Χ.Α., επιμένουν πως αυτοί ξέρουν καλύτερα από τον λαό και, για να τον… σώσουν, θα πρέπει να προκληθούν εκλογές με την ευκαιρία της προεδρικής εκλογής! Για τους ναζί της Χ.Α. κάτι τέτοιο δεν είναι άτοπο μια και, σύμφωνα με την αντίληψή τους, μόνον εκλεκτοί (!) –όπως ο Κασιδιάρης και ο Μιχαλολιάκος– μπορούν να αποφασίσουν στη θέση του όχλου. Ίσως και το ΚΚΕ μέσα από τη λογική της φωτισμένης πρωτοπορίας, από την άλλη άκρη, θα μπορούσε να ισχυρισθεί κάτι τέτοιο. Τι γίνεται όμως με εκείνα τα κόμματα, ιδιαίτερα τον ΣΥΡΙΖΑ και τους ΑΝΕΛ, που θέλουν να εμφανίζονται ως άμεσοι εκφραστές της λαϊκής αγανάκτησης και βούλησης; 

Η αντίφαση είναι τόσο μεγάλη ώστε καθίσταται σκανδαλώδης και αποκαλύπτει εν τέλει τη φύση του πολιτικού συστήματος. Οι πολιτικοί γράφουν στα παλαιά τους υποδήματα το «πόπολο». Η αντιπολίτευση πράττει, χωρίς αιδώ, αυτό ακριβώς για το οποίο κατηγορεί την κυβέρνηση: αντιπαραθέτει ανοιχτά το Κοινοβούλιο και τον αριθμό των βουλευτών στη… λαϊκή βούληση! Εξάλλου, το ίδιο έκαναν από άλλη πλευρά και οι κυβερνητικοί εταίροι. Οι τελευταίοι, εκκινώντας από τη βούληση της πλειοψηφίας των πολιτών, να αποφύγουν τις εκλογές αυτή τη στιγμή, προσπάθησαν να τους εκβιάσουν, να επιβάλουν έναν πρόεδρο χωρίς καμία ευρύτερη συναίνεση στο λαϊκό σώμα και, κινδυνολογώντας, να επιτύχουν, μέσω της προεδρικής εκλογής, λευκή επιταγή για όσα έχουν ακόμα να παραχωρήσουν στην τρόικα. Εν ολίγοις, και αυτό είναι το τραγικό αδιέξοδο στο οποίο βρισκόμαστε, «βλάπτουν και οι δύο την Συρία το ίδιο».

Έτσι, ενάντια στη βούληση του λαού, οδηγούμαστε σε μία αντιπαράθεση που τείνει να αποκτήσει χαρακτηριστικά μετωπικής σύγκρουσης μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και Ν.Δ., μεταξύ Σαμαρά και Τσίπρα και ας πάει και το παλιάμπελο. Ο Σαμαράς, γιατί προσπαθεί πριν απ’ όλα να διατηρήσει την ηγεμονία του στη Ν.Δ. –και, μέσω μιας διλημματικής λογικής, να μετατρέψει, ει δυνατόν, την πλειοψηφία των Ελλήνων, που τάσσεται εναντίον των εκλογών, σε πιθανή πλειοψηφία υπέρ του, στην περίπτωση βουλευτικών εκλογών, ή έστω να διατηρήσει υψηλά ποσοστά που θα του επιτρέψουν να παραμείνει αρχηγός στη Ν.Δ. Ο Τσίπρας, ο ΣΥΡΙΖΑ και η λοιπή αντιπολίτευση, από την άλλη, έχουν αυτοπαγιδευτεί στη ρητορεία των εκλογών εδώ και τώρα. Και προφανώς, τώρα, αντιμετωπίζουν με τρόμο –ανάμεικτο με μια ασίγαστη δίψα για εξουσία– την πιθανότητα να βρεθούν στην κυβέρνηση και να αντιμετωπίσουν αυτοί το ΔΝΤ και τον Σόιμπλε, κάτω από τις χειρότερες δυνατές προϋποθέσεις.

