Για το επόμενο διάστημα όλα δείχνουν ότι θα έχουμε κυβερνήσεις συνεργασίας αφού είναι μάλλον απίθανο να καταφέρει οποιοδήποτε κόμμα να κερδίσει την πλειοψηφία στις εκλογικές αναμετρήσεις που θα ακολουθήσουν.
Αυτό πρέπει να το δούμε ως ελπιδοφόρο αφού προφανώς το είδος του μονοκομματισμού που βιώσαμε στην μεταπολιτευτική Ελλάδα έχει σημαντικό μερίδιο ευθύνης για τις δομικές, πολιτικές, οικονομικές, πολιτικές αλλά και κοινωνικές αποτυχίες που οδήγησαν στην παρούσα κατάσταση. Η ελπίδα είναι ότι αυτές οι κυβερνήσεις (ευρείας ή μη) συνεργασίας θα επιτρέψουν την συμμετοχή καινούργιων πρωτοβουλιών, καινούργιων κινημάτων και κομμάτων που θα προσπαθήσουν να αναμορφώσουν, να ανανεώσουν, να δώσουν νέα πνοή και εμπιστοσύνη στο πολιτικό μας σύστημα. Αυτές οι κυβερνήσεις, θα έχουν την μεγάλη πρόκληση αλλά και την μεγάλη ευθύνη να εκμεταλλευτούν την ευκαιρία (που πολλοί αισθάνονται ότι είναι και η τελευταία) που έχει παρουσιαστεί μέσα από την οδυνηρή κρίση που διανύουμε, και να λήξουν πια τον αέναη πολιτισμικό δυισμό που χαρακτηρίζει την σύγχρονη Ελλάδα.
Υπάρχει πια αρκετή πολιτική και κοινωνική υποστήριξη ώστε να κάνουν τη ρήξη με τον νεποτισμό, τον λαϊκισμό, την ευνοιοκρατία, και την έλλειψη αξιοκρατίας και λειτουργικότητας που έχει χαρακτηρίσει την πολιτική ζωή του τόπου μας επί δεκαετίες πλέον. Θα πρέπει να εμπνεύσουν την ανάπτυξης μιας κουλτούρας με γνώμονα την νομική σταθερότητα, την απόδοση δικαιοσύνης και ένα συλλογικό κοινωνικό πρόγραμμα ώστε να μπορέσει να δικαιολογηθεί η οικονομική θυσία που απαιτείται σήμερα από όλους μας.
Με άλλα λόγια, η πρόκληση που θα έχουν να αντιμετωπίσουν δεν θα περιορίζεται στο να εξασφαλίσουν τις επόμενες δανειακές δόσεις, τη δημοσιονομική εξυγίανση, να διαχειριστούν το δημόσιο χρέος, να δημιουργήσουν πρωτογενή πλεόνασμα, επιτέλους να κινήσουν την αγορά, να επενδύσουν στους τομείς που θα επιτρέψουν την πολύ-αναμενόμενη ανάπτυξη της Ελλάδας. Αν θέλουν να πετύχουν, πρέπει και οφείλουν να πάνε πιο βαθιά και να πάρουν θέση απέναντι στον πολιτισμικό δυισμό που είχε εδραιωθεί βαθειά στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης.
Στις αρχές του ’90, ο Νικηφόρος Διαμαντούρος περιέγραψε αυτόν τον πολιτισμικό δυισμό της σύγχρονης Ελλάδας, σαν μια πάλη μεταξύ δύο πολιτικών πολιτισμών: της κουλτούρας της «ψωροκώσταινας» και της κουλτούρας του εκσυγχρονισμού. Η πρώτη περίπτωση αφορά έναν εθνικιστικό, πολιτισμό, ο οποίος αισθάνεται την ανάγκη να αμύνεται. Αφορά μια ‘προ-δημοκρατική’ κουλτούρα που ευνοεί τα πελατειακά δίκτυα εξουσίας, φέροντας έντονα την σφραγίδα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αντίθετη με την δυτική κοσμοθεωρία και ιδιαίτερα αμφίθυμη απέναντι στον καπιταλισμό και της δυνάμεις της αγοράς που αυτός ορίζει. Η δεύτερη κουλτούρα περιγράφεται με ευνοϊκότερους όρους. Είναι εμπνευσμένη από τον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό και προωθεί τον εξορθολογισμό της κοινωνίας και της πολιτικής στο πλαίσιο του φιλελευθερισμού, του εκκοσμικισμού, της δημοκρατίας και της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς, ενώ ευνοεί και την άσκηση εξουσίας μέσω των σύγχρονων πολιτικών κομμάτων. Σύμφωνα με τον Διαμαντούρο, στοιχεία και των δύο αυτών πολιτισμών μπορούσε να συναντήσει κανείς στις αριστερές αλλά και τις δεξιές δυνάμεις του ελληνικού πολιτικού συστήματος.
Την ίδια περίοδο, ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς υποστήριξε, ότι η Ελλάδα παρέμενε σε μεγάλο βαθμό προ-νεοτερική τόσο σε πολιτισμικούς, όσο και σε οικονομικούς όρους. Οι πολίτες συνέχιζαν να συμπεριφέρονται οικονομικά και κοινωνικά ως "τζαμπατζήδες», δίχως να υιοθετούν εργασιακό ήθος, απρόσωπη εντιμότητα της αγοράς, προσωπική αξιοπιστία, συμμόρφωση προς τους συλλογικούς κανόνες της αποδοτικότητας, της απόδοσης και της αφοσίωσης στην έννοια της υπηκοότητας ως αξίες καθεαυτού. Ο δημόσιος τομέας και κάθε τι το συλλογικό κατ’ επέκταση, τόνιζε ο Τσουκαλάς, αντιμετωπίζονταν ως πόροι στην διάθεση κάθε ατόμου ή συντεχνίας, χωρίς ο πολίτης να χρωστά τίποτα στην συλλογικότητα και το κράτος ως αντάλλαγμα.
Δυο δεκαετίες σχεδόν αργότερα, οι περιγραφές αυτές παραμένουν επίκαιρες. Συνεχίζουν να χαρακτηρίζουν μεγάλο μέρος της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας.
Οι συζητήσεις και αναλύσεις που έχουν γίνει τα δύο τελευταία χρόνια στην προσπάθεια να εξηγηθούν οι αιτίες που οδήγησαν στην κρίση και οι ρίζες του ελληνικού προβλήματος έχουν οδηγήσει στην προφανή διαπίστωση ότι η Ελλάδα απέτυχε να αναδιαρθρωθεί ουσιαστικά όπου αυτό ήταν απαραίτητο, εξαιτίας της κυριαρχίας της παραδοσιακής πολιτιστικής κουλτούρας (την αποκαλούμενη τοπικιστική/ της ψωροκώσταινας) επί της «σύγχρονης» (φιλελεύθερης μεταρρυθμιστικής). Τα κυρίαρχα πολιτικά κόμματα και οι ελίτ τους «βολεύτηκαν», διείσδυσαν και καταχράστηκαν το δημόσιο ενώ δεν αναδύθηκαν εκσυγχρονιστικές πολιτικές δυνάμεις. Η συμμόρφωση προς τους ευρωπαϊκούς κανόνες και οδηγίες είχε τελικά περιορισμένο μόνο αντίκτυπο στην κοινωνική και οικονομική μεταρρύθμιση παρά τα όσα ειπώθηκαν περί «εξ-Ευρωπαϊσμού» της Ελλάδας.
Η εργατική και η μεσαία τάξη, καθώς και οι διανοούμενοι της χώρας επέδειξαν ελλιπές ενδιαφέρον, ή ακόμη και πλήρη αντίθεση απέναντι σε οποιοδήποτε εγχείρημα δομικών μεταρρυθμίσεων, εξαιτίας του πολιτικού κόστους που αυτό θα είχε στα καθιερωμένα συμφέροντα. Ως εκ τούτου τα πελατειακά χαρακτηριστικά του πατρογονικού ελληνικού κράτους επικράτησαν, οδηγώντας σε ελλιπή παρουσία του δημόσιου τομέα, νεποτισμό, λαϊκισμό, ευνοιοκρατία, έλλειψη αξιοκρατίας και λειτουργικότητας, οικονομική συμπεριφορά «τζαμπατζήδων» εις βάρος του εργασιακού ήθους και της ανάπτυξης μιας κουλτούρας με νομική σταθερότητα και ενός συλλογικού κοινωνικού προγράμματος. Η επιλογή (τελικά!) του Λουκά Παπαδήμου δείχνει όμως ότι η κουλτούρα αυτή μπορεί να έχει επικρατήσει αλλά δεν έχει επιβληθεί απόλυτα. Και αυτό είναι ελπιδοφόρο.
Η μεταβατική κυβέρνηση συνεργασίας του Λουκά Παπαδήμου, (όπως και αυτές που θα ακολουθήσουν), θα πρέπει να αντιμετωπίσει αυτή την πραγματικότητα εκφράζοντας μία ισχυρή αίσθηση πολιτειακής ευθύνης. Θα πρέπει να σημάνουν την ανανέωση του πολιτικού συστήματος ώστε να ξαναδώσουν ουσία στην έννοια της δημοκρατίας, της χρηστής διακυβέρνησης, του κράτους δικαίου, της δικαιοσύνης και της ιδιότητας του πολίτη.
( Ολόκληρος ο τίτλος του κειμένου όπως το λάβαμε είναι : «Η σύγχρονη Ελλάδα: μια αέναη υπόθεση πολιτισμικού δυισμού που πρέπει επιτέλους να λήξει»)
Η *Ρουμπίνη Γρώπα είναι Λέκτορας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και Ερευνήτρια στο ΕΛΙΑΜΕΠ. Η **Άννα Τριανταφυλλίδου είναι Επίκουρη Καθηγήτρια στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και Ερευνήτρια στο ΕΛΙΑΜΕΠ.
Απο:eliamep
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου