Του
Χάρη Φλουδόπουλου
Σε
πόσο καλύτερη θέση ως προς το ενεργειακό
κόστος μπορεί να βρίσκεται ένας γερμανικός
βιομηχανικός όμιλος όπως η ThyssenKrupp, από
μια ελληνική βαριά βιομηχανία που
προσπαθεί εν μέσω οξύτατης οικονομικής
κρίσης και σε εξαιρετικά αντίξοο
οικονομικό περιβάλλον να δώσει μάχη
επιβίωσης στις ευρωπαϊκές αγορές.
Απάντηση στο ερώτημα αυτό δίνει μια
αποκαλυπτική μελέτη που πραγματοποιήθηκε
πρόσφατα από τη Deloitte και η οποία καταγράφει
τις τελικές τιμές του ρεύματος,
περιλαμβανομένων των χρεώσεων δικτύου
αλλά και των υπόλοιπων χρεώσεων που
καταβάλουν οι βιομηχανίες εντάσεως
ενέργειας.
Πρόκειται
δηλαδή για τη σύγκριση της τελικής τιμής
που περιλαμβάνει την ανταγωνιστική
τιμή, τις χρεώσεις μεταφοράς αλλά και
όλους τους φόρους και τέλη. Σύμφωνα με
τη μελέτη, που αποκαλύπτει το Capital.gr το
τελικό κόστος ρεύματος στη Γερμανία,
περιλαμβανομένων των χρεώσεων δικτύου
αλλά και των φόρων και τελών, είναι
περίπου 50% χαμηλότερο από το αντίστοιχο
κόστος στην Ελλάδα.
Ειδικότερα
η τελική συνολική τιμή ρεύματος που
πληρώνει μια γερμανική βιομηχανία είναι
στα 39 ευρώ η μεγαβατώρα και είναι
αποτέλεσμα τόσο της χαμηλής τιμής στο
ανταγωνιστικό κόστος ενέργειας, όσο
και των χαμηλών χρεώσεων δικτύου αλλά
και των λοιπών φόρων και τελών.
Αξίζει
μάλιστα να αναφερθεί ότι το 2013 η
ανταγωνιστική τιμή του ρεύματος, χωρίς
να περιλαμβάνονται οι λοιπές χρεώσεις
δικτύου και οι φόροι, ήταν πάνω από τα
43 ευρώ, ωστόσο υπήρξαν σημαντικές
μειώσεις τόσο το 2014 όσο και το 2015 με
αποτέλεσμα η ανταγωνιστική χρέωση
ενέργειας για το φορτίο βάσης να είναι
κυμαίνεται κοντά στα 35 ευρώ η
μεγαβατώρα.
Σε
ό,τι αφορά τις χρεώσεις δικτύου αυτές
βρίσκονται στα επίπεδα κάτω του 1 ευρώ
η μεγαβατώρα τόσο για τους μεγάλους
καταναλωτές άνω των 1000GWh όσο και για
τους βιομηχανικούς πελάτες με κατανάλωση
στις 100GWh. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι
βιομηχανίες στη Γερμανία έχουν έως και
90% έκπτωση σε σχέση με τις κανονικές
ταρίφες για τους υπόλοιπους
καταναλωτές.
Όσο
για τους φόρους και τα τέλη οι γερμανικές
βιομηχανίες με μεγάλη κατανάλωση άνω
των 1000GWh πληρώνουν λίγο πάνω από 3 ευρώ
η μεγαβατώρα, ενώ οι υπόλοιπες βιομηχανίες
(100GWh) δεν ξεπερνούν τα 4 ευρώ η
μεγαβατώρα.
Ελλάδα
Σύμφωνα
με παλαιότερη μελέτη της Roland Berger στην
Ελλάδα ένας μεγάλος βιομηχανικός
καταναλωτής με κατανάλωση μεταξύ 50 –
1000GWh πληρώνει για ρυθμιζόμενες
χρεώσεις (ΕΤΜΕΑΡ, ΥΚΩ, ΕΦΚ) 9,14 ευρώ η
μεγαβατώρα καθώς επίσης δίκτυο μεταφοράς
3,5 ευρώ η μεγαβατώρα. Για το ανταγωνιστικό
σκέλος χωρίς την έκπτωση της Γενικής
Συνέλευσης της ΔΕΗ, η οποία καταργείται
με το νέο μνημόνιο η χρέωση είναι 58 ευρώ
η μεγαβατώρα. Η τιμή επιβαρύνεται επίσης
και με δικαιώματα διοξειδίου του άνθρακα
της τάξης των 6 ευρώ η μεγαβατώρα.