Ωστόσο, συνεχίζουν σε μια καταστροφική επιλογή παρότι είχαν τη δυνατότητα –όπως ήδη το έχουμε υπογραμμίσει– να προτείνουν οι ίδιοι Πρόεδρο της Δημοκρατίας και είτε να τον επιβάλουν, είτε, σε περίπτωση που η Ν.Δ. δεν θα συναινούσε, να καταδείξουν πως η ευθύνη του αδιεξόδου και των εκλογών βαρύνει τους αντιπάλους τους. Επιπλέον, επειδή η Κυβέρνηση είναι στριμωγμένη και από τους δανειστές, και δεν μπορεί εύκολα να περάσει νέα μέτρα στη Βουλή, θα μπορούσαν να επιβάλουν πολλούς από τους όρους τους για τη συνέχεια της διαπραγμάτευσης. Αντίθετα, εμφανίζονται αυτοί ως εκείνοι που προκαλούν με αθέμιτα μέσα –διότι ήταν πολιτικά και ηθικά υποχρεωμένοι να προτείνουν Πρόεδρο– μια άμεση οικονομική και πολιτική κρίση. Και κινδυνεύουν είτε να υποστούν μια συντριπτική πολιτική ήττα –εάν τελικά η συγκυβέρνηση, έστω με προσαρμογές και ανατροπές της τελευταίας στιγμής, κατορθώσει να εκλέξει πρόεδρο– είτε, στην περίπτωση που οδηγηθούμε σε εθνικές εκλογές, να βρεθούν αντιμέτωποι με δύο ακόμα πιο καταστρεπτικές εκδοχές. Είτε –το πιο απίθανο– να χάσουν τις εκλογές, παρά το ότι σήμερα προηγούνται, εξαιτίας των πιέσεων στα χρηματιστήρια, στα σπρεντ και τις τράπεζες, είτε –κάτι ακόμα χειρότερο για τους ίδιους– να τις… κερδίσουν!
Σε αυτή την περίπτωση, θα πρέπει, μέσα στον Φεβρουάριο, να αντιμετωπίσουν τους δανειστές, σε συνθήκες κατάρρευσης των εσόδων, μέσα από τη δίμηνη πολιτική αντιπαράθεση και την άρνηση πληρωμών που θα γενικευτεί – ιδιαίτερα από τα λαμόγια που θα επενδύουν στην άνοδο του Σύριζα, για να μην πληρώνουν ούτε φόρους ούτε ασφαλιστικές εισφορές.

Σε μια τέτοια συγκυρία, ο Σύριζα θα πρέπει να λύσει το πρόβλημα της συγκρότησης κυβέρνησης, γιατί πιθανότατα δεν θα διαθέτει αυτοδύναμη πλειοψηφία, και ταυτόχρονα, μέσα σε αυτές τις συνθήκες, να πληρώσει ομόλογα, μισθούς και συντάξεις και να συγκρουστεί μετωπικά, όπως ισχυρίζεται, με τους δανειστές. Δηλαδή, ένα εγχείρημα κυριολεκτικά υπεράνθρωπο, ακόμα και αν ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν όντως άλλο πράγμα από αυτό που παριστάνει ότι είναι.
Σε μια τέτοια περίπτωση, είτε θα υποταχθεί άνευ όρων στις «αγορές», είτε θα υποχρεωθεί να προχωρήσει σε άμεση παύση πληρωμών και έξοδο από την ευρωζώνη – και στις δύο περιπτώσεις θα αυτοκαταστραφεί, συμπαρασύροντας μαζί του και την ίδια την χώρα η οποία θα πέσει ακόμα πιο κάτω από εκεί που βρίσκεται. [Εδώ θα πρέπει να κάνουμε μια παρέκβαση για όλους εκείνους οι οποίοι ισχυρίζονται ότι «έτσι κι αλλιώς κατεστραμμένοι είμαστε, τί άλλο μπορεί να μας συμβεί;» Όπως διδάσκει η ιστορία, μπορούν να μας συμβούν πολύ χειρότερα ακόμα, αρκεί να δούμε γύρω μας το τι συνέβη στις ανατολικές χώρες μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, όπου το ΑΕΠ κατέρρευσε κατά 50% τουλάχιστον και το προσδόκιμο ζωής του ρωσικού λαού μειώθηκε περισσότερο από δέκα χρόνια. Για να μην αναφέρω τους ακρωτηριασμούς που υπέστησαν πολλές από αυτές τις χώρες.]

Επιπλέον, στο πολιτικό πεδίο, ένα τέτοιο σάλτο μορτάλε θα έχει ως συνέπεια την επανεμφάνιση μιας πανίσχυρης ακροδεξιάς με νέο προσωπείο ή ακόμα και απόπειρες αυταρχικών λύσεων με επίδοξους Μπερλουσκόνι ή μη. Αυτά, τα γνωρίζουν καλύτερα από εμάς οι ίδιοι οι ηγέτες της αντιπολίτευσης και του ΣΥΡΙΖΑ και, όμως, χωρίς περίσκεψη και χωρίς αιδώ, συνεχίζουν σε μια αδιέξοδη κατεύθυνση.

Και εάν για τον ΣΥΡΙΖΑ το όραμα της εξουσίας, το οποίο ανέλπιστα αναδύθηκε μέσα από την κρίση ως ρεαλιστική πιθανότητα, αποτελεί μια ερμηνεία για την εμμονή σε αυτόν τον δρόμο, τι άραγε μπορεί να πει κανείς για πολιτικές δυνάμεις όπως η ΔΗΜΑΡ και οι ΑΝΕΛ, οι οποίες κινδυνεύουν με κοινοβουλευτική εξαφάνιση σε περίπτωση νέων εκλογών, γεγονός που καταδεικνύεται καθημερινά από τα πτωτικά ποσοστά τους σε όλες τις δημοσκοπήσεις; Εάν δεν πρόκειται για κάποιον ανεξήγητο αυτοκτονικό ιδεασμό θα πρέπει να αναζητήσουμε αλλού την αιτία αυτής της εμμονής. Σε ό,τι αφορά στη ΔΗΜΑΡ, προφανώς ο κ. Κουβέλης και οι περί αυτών προσδοκούν σημαντικά ανταλλάγματα από μία πιθανή επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ (προεδρία Δημοκρατίας, συμπερίληψη στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας, υπόσχεση γενικών γραμματειών, υπουργείων κ.ο.κ., εξάλλου είναι ομογάλακτοι αδελφοί). Στην περίπτωση των ΑΝΕΛ, τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα. Διότι, εάν δεν κατορθώσουν να εισέλθουν στη Βουλή, όπως κινδυνεύουν, τότε θα εξαφανιστούν από την πολιτική σκηνή διότι δεν διαθέτουν ούτε την οργανωτική συγκρότηση ούτε την ιδεολογική κοινότητα που έχουν οι Δημαρίτες με τους Συριζαίους. Θα εξαφανιστούν αύτανδροι. Και όμως, για την ώρα τουλάχιστον, εμμένουν στην ίδια τακτική παρ’ ότι και εγώ προσωπικά τους είχα προτείνει να προωθήσουν οι ίδιοι μια προσωπικότητα για Πρόεδρο της Δημοκρατίας. 
Όπως είχα κάνει και προς τον ΣΥΡΙΖΑ, με την πρόταση για την υποψηφιότητα του Μανώλη Γλέζου.

Η παρέμβαση –ή μήπως και υποκίνηση– των μεγάλων δυνάμεων

Αυτό το σκηνικό του παραλόγου, για να ερμηνευθεί, θα πρέπει να συμπεριλάβει και άλλες παραμέτρους αποφασιστικής σημασίας, σε μια χώρα όπου οι πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις δεν καθορίζονται αποκλειστικά ή κύρια από τους εσωτερικούς και ενδογενείς παράγοντες, αλλά κατεξοχήν από τις ξένες μεγάλες δυνάμεις και τις «αγορές»:
Η σύμπτωση της σκλήρυνσης της πολιτικής του ΔΝΤ και των Γερμανών, η οποία έχει καταστεί προφανής ήδη από το καλοκαίρι, και οι οποίοι δεν διστάζουν να αντιμετωπίζουν σαν στυμμένες λεμονόκουπες τον Σαμαρά και τον Βενιζέλο, είναι αδιαμφισβήτητη. Όχι μόνο εγκαταλείφθηκε κάθε συζήτηση για κούρεμα του χρέους ή έστω για περαιτέρω σημαντική μείωση των επιτοκίων και επιμήκυνση της αποπληρωμής του, αλλά και το ΔΝΤ έπαψε να εμφανίζεται ως η δύναμη που απαιτούσε περαιτέρω κούρεμα του χρέους, ώστε αυτό να καταστεί βιώσιμο, όπως έκανε όλα τα προηγούμενα χρόνια. 

Αντίθετα, οι Γερμανοί και το ΔΝΤ πιέζουν από κοινού για επιβολή νέων μέτρων και δεν φαίνονται διατεθειμένοι να προσφέρουν καμία ανάσα στους ούτως ή άλλως εκβιαζόμενους και ενδοτικούς Έλληνες πελάτες τους. [Εξάλλου, έχουμε τονίσει αναρίθμητες φορές πως άνθρωποι που εκβιάζονται για μίζες και διαφθορά δεν είναι δυνατόν να διεκδικήσουν οτιδήποτε με επιμονή και αξιοπιστία. Και η περίπτωση Καρατζαφέρη κατέδειξε περίτρανα αυτό που υποστηρίζουμε εδώ και πολλά χρόνια, ότι δηλαδή, το μοίρασμα από τις μίζες για τα εξοπλιστικά –και όχι μόνο– αποτελεί διακομματική υπόθεση, ο δε Τσοχατζόπουλος υπήρξε απλώς ο «ταμίας» που άρχισε να τα μαζεύει όλα για τον εαυτό του και γι’ αυτό άλλωστε τιμωρείται].

Έτσι λοιπόν, ΔΝΤ (δηλαδή Αμερικανοί) και Γερμανοί βρέθηκαν με κοινή γραμμή, έστω και προσωρινά, απέναντι στο ελληνικό ζήτημα. Οι Γερμανοί δεν έχουν κρύψει ποτέ τις προθέσεις τους. Όπως έχει δηλώσει και ο Σμιτ και ο Κολ, και το επαναλαμβάνει διαρκώς ο Σόιμπλε, η είσοδος της Ελλάδας στην Ευρωζώνη αποτέλεσε μια λανθασμένη επιλογή την οποία είχαν επιβάλει περισσότερο οι Γάλλοι και οι Αμερικανοί. Γι’ αυτούς, τα πράγματα παραμένουν καθαρά. Εάν η Ελλάδα δεν είναι διατεθειμένη να μεταβληθεί αγόγγυστα σε αποικία χρέους στο εσωτερικό της ευρωζώνης, μπορεί να αποχωρήσει από αυτήν εκβιαζόμενη, γεγονός που δεν αποτελεί πλέον τον οικονομικό συστημικό κίνδυνο που αποτελούσε το 2012· επιπλέον δε, θα αποτελέσει ένα ισχυρό φόβητρο για άλλους, όπως την Ιταλία, την Ισπανία ή ακόμα και τη Γαλλία.

Το ερώτημα είναι γιατί και οι Αμερικανοί δείχνουν να συντάσσονται με μια τέτοια αντίληψη; Ή τουλάχιστον να δίνουν το «ελεύθερο» στους Γερμανούς να το πράξουν. Για δύο λόγους νομίζω: Πρώτον, διότι, στα πλαίσια του «νέου ψυχρού πολέμου» που εγκαινίασαν στην Ευρώπη με το Ουκρανικό, προκειμένου να αποσπάσουν τη συναίνεση της Γερμανίας, που αποτελούσε τον κυριότερο εταίρο και «σύμμαχο» της Ρωσίας στην Ευρώπη, της πρόσφεραν ως αντάλλαγμα μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων στο εσωτερικό της Ε.Ε. Κατά δεύτερο λόγο, διότι οι Αμερικανοί και οι Εγγλέζοι επείγονται να κλείσουν όχι μόνο το Κυπριακό αλλά και το μεγάλο ρήγμα στις σχέσεις Τουρκίας και Ισραήλ. Το αντάλλαγμα γι’ αυτό είναι η ουσιαστική παραχώρηση της Κύπρου στην Τουρκία, με τη συμμετοχή της στην εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων, η συνεκμετάλλευση του Αιγαίου από Ελλάδα και Τουρκία, καθώς και η ταχύτερη δυνατή λύση του σκοπιανού ζητήματος. Κατά συνέπεια, μια παρατεταμένη πολιτική κρίση και αβεβαιότητα στην Ελλάδα, τους αμέσως επόμενους μήνες, θα αποτελούσε ευχής έργο για τους γεωπολιτικούς σχεδιασμούς τους.

Εξ άλλου και οι Ρώσοι «σύντροφοι», ακόμα και να μπορούσαν, δεν δείχνουν διατεθειμένοι να στηρίξουν την Ελλάδα. Αντίθετα, ιδιαίτερα στη σημερινή φάση, μάλλον μια αναταραχή στη χώρα μας την βλέπουν ως ευκαιρία για απάντηση στην επίθεση που υφίστανται οι ίδιοι με τα ουκρανικά. Μια κρίση στην Ευρωζώνη είναι μάλλον καλοδεχούμενη. Εξ άλλου, πρόσφατα, προχώρησαν σε ένα μεγάλο ντηλ με τον Ερντογάν. Στην καλύτερη περίπτωση, λοιπόν, θα μπορούσαν να ενισχύσουν κάποιους, όπως είχαν κάνει με τη… Χρυσή Αυγή, ή ορισμένα «συγκροτήματα» της «δραχμής» και της συμφοράς, με απόλυτο κυνισμό.
Έτσι οι πιθανοί σύμμαχοί μας περιορίζονται στους Κινέζους, που δυστυχώς βρίσκονται πολύ μακριά, την Αίγυπτο ή το Ισραήλ(;), ενώ στην Ευρώπη ο Γιουνκέρ και ίσως ορισμένοι άλλοι, που δεν συντάσσονται με τον Σόιμπλε, διαθέτουν πολύ περιορισμένη ισχύ.

Και για να μην θεωρηθεί ότι αναζητούμε συνομωσιολογικές ερμηνείες σε διάφορα από πρώτη άποψη «ανεξήγητα» φαινόμενα, αρκεί να δούμε τις στενές σχέσεις που το αμερικάνικο κατεστημένο και οι εδώ εκφραστές του φρόντισαν να συνάψουν με την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ (π.χ. Γιάννα Αγγελοπούλου, Δασκαλόπουλος, κ.λπ.)· τη σταδιακή μετακίνηση πολλών μεγάλων συγκροτημάτων Τύπου προς μια ευμενή «ουδετερότητα» προς την αντιπολίτευση που διεφάνη πανηγυρικά την τελευταία περίοδο (αρκεί να δει κανείς την αποχώρηση του υιού Ψυχάρη από τη Ν.Δ. και την εκστρατεία των Λυριτζή-Οικονόμου στην πρωινή εκπομπή του Σκάι για να τρομοκρατήσουν κυριολεκτικά οποιονδήποτε βουλευτή θα τολμούσε να υποστηρίξει την άμεση εκλογή προέδρου· τα σαφή και απροκάλυπτα άρθρα δημοσιογράφων, γνωστών για την ταύτισή τους με τους Αμερικανούς, κατά των κυβερνητικών εταίρων, ακόμα και στο ΒΗΜΑ, κ.λπ. κ.λπ. Όπως λοιπόν στο παρελθόν, το σύστημα και οι μεγάλες δυνάμεις εξόντωσαν το ΠΑΣΟΚ και τον ΓΑΠ, έρχεται μάλλον η ώρα να πληρώσει και ο Αντώνης Σαμαράς τα επίχειρα της ενδοτικότητάς του. Το ερώτημα είναι ποιος έχει σειρά!

Εθνικό συμφέρον και ανατροπή του πολιτικού συστήματος

Εμείς επαναλαμβάνουμε για πολλοστή φορά πως, σε αυτή την περίπτωση –και δυστυχώς δεν συμβαίνει πάντα αυτό–, το μάτι του λαού βλέπει σωστά: Παρ’ ότι δεν ανέχεται το κυβερνητικό δίδυμο, παρότι βασανίζεται από την οικονομική κατάρρευση και τα αντιλαϊκά μέτρα, αρνείται ταυτόχρονα να αποδεχθεί τη σπουδή της αντιπολίτευσης και του ΣΥΡΙΖΑ να υποδαυλίσουν την πολιτική και οικονομική κρίση. Και αυτό γιατί γνωρίζουν πολύ καλά πως δεν υπάρχει αξιόπιστη εναλλακτική λύση.

Δυστυχώς, φτάσαμε σε ένα σημείο όπου δεν υπάρχει πλέον καμιά πολιτική δύναμη η οποία να μπορεί να εκφράσει, έστω και εν μέρει, τη λαϊκή βούληση. Πρόκειται για καθολική και γενικευμένη αναντιστοιχία ανάμεσα σε αυτή και το πολιτικό σύστημα. Στις προηγούμενες φάσεις της κρίσης, είχαμε συνταχθεί εκλογικά με κάποιες «αντιμνημονιακές» δυνάμεις, ή έστω με μέρος τους. Έτσι είχαμε κάνει και το 2012 και στις Ευρωεκλογές του 2014. Αυτή τη φορά, όμως, δεν υπάρχει δυστυχώς καμία πολιτική δύναμη που, έστω με αβαρίες ή κατά προσέγγιση, να μπορεί να εκφράσει το λαϊκό αίσθημα. Είναι όλοι τους επικίνδυνοι για τη χώρα. Η μόνη άμεση διέξοδος –αν μπορέσει να υπάρξει– θα είναι εάν, πιεσμένοι από τη θέληση του κόσμου και την πραγματικότητα, αποτινάσσοντας εν μέρει τις δόλιες «συμβουλές» των εταίρων, αποφασίσουν να βρουν, έστω την ύστατη ώρα, μια μεσοβέζικη και λιγότερο καταστροφική λύση.

Όσα για τα υπόλοιπα, δηλαδή για κάποια θετική πρόταση, αυτή δεν μπορεί πλέον να διατυπωθεί κατά προσέγγιση, αλλά θα πρέπει να είναι ριζικά νέα και ρηξικέλευθη, συνδυάζοντας το εθνικό συμφέρον με μια γενικευμένη ανατροπή των διεφθαρμένων ελίτ με την οποία και ταυτίζεται. Εθνικό συμφέρον και ανατροπή είναι πλέον έννοιες ταυτόσημες.


18/12/2014

Περιοδικό Άρδην - εφημερίδα Ρήξη 









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΛΑΡΚΙΚΑ ΝΕΑ - Οι ειδήσεις σε τίτλους