Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2015

Ό,τι δώσαμε, δώσαμε…

Πόσο μυαλό χρειάζεται, άραγε, ώστε να καταλάβουν πως έχουμε εξαντληθεί;
Πως δώσαμε κι άλλο δεν έχει; Με φόρους και κόντρα φόρους δεν πρόκειται ποτέ να δούμε προκοπή σε αυτόν τον τόπο. 
Είναι κατανοητό αυτό;
Πόση ευφυΐα είναι απαραίτητη, ώστε να γίνει κατανοητό πως βάζοντας περισσότερους φόρους δεν σημαίνει ότι θα...







αυξηθούν τα δημόσια έσοδα;

Δεν αντιλαμβάνονται στο οικονομικό επιτελείο ότι έτσι μόνον η φοροδιαφυγή θα αυξηθεί και θα βαρύνει ακόμη περισσότερο ο λογαριασμός για τους -κατά τεκμήριο- συνεπείς της φορολογικής εξίσωσης, δηλαδή τους μισθωτούς, τους συνταξιούχους και τους ιδιοκτήτες ακινήτων;

Ούτε, ακόμη, χρειάζεται κανείς το βραβείο Νόμπελ Οικονομικών, ώστε να αντιληφθεί πως περισσότεροι φόροι σημαίνουν περαιτέρω συρρίκνωση της κατανάλωσης και της ζήτησης, και άρα οδηγούν σε βαθύτερη ύφεση και υψηλότερη ανεργία.

Εντέλει, εάν δεν θέλουν να τα καταλάβουν όλα αυτά, ίσως θα ήταν χρήσιμο να φυλλομετρήσουν την τελευταία τριμηνιαία έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, όπου αποτυπώνονται -με ιδιαίτερα σαφή τρόπο- οι δραματικές συνθήκες υπό τις οποίες βρίσκεται σήμερα η ελληνική οικονομία και βεβαίως οι πολίτες αυτής της χώρας.

Η σαφής υστέρηση στα δημόσια έσοδα αλλά και η εκτόξευση των ληξιπρόθεσμων οφειλών ιδιωτών και επιχειρήσεων προς το Δημόσιο, που βιώνουμε τους τελευταίους μήνες, αντικατοπτρίζουν ακριβώς αυτή την εξάντληση των φορολογουμένων.

Η Ελλάδα όχι μόνον συγκαταλέγεται μεταξύ των χωρών με τους υψηλότερους φορολογικούς συντελεστές στην Ευρώπη και την Ευρωζώνη, αλλά «… περαιτέρω αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης των ήδη βαριά φορολογουμένων δεν συνεπάγεται περισσότερα φορολογικά έσοδα, ιδιαίτερα σε περίοδο έντονης ύφεσης της οικονομίας, λόγω εξάντλησης της φοροδοτικής ικανότητας και ενίσχυσης της φοροδιαφυγής», επισημαίνεται χαρακτηριστικά στην έκθεση που δόθηκε χθες στη δημοσιότητα.

Τι δεν καταλαβαίνουν, άρα, και αναζητούν «ισοδύναμα» μεταξύ της επιβολής συντελεστή ΦΠΑ 23% στην ιδιωτική εκπαίδευση ή στο βόειο κρέας, ή ακόμη και αυξήσεις -όπως συζητείται- στα διόδια, στα τέλη κυκλοφορίας των αυτοκινήτων, ή στην αύξηση των εργοδοτικών εισφορών;

Πόσες επιχειρήσεις θα οδηγηθούν ακόμη στο «λουκέτο», εάν αυξηθούν οι εργοδοτικές εισφορές και τι επίπτωση θα έχει αυτό στο επίπεδο της ανεργίας, έχουν αναρωτηθεί άραγε;

Φίλτατοι, έχουμε προχωρήσει πολύ βαθιά μέσα στην κρίση για να κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας.

Οι στόχοι των πρωτογενών πλεονασμάτων που θέτει το τρίτο κατά σειρά μνημόνιο που υπέγραψε η χώρα μας είναι σαφώς χαμηλότεροι των δύο προηγουμένων (-0,25% ΑΕΠ το 2015, +0,5% ΑΕΠ το 2016, +1,75% το 2017 και +3,5% το 2018) και επιτρέπουν τουλάχιστον για την τρέχουσα διετία την ελάφρυνση του φορολογικού φορτίου που φέρει ο κάθε συνεπής φορολογούμενος στη χώρα μας.

Αντί αυτού, όμως, και αντί του περιορισμού των κρατικών δαπανών, με τη μορφή της κατάργησης σειράς ανενεργών φορέων του Δημοσίου, βλέπουμε προσλήψεις και περαιτέρω επιβαρύνσεις για τον κρατικό κορβανά, που για ακόμη μία φορά θα αναγκαστούν να επωμιστούν οι φορολογούμενοι.

Η Ελλάδα προσπαθεί, έξι χρόνια τώρα, να βγει από την ύφεση επιβάλλοντας φόρους και σφυρίζοντας αδιάφορα για τις μεταρρυθμίσεις που έχει ανάγκη η οικονομία της.

Πρόκειται για μια ασφαλέστατη συνταγή αποτυχίας, τα αποτελέσματα της οποίας όλοι βιώνουμε.

Υπό τις συνθήκες αυτές, γιατί να τρέφουμε έστω και την παραμικρή ελπίδα ότι είναι δυνατόν να υπάρξει το τσουνάμι επενδύσεων για το οποίο κάνει λόγο ο φίλτατος κ. Θ. Φέσσας, πρόεδρος του ΣΕΒ, ως απαραίτητη προϋπόθεση εξόδου της χώρας από την κρίση;
Τι καλύτερο -έναντι των γειτόνων μας- έχουμε να προσφέρουμε ώστε να προσελκύσουμε επενδύσεις;
Θα δουν άραγε τους φόρους, τη γραφειοκρατία, την αδιαφάνεια, τη φοροδιαφυγή και την κρίση, και θα κινήσουν κατά εδώ οι επενδυτές;


Toυ κ.Ν.Γ. Δρόσου




Απο: euro2day.gr









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΛΑΡΚΙΚΑ ΝΕΑ - Οι ειδήσεις σε τίτλους