Δηλαδή
στην Ελλάδα μια αντίστοιχη βιομηχανία
πληρώνει τελική τιμή πάνω από 76 ευρώ η
μεγαβατώρα, τιμή 95% ακριβότερη από τα
39 ευρώ της Γερμανίας.
Βιομηχανική
… καταδίκη
Η
διαφορά των τιμολογίων ρεύματος καθιστά
άνευ αντικειμένου οποιαδήποτε συζήτηση
περί ανταγωνιστικότητας της ελληνικής
βιομηχανίας και περί κινήτρων ανάπτυξης.
Στην πραγματικότητα, οι ελληνικές
βιομηχανίες, με τη διαφορά αυτή στα
κόστη ηλεκτρισμού είναι καταδικασμένες
και δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να
ανταγωνιστούν αντίστοιχες ξένες σε
επίπεδο κόστους. Και πρέπει να υπογραμμιστεί
ότι οι τιμές αυτές έχουν προκύψει την
τελευταία διετία, ως αποτέλεσμα των
πολιτικών που αποφασίστηκαν από τη
γερμανική κυβέρνηση για την ενίσχυση
της ανταγωνιστικότητας της βιομηχανίας
της χώρας.
Το
βασικό πρόβλημα της Ελλάδας που δεν
επιτρέπει αυτή τη στιγμή να έχουμε
ανάλογα κοστολόγια είναι το γεγονός
ότι η αγορά ηλεκτρισμού δεν είναι
ανταγωνιστική και ως εκ τούτου δεν
υπάρχει καμία πίεση ώστε τα κοστολόγια
αλλά και οι τελικές τιμές του ρεύματος
να μειωθούν. Παράλληλα με τη μη
ανταγωνιστική λειτουργία της αγοράς,
βεβαίως, στην Ελλάδα υπάρχουν πολύ
υψηλές ρυθμιστικές χρεώσεις και
φορολογία, η οποία επιβαρύνει υπέρμετρα
τα κόστη του ρεύματος.
Αντίθετα
σε ανταγωνίστριες χώρες, οι βιομηχανίες
εντάσεως ενέργειας απολαμβάνουν λόγω
μεγέθους σημαντικότατες εκπτώσεις στα
κόστη δικτύου, τα τέλη και τους λοιπούς
φόρους που επιβαρύνουν το κόστος
ρεύματος.
Δηλαδή
με απλά λόγια η ελληνική βιομηχανία,
είναι καταδικασμένη να βγαίνει στις
διεθνείς αγορές με ανταγωνιστικό
μειονέκτημα έναντι των ξένων βασικών
ανταγωνιστών της. Σε συνθήκες παρατεταμένης
εσωτερικής ύφεσης, αυτό το μειονέκτημα
ισοδυναμεί με … αργό θάνατο.
Aπο: Capital.gr
Σε πόσο καλύτερη θέση ως προς το ενεργειακό κόστος μπορεί να βρίσκεται ένας γερμανικός βιομηχανικός όμιλος όπως η ThyssenKrupp, από μια ελληνική βαριά βιομηχανία που προσπαθεί εν μέσω οξύτατης οικονομικής κρίσης και σε εξαιρετικά αντίξοο οικονομικό περιβάλλον να δώσει μάχη επιβίωσης στις ευρωπαϊκές αγορές. Απάντηση στο ερώτημα αυτό δίνει μια αποκαλυπτική μελέτη που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα από τη Deloitte και η οποία καταγράφει τις τελικές τιμές του ρεύματος, περιλαμβανομένων των χρεώσεων δικτύου αλλά και των υπόλοιπων χρεώσεων που καταβάλουν οι βιομηχανίες εντάσεως ενέργειας.
Ειδικότερα η τελική συνολική τιμή ρεύματος που πληρώνει μια γερμανική βιομηχανία είναι στα 39 ευρώ η μεγαβατώρα και είναι αποτέλεσμα τόσο της χαμηλής τιμής στο ανταγωνιστικό κόστος ενέργειας, όσο και των χαμηλών χρεώσεων δικτύου αλλά και των λοιπών φόρων και τελών.
Αξίζει μάλιστα να αναφερθεί ότι το 2013 η ανταγωνιστική τιμή του ρεύματος, χωρίς να περιλαμβάνονται οι λοιπές χρεώσεις δικτύου και οι φόροι, ήταν πάνω από τα 43 ευρώ, ωστόσο υπήρξαν σημαντικές μειώσεις τόσο το 2014 όσο και το 2015 με αποτέλεσμα η ανταγωνιστική χρέωση ενέργειας για το φορτίο βάσης να είναι κυμαίνεται κοντά στα 35 ευρώ η μεγαβατώρα.
Σε ό,τι αφορά τις χρεώσεις δικτύου αυτές βρίσκονται στα επίπεδα κάτω του 1 ευρώ η μεγαβατώρα τόσο για τους μεγάλους καταναλωτές άνω των 1000GWh όσο και για τους βιομηχανικούς πελάτες με κατανάλωση στις 100GWh. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι βιομηχανίες στη Γερμανία έχουν έως και 90% έκπτωση σε σχέση με τις κανονικές ταρίφες για τους υπόλοιπους καταναλωτές.
Όσο για τους φόρους και τα τέλη οι γερμανικές βιομηχανίες με μεγάλη κατανάλωση άνω των 1000GWh πληρώνουν λίγο πάνω από 3 ευρώ η μεγαβατώρα, ενώ οι υπόλοιπες βιομηχανίες (100GWh) δεν ξεπερνούν τα 4 ευρώ η μεγαβατώρα.
Ελλάδα
Σύμφωνα με παλαιότερη μελέτη της Roland Berger στην Ελλάδα ένας μεγάλος βιομηχανικός καταναλωτής με κατανάλωση μεταξύ 50 – 1000GWh πληρώνει για ρυθμιζόμενες χρεώσεις (ΕΤΜΕΑΡ, ΥΚΩ, ΕΦΚ) 9,14 ευρώ η μεγαβατώρα καθώς επίσης δίκτυο μεταφοράς 3,5 ευρώ η μεγαβατώρα. Για το ανταγωνιστικό σκέλος χωρίς την έκπτωση της Γενικής Συνέλευσης της ΔΕΗ, η οποία καταργείται με το νέο μνημόνιο η χρέωση είναι 58 ευρώ η μεγαβατώρα. Η τιμή επιβαρύνεται επίσης και με δικαιώματα διοξειδίου του άνθρακα της τάξης των 6 ευρώ η μεγαβατώρα.
Δηλαδή στην Ελλάδα μια αντίστοιχη βιομηχανία πληρώνει τελική τιμή πάνω από 76 ευρώ η μεγαβατώρα, τιμή 95% ακριβότερη από τα 39 ευρώ της Γερμανίας.
Βιομηχανική … καταδίκη
Η διαφορά των τιμολογίων ρεύματος καθιστά άνευ αντικειμένου οποιαδήποτε συζήτηση περί ανταγωνιστικότητας της ελληνικής βιομηχανίας και περί κινήτρων ανάπτυξης. Στην πραγματικότητα, οι ελληνικές βιομηχανίες, με τη διαφορά αυτή στα κόστη ηλεκτρισμού είναι καταδικασμένες και δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να ανταγωνιστούν αντίστοιχες ξένες σε επίπεδο κόστους. Και πρέπει να υπογραμμιστεί ότι οι τιμές αυτές έχουν προκύψει την τελευταία διετία, ως αποτέλεσμα των πολιτικών που αποφασίστηκαν από τη γερμανική κυβέρνηση για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της βιομηχανίας της χώρας.
Το βασικό πρόβλημα της Ελλάδας που δεν επιτρέπει αυτή τη στιγμή να έχουμε ανάλογα κοστολόγια είναι το γεγονός ότι η αγορά ηλεκτρισμού δεν είναι ανταγωνιστική και ως εκ τούτου δεν υπάρχει καμία πίεση ώστε τα κοστολόγια αλλά και οι τελικές τιμές του ρεύματος να μειωθούν. Παράλληλα με τη μη ανταγωνιστική λειτουργία της αγοράς, βεβαίως, στην Ελλάδα υπάρχουν πολύ υψηλές ρυθμιστικές χρεώσεις και φορολογία, η οποία επιβαρύνει υπέρμετρα τα κόστη του ρεύματος.
Αντίθετα σε ανταγωνίστριες χώρες, οι βιομηχανίες εντάσεως ενέργειας απολαμβάνουν λόγω μεγέθους σημαντικότατες εκπτώσεις στα κόστη δικτύου, τα τέλη και τους λοιπούς φόρους που επιβαρύνουν το κόστος ρεύματος.
Δηλαδή με απλά λόγια η ελληνική βιομηχανία, είναι καταδικασμένη να βγαίνει στις διεθνείς αγορές με ανταγωνιστικό μειονέκτημα έναντι των ξένων βασικών ανταγωνιστών της. Σε συνθήκες παρατεταμένης εσωτερικής ύφεσης, αυτό το μειονέκτημα ισοδυναμεί με … αργό θάνατο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου