Η έννοια “ψυχή” είναι μια καθαρά ιδεαλιστική έννοια, η οποία όμως
έχει ριζώσει πολύ καλά μέσα στη συνείδηση των ανθρώπων στο σήμερα. Μπορεί
κάποιος να πειστεί ότι δεν υπάρχουν θεοί, αλλά πιο δύσκολα πείθεται ότι δεν
υπάρχει αυτό που λέμε “ψυχή”. Γιατί συμβαίνει αυτό άραγε;
Η ψυχή κατ’ αρχήν, έτσι όπως την καταλαβαίνει ο περισσότερος απλός κόσμος που
ακολουθεί κάποια θρησκεία, είναι κάτι λίγο-πολύ παρόμοιο με το πνεύμα.
Όπως
χωρίζουμε τον άνθρωπο σε σώμα και πνεύμα, έτσι λέμε και σώμα και ψυχή. Βλέπουμε
λοιπόν μια πρώτη εξήγηση του χωρισμού του ανθρώπου στο υλικό – φθαρτό σώμα και
στην άυλη και αιώνια ψυχή. Η ψυχή είναι εκείνο το μέρος του ανθρώπου που μένει
ακόμα κι όταν ο άνθρωπος πεθάνει βιολογικά. Εδώ βλέπουμε έναν υποσυνείδητο φόβο
που έχει ο άνθρωπος μπροστά στο θάνατο, η καλύτερα μπροστά στην ανυπαρξία.
Σκεφτείτε το λίγο, η σκέψη ότι θα πεθάνουμε αλλά κατά κάποιο τρόπο η “ενέργεια”
αυτή που μας κινητοποιεί θα συνεχίσει να υπάρχει, θα απεγκλωβιστεί απ’ το σώμα
που ήταν “παγιδευμένη” και θα πετάξει, ενδεχομένως σε κάποιο άυλο μεταθανάτιο
τόπο (παράδεισος, κόλαση), ή μπορει να περιφέρεται σ’ αυτόν τον κόσμο απλά
βλέποντας, παρατηρώντας το τι γίνεται, χωρίς να μπορεί να παρέμβει στα πράγματα.
Αν φανταστούμε τον εαυτό μας μόνο σαν “ψυχή”, χωρίς το σώμα, το ιδιαίτερο
χαρακτηριστικό αυτής της εικόνας είναι ότι θα μπορούμε να βλέπουμε, να ακούμε
αλλά θα είμαστε απαλλαγμένοι από άλλες ιδιότητες του σώματός μας: δεν θα
νιώθουμε πόνο, θα πετάμε, δεν θα κρυώνουμε ή ζεσταινόμαστε, δεν θα είμαστε
όμορφοι ή άσχημοι κλπ. Αυτό είναι στην ουσία μια ιδανική κατάσταση του εαυτού
μας, ο τέλειος εαυτός μας, ή αλλιώς ο εαυτός μας χωρίς
προσωπικότητα.
Γιατί φοβόμαστε τόσο πολύ την ανυπαρξία; διότι όλα όσα γνωρίζουμε
για τον κόσμο έρχονται από τις δυο πιο χαρακτηριστικές αισθήσεις του “τέλειου”
εαυτού μας, της όρασης και της ακοής. Βλέπουμε τον κόσμο, διαβάζουμε, ακούμε
ομιλίες, ήχους, μουσική. Έτσι καταλαβαίνουμε τον κόσμο και η σκέψη ότι κάποια
μέρα θα πάψουμε να αισθανόμαστε, να καταλαβαίνουμε και ότι θα είμαστε μέσα σε
έναν ύπνο δίχως όνειρα, χωρίς αίσθηση του χώρου και του χρόνου μας τρομάζει. Οι
αισθήσεις μας μας κρατάνε σε επαφή με την ύπαρξη τη δική μας και των άλλων
πραγμάτων γύρω μας.
Η όραση περισσότερο, η ακοή λιγότερο και η όσφρηση ακόμα λιγότερο
λειτουργούν από μόνες τους εφόσον τα μάτια μας στον ξύπνο είναι ανοιχτά, τα
αυτιά μας και η μύτη μας είναι διαρκώς ανοιχτά και δέχονται ερεθίσματα συνεχώς,
χωρίς να καταβάλλουμε μεγάλη προσπάθεια. Η αφή από την άλλη όμως, χρειάζεται
μεγαλύτερη συνειδητή προσπάθεια, να πιάσουμε, να αγγίξουμε, να ψηλαφίσουμε κάτι
για να το καταλάβουμε καλύτερα. Η αφή είναι η κατεξοχήν αίσθηση της
εργασίας, που τα πρώτα χρόνια του ανθρώπου ήταν μόνο χειρωνακτική. Ας πούμε
ότι ο βαθμός “υλικότητας” της αφής είναι πιο μεγάλος από τις άλλες. Γι αυτό όταν
θέλουμε να πούμε κάτι το οποίο είναι αναμφισβήτητο, λέμε ότι είναι
“χειροπιαστό”, επειδή η αφή είναι η απόλυτη απόδειξη ότι κάτι
υπάρχει πραγματικά, ενώ τα μάτια και τ’ αυτιά μας μπορεί να μας ξεγελάνε.
Την ψυχή την τοποθετούμε ασυναίσθητα, κάπου μέσα στο σώμα μας και
κυρίως μέσα στο στήθος. Όταν αναφερόμαστε στην ψυχή μας ακουμπάμε συνήθως το
στήθος μας κάτι που μας οδηγεί στο να τη θεωρούμε κάτι κοντινό με την αφηρημένη
σημασία της “καρδιάς”, όχι του οργάνου του σώματός μας που χτυπάει, αλλά ως το
μέρος του σώματός μας όπου είναι αποθηκευμένα τα συναισθήματά μας: χαρά, λύπη,
θυμός, γαλήνη και άλλα. Τα συναισθήματά μας έχουν επίσης πολύ ισχυρή επίδραση
επάνω μας, διότι τα αισθανόμαστε χωρίς προσπάθεια, σε αντίθεση με το λογικό
μυαλό, το οποίο το χρησιμοποιούμε συνειδητά για να εξετάσουμε ένα ζήτημα λογικά,
με το μυαλό μας.
Στον τέλειο, τον ιδανικό εαυτό μας, την “ψυχή” που αιωρείται, όλα
τα συναισθήματά μας πιστεύουμε ότι τα έχουμε ακριβώς όπως και στο σώμα μας.
Γνωρίζουμε φυσικά από τη βιολογία και την ιατρική ότι τα “συναισθήματα” είναι
καθαρά οργανικές καταστάσεις που έχουν να κάνουν με την αντίδραση του οργανισμού
μας σε εξωτερικά ερεθίσματα. Η χαρά, η αγάπη, η απόλαυση, τα θετικά συναισθήματα
γενικά προκαλούνται όταν τα εξωτερικά ερεθίσματα προάγουν την υγεία, δηλαδή την
καλή λειτουργία του σώματός μας. Το μίσος, η οργή, η λύπη προκαλούνται επειδή
συμβαίνουν καταστάσεις που καταπονούν το σώμα μας και την υγεία μας (και
εννοούμε και την ψυχολογική).
Η ψυχή με λίγα λόγια λοιπόν είναι τα συναισθήματά μας και οι
“ανώτερες” αισθήσεις μας χωρίς το σώμα. Δεν μπορούν όμως να υπάρξουν από μόνες
τους οι αισθήσεις και τα συναισθήματα, χρειάζονται το σώμα για να
εκδηλωθούν.
Μια κάπως πιο θεολογική άποψη που υπάρχει περισσότερο στις
θρησκείες της Ασίας (Ινδουισμός, Βουδισμός, Τζαϊνισμός) υποστηρίζει ότι η ψυχή
κάθε ανθρώπου είναι ένα κομματάκι του υπέρτατου θεού, όλοι δηλαδή είμαστε
καμωμένοι από θεό κι όταν πεθάνουμε, ξαναενωνόμαστε με την αρχική μας ουσία. Μια
πιο προχωρημένη ακόμα άποψη είναι ότι η ψυχή του κάθε ατόμου είναι ένα μικρό
τμήμα μιας “παγκόσμιας” ψυχής, ενός παγκόσμιου πνεύματος όπως αυτό που
περιέγραφε ο Χέγκελ, και μετά το θάνατό μας επιστρέφει εκεί.
Τελευταία, η εξέλιξη αυτής της άποψης είναι μια “ντροπαλή”
υλιστική ερμηνεία. Ότι δηλαδή η ψυχή είναι ένα κομμάτι της ενέργειας του
σύμπαντος, της ενέργειας που κρατάει τον άνθρωπο ζωντανό. Όταν αυτή η ενέργεια
εξασθενίσει πολύ (μετατραπεί δηλαδή σε θερμότητα που είναι η πιο απλή μορφή
ενέργειας που υπάρχει και δεν μπορεί να αλλάξει και να γίνει κάτι άλλο) ο
άνθρωπος πεθαίνει. Η ψυχή εδώ δηλαδή εμφανίζεται σαν ένα κομμάτι της ενέργειας
του σύμπαντος.
Ακόμα κι αυτή η τελευταία προσέγγιση της ψυχής, δεν μας εξηγεί
γιατί στην ιστορική του πορεία ο άνθρωπος “χώρισε” τον εαυτό του σε σώμα και
ψυχή; Από διαλεκτική υλιστική άποψη, τι εξήγηση μπορούμε να δώσουμε;
Μια και είδαμε ότι η ψυχή συνδέεται σαν έννοια σε όλες τις
περιπτώσεις με το θεό, άρα και τη θρησκεία, αρκεί να καταλάβουμε το μηχανισμό
δημιουργίας της θρησκείας.
Τα
πρώτα χρόνια του ανθρώπου δεν υπήρχαν θρησκείες αλλά προ-θρησκευτικές
συμπεριφορές. Ο σοφός άντρας της φυλής, που κατείχε τη γνώση που εξασφάλιζε
επιβίωση στη φυλή, ήταν και ο “πνευματικός” ας πούμε αρχηγός, ο “σοφός”, ο
“πρεσβύτερος”. Πράγμα πολύ λογικό αφού σαν παλιότερος, είχαν δει πολλά τα μάτια
του. Αυτός κατείχε και τη γνώση π.χ των εποχών, του χρόνου καρποφορίας των
δέντρων, ή την εποχή που το κυνήγι αφθονούσε κλπ. Τη γνώση αυτή την αποκτούσε
πολύ λογικά, παρατηρώντας τη φύση. Η γνώση αυτή του έδινε ισχύ και εξουσία, και
την περνούσε στα παιδιά του, κληροδοτώντας έτσι την ισχύ και την εξουσία κι έτσι
εξηγείται η κληρονομικότητα στους μεταγενέστερους αυτοκράτορες και
βασιλιάδες.
Όταν πέθαινε ο σοφός, οι υπόλοιποι της φυλής του έβρισκαν τρόπους
για να “προσπεράσουν” το τραγικό γεγονός του θανάτου του, θεωρούσαν ότι οι
σκέψεις του μεταφέρονταν στο ραβδί που κρατούσε, ή στο σκυλί που τον
ακολουθούσε, ή στο δέντρο στη σκιά του οποίου καθόταν. Η φυλή του έτεινε να
λατρεύει τα αντικείμενα αυτά κι αυτό ονομάζεται “τοτεμισμός”, “τοτέμ” είναι το
“ιερό” αντικείμενο που συνδέεται με τον σοφό. Επίσης απέφευγαν π.χ να σκοτώσουν
το σκυλί που ακολουθούσε το σοφό, ή να κόψουν τους καρπούς από το δέντρο στου
οποίου τη ρίζα καθόταν ο σοφός (κατάλοιπο αυτής της συμπεριφοράς είναι κι ο
μύθος του δέντρου της γνώσης του καλού και του κακού, απ’ το οποίο δεν έπρεπε να
φανε οι πρωτόπλαστοι) από φόβο μη χαθούν αυτές οι ιδιότητες του αρχηγού. Αυτό
ονομάζεται “ταμπού”.
Με απλά λόγια, οι πρώτοι άνθρωποι λάτρευαν τον αρχηγό τους όσο
ζούσε επειδή είχε τη γνώση και έλεγχε τις παραγωγικές δυνάμεις της τότε
πρωτόγονης κοινωνίας, αλλά τον λάτρευαν και μετά τον θάνατό του. Κι επειδή δεν
υπήρχε πια η φυσική του παρουσία, λάτρευαν τα αντικείμενα που σχετιζόταν μ’
αυτόν. Η “ψυχή” του, οι σκέψεις του και η σοφία του δηλαδή, εξακολουθούσαν να
υπάρχουν και μεταφέρονταν απ’ το σώμα στα αντικείμενα. Η προ-θρησκευτική αυτή
συμπεριφορά ονομάζεται ανιμισμός, η οποία σε βάθος χρόνου γινόταν και
προγονολατρεία.
Ένα επιπλέον στοιχείο που κάνει πιο έντονο το φόβο του θανάτου
είναι η αποκρουστική εικόνα του πεθαμένου ανθρώπου. Ο νεκρός που σαπίζει και
αλλοιώνεται τελείως η εικόνα του προκαλούσαν την αηδία, την αποστροφή προς το
θάνατο. Γι αυτό και τους έθαβαν τους πεθαμένους, για να αποφύγουν την εικόνα
αυτή που τους έκανε να νιώσουν όχι μόνο ανασφάλεια για την απώλεια του ανθρώπου
που εμπιστεύονταν και σέβονταν σαν αρχηγό, αλλά και για να μην τους θυμίζει τη
δική τους μοίρα.
Η “ψυχή” λοιπόν σαν έννοια, δημιουργήθηκε από την ανάγκη του
ανθρώπου διατηρήσει τη γνώση και τη σοφία, που τότε άρχισαν να γίνονται εργαλεία
επιβίωσης.
Σήμερα που αναπτύχτηκε τόσο πολύ η παραγωγή και οι παραγωγικές
μέθοδοι, η ανθρωπότητα συνολικά τείνει να ξεπεράσει αυτές τις αντιλήψεις.
Ωστόσο, το πιο βασικό στοιχείο που γεννά και συντηρεί τέτοιες ιδεαλιστικές
αντιλήψεις, έτσι όπως εξερευνήσαμε την έννοια ιστορικά, είναι οι εκμεταλλευτικές
σχέσεις, ότι δηλαδή ο χωρισμός των ανθρώπων σε τάξεις με βάση το τι έχει ο
καθένας στην ιδιοκτησία του, αντανακλάται αναγκαστικά και στον τρόπο σκέψης του
αλλά και το πώς ερμηνεύει τον κόσμο. Εκεί οφείλεται και η ύπαρξη αυτών των
εννοιών, θεός, ψυχή, πνεύμα.
Απο:redflyplanet
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου