Σάββατο 25 Δεκεμβρίου 2010

Στο δέντρο μου λαμπιόνια και γύρω γύρω νεράιδες...

                                                                            Γράφει η Αμελί Νομικού

Να χαρείς ρε σου λένε όλοι! Χριστούγεννα είναι! Δε βλέπεις γύρω σου την εορταστική ατμόσφαιρα; Τα φωτάκια, τα αστεράκια, τα φτεράκια, τα χρυσοστολισμένα νεραϊδάκια, τα ασημοσκεπασμένα αγιοβασιλάκια…
Εσύ όμως ποτέ δεν γούσταρες τα αγιοβασιλάκια. Τα καλικαντζάρια γούσταρες! Αυτά που ροκανίζουν το δέντρο της γης! Τις νύχτες αφουγκραζόσουν τον αέρα, κρατώντας την ανάσα σου. Προσπαθούσες να...
καταλάβεις αν προχωρούσε η δουλειά τους, θα προλάβαιναν φέτος ή πάλι θα έφταναν τα Φώτα και άπατη θα πήγαινε η προσπάθεια; Κάθε φορά που το έλεγες στη μάνα σου μπούφλα έτρωγες «Τι είναι αυτά που λες παιδί μου; Μην τολμήσεις να πεις τέτοια πράγματα σε κανέναν άλλο! Ρεζίλι θα με κάνεις!»
Δεν έβρισκες λόγο να γουστάρεις τον Άγιο Βασίλη
. Αφού δεν υπάρχει! Σιγά μην υπάρχει! Αφού το δικό σου σπίτι δεν είχε τζάκι, τι μούφες  σου έλεγαν για τον χοντρό κυριούλη που κατεβαίνει και καλά το βράδυ μέσα από την καμινάδα για να σου γεμίσει την κάλτσα την πλουμιστή με τα μύρια καλά… Το σφύριξες το μυστικό στη μάνα σου όταν ήσουν εφτά χρονών κι έφαγες μια μεγαλοπρεπέστατη κατσάδα που θα τη θυμάσαι σ’ όλη σου τη ζωή!
Κι όταν μεγάλωσες προσπάθησες να μην ενδώσεις στην καταναλωτική μανία που ακολουθούσε το «χο χο χο» του κοκκινοντυμένου χοντρούλη αλλά κανένας δε σε άκουγε! «Έλα ρε Αντώνη! Για το καλό ρε! Μην είσαι μίρλας και μιρμίρης ρε! Βγες στα μαγαζιά, ψώνισε, αγόρασε καινούρια ρούχα, μην είσαι κρυόκωλος ρε!» σου έλεγαν οι φίλοι σου κι εσύ μουρμουρίζοντας κοίταγες μέσα από τα λαμπιόνια την παραμορφωμένη πραγματικότητα «Για να το λένε όλοι, δίκιο θα έχουν. Εγώ είμαι ο γκρινιάρης και ο ανάποδος της ιστορίας φαίνεται. Άντε! Να σας κάνω τη χάρη! Για το καλό ρε!».
Και να τα πρώτα τραπέζια πίστα στα μπουζούκια, ρεβεγιόν βλέπεις! χαρά ζωής! και να τα γαρύφαλλα και τα ουίσκια και τα κουνήματα και τα στραφταλιστά μπουστάκια που ξεχείλιζαν σάρκα και ιδρωμένη γιορτίλα, και συ να φύγεις ήθελες, να φύγεις «μα καλά ρε Αντώνη, μαλάκας είσαι; Σκάσε ένα χαμόγελο ρε! Χαμογέλα! Γιορτές είναι! Για το καλό ρε!» εσένα βέβαια η φούσκα σου ήθελε να σκάσει από το κατούρημα αλλά δεν τολμούσες να σηκωθείς να πας στην τουαλέτα, τόσο στριμωγμένα που ήταν τα τραπεζοκαθίσματα στο μαγαζί, σιγά μην προλάβαινες, άρχισες να ζαχαρώνεις το μπουκάλι το νερό, να το πάρεις στη ζούλα και να ρίξεις ένα κατούρημα κάτω από το τραπεζομάντηλο του μπουζουκομάγαζου ήθελες, να το φχαριστηθεί η ψυχή σου!
Και στο γιορτινό τραπέζι με τα μούτρα στο πάτωμα πήγαινες. Δεν μπορούσες να καταλάβεις τι εμπνεύσεις ήταν αυτές! Μαζευόντουσαν γύρω από ένα τραπέζι άνθρωποι που είχαν να ιδωθούν από το Πάσχα και οι ανταλλαγές ευχών έδινε κι έπαιρνε «μα αφού δεν γουστάρουν ο ένας τον άλλο, γιατί τρώνε μαζί; Τι σκατά εύχονται ο ένας τον άλλο αφού μετά θα θάβουν η μία το φουστάνι της άλλης και θα μετράνε τα κιλά που έβαλαν στο μεταξύ» αναρωτιόσουν αλλά άχνα δεν έβγαζες «για το καλό». Παρατηρούσες τα χαμόγελα, τα χέρια που τσούγκριζαν τα ποτήρια και το κρασί που έρρεε και τίποτα δεν καταλάβαινες, τίποτα δεν σε άγγιζε αλλά συμμετείχες, πάντα συμμετείχες «για το καλό ρε».
Τα τελευταία χρόνια δεν ήταν εύκολο να πηγαίνεις στα καλέσματα γιατί δεν είχες πολλά λεφτά,  τα περιθώρια στένευαν, στην εταιρεία τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά και αυτά τα γαμημένα τα καλικαντζάρια δεν έκαναν καλά τη δουλειά τους, ποτέ δεν προλάβαιναν να ροκανίσουν το ρημάδι το δέντρο της γης, να πέσει μια και καλή να γκρεμιστεί ήθελες τέτοιο που ήταν, να ξαναχτιστεί από την αρχή ήθελες τέτοιο που ήταν, να γίνουν όλα καινούρια ήθελες τέτοια που ήταν τα παλιά αλλά πάλι δε μίλαγες γιατί η Άννα η γυναίκα σου σε πίεζε και κατέβαζε τα μούτρα της στις αντιρρήσεις σου και δεν ήθελες να την κακοκαρδίσεις «έλα ρε Αντώνη, χαμογέλα αγάπη μου, θα πάρουμε ένα δάνειο και θα ψωνίσουμε τα δώρα και τα ρούχα των παιδιών. Χαμογέλα αγάπη μου! Για το καλό!»
Χαμογελούσες «για το καλό» και υπόγραφες τα εορτοδάνεια κι έσφιγγες το χέρι του υπάλληλου στην τράπεζα, το λαιμό του ήθελες να του σφίξεις αλλά πάλι δεν έκανες καμιά κίνηση, «για το καλό» έπαιρνες τα δανεικά λεφτά και τα’δινες στη γυναίκα σου, να ντυθεί, να στολιστεί, να γίνει σα χριστουγεννιάτικο στραφταλιστό δέντρο, να ανέβει στο τραπέζι και να χαρεί τα δικά της δεκαπέντε λεπτά διασημότητας «Χαμογέλα αγάπη μου! Γιορτές είναι! Για το καλό!» σου φώναζε και κούναγε τα γοφιά της κι εσύ προσπαθούσες να συγκεντρωθείς και ν’ακούσεις κάτω από το μπουζουκομάνι τα καλικαντζάρια να ροκανίζουν, να ροκανίζουν «Αρχίδια δουλειά κάνουν τα άχρηστα!» μουρμούραγες κι φόραγες το χαμόγελο μόλις σ’έσπρωχνε ο Ηλίας ο παιδικός σου φίλος που κατέβαζε τα ουίσκια σα νερό «Χαμογέλα ρε μαλάκα. Γιορτές είναι. Για το καλό ρε!»
Φέτος περιμένεις τα καλικαντζάρια με την ίδια προσμονή που τα περίμενες όταν ήσουν μικρός.
Φέτος περισσότερο από ποτέ, θέλεις να χειροκροτήσεις την τελευταία δαγκωνιά στο δέντρο της γης.
Φέτος περισσότερο από ποτέ θέλεις να βγεις σε μια κεντρική πλατεία ντυμένος Χριστουγεννιάτικο δέντρο και ν’αρχίσεις να φωνάζεις «Στο δέντρο μου λαμπιόνια και γύρω γύρω νεράιδες ρε μαλάααααααααααααααακες!» κι ας σε περάσουν για τρελό κι ας έρθουν να σου πούνε «Τι λες ρε φίλε; Πας καλά; Τι είναι αυτά; Γιορτές είναι! Χαμογέλα! Για το καλό ρε!».
Φέτος περισσότερο από ποτέ θέλεις να βγεις στους δρόμους φωνάζοντας «Λευτεριά στα καλικαντζάρια ρε! Αφήστε τα να κάνουν τη δουλειά τους! Μπας και γκρεμιστεί το ρημάδι και φυτρώσει άλλο καλύτερο! Για το καλό ρε!»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΛΑΡΚΙΚΑ ΝΕΑ - Οι ειδήσεις σε τίτλους