Tων Δημήτρη Κ. Παπαμαντέλλου* και Κωνσταντίνου Β. Γιωτόπουλου**
Οταν η Ελληνική Πολιτεία, στην προσπάθεια να βγάλει την Ελλάδα από
την υπανάπτυξη, αποφάσιζε να ενθαρρύνει και τη δημιουργία βιομηχανιών
βάσης στη χώρα, γνώριζε ότι, μία από τις αναγκαίες προϋποθέσεις ήταν η
εξασφάλιση άφθονης και χαμηλού κόστους ηλεκτρικής ενέργειας.Η αξιοποίηση των μεγάλων λιγνιτικών κοιτασμάτων, για ηλεκτροπαραγωγή, και η κατασκευή των μεγάλων φραγμάτων...
στον ποταμό Αχελώο και αλλού, για παραγωγή φθηνής ενέργειας και για άρδευση, δημιούργησαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για πολύ μεγάλες επενδύσεις σε κλάδους, όπως η μεταλλουργική βιομηχανία, τα τσιμέντα κ.λπ. και κατέστησαν δυνατή την αξιοποίηση και καθετοποίηση της εκμετάλλευσης εκτεταμένων κοιτασμάτων βωξίτη και νικελιούχων λατεριτών. Σε κλάδους, δηλαδή, στους οποίους το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας, λόγω της μεγάλης συμμετοχής της στην παραγωγική διαδικασία, παίζει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του κόστους του προϊόντος τους, στην ανταγωνιστικότητά τους και τελικά στην επιβίωσή τους.
Τον τελευταίο καιρό, η στάση της ΔΕΗ απέναντι στις ελληνικές βιομηχανίες βάσης που είναι οι κύριοι πελάτες Υψηλής Τάσεως, φαίνεται να αναθεωρείται ριζικά.
Η ΔΕΗ, με το 70% περίπου της παραγωγής της να προέρχεται από τους χαμηλού κόστους Λιγνιτικούς και Υδροηλεκτρικούς Σταθμούς, των οποίων έχει την αποκλειστική εκμετάλλευση, καταρτίζει και εισηγείται τιμολόγια ηλεκτρικής ενέργειας για την Υψηλή Τάση, από την οποία τροφοδοτούνται οι μεγάλες βιομηχανίες, τα οποία έχουν ουσιαστικά καταργήσει την πιο θεμελιακή από τις προϋποθέσεις, στις οποίες στηρίχθηκε η δημιουργία και η λειτουργία αυτών των βιομηχανιών, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο.
Παραβλέποντας το γεγονός ότι, το μεταβλητό κόστος παραγωγής των λιγνιτικών σταθμών, που αποτελούν τον βασικό κορμό του συστήματος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα (περίπου το 60%), διαμορφώνεται στην περιοχή των 30 ευρώ ανά MWh, ενώ το μεταβλητό κόστος των υδροηλεκτρικών είναι αμελητέο, επικαλείται το «οριακό κόστος», δηλαδή στο κόστος που αξιώνει ο τελευταίος (ο ακριβότερος) προμηθευτής, που μπαίνει στο ελληνικό σύστημα, για να αιτιολογήσει τις εξωπραγματικές τιμές, που απαιτεί από τους βιομηχανικούς πελάτες Υψηλής Τάσεως. Με αυτή όμως τη στάση, κάνουμε τρία πράγματα.
Πρώτον: Βάζουμε στην ίδια μοίρα πελάτες, στους οποίους η ηλεκτρική ενέργεια έχει σχετικά χαμηλή συμμετοχή στο κόστος, και πελάτες, όπως η μεταλλουργία, στους οποίους η συμμετοχή της ηλεκτρικής ενέργειας στο κόστος φθάνει και στο 35% και αποτελεί τον πρώτο παράγοντα, που καθορίζει τη βιωσιμότητά τους.
Δεύτερον: Φαίνεται να αγνοούμε ότι, με το απίθανα εξωπραγματικό κόστος ηλεκτρικής ενέργειας των 80 ευρώ ανά MWh, γιατί εκεί περίπου οδηγούν τα νέα τιμολόγια Υψηλής Τάσεως της ΔΕΗ, οι βιομηχανίες βάσεως στην Ελλάδα οδηγούνται σε οριστικό τέλος.
Είναι αξιοσημείωτο ότι, το κόστος αυτό δεν απέχει και πολύ από το μέσο έσοδο των 112 περίπου ευρώ/MWh, από το σύνολο των καταναλωτών στη λιανική πώληση, το οποίο καλύπτει και το μεγάλο πρόσθετο κόστος των δικτύων μέσης και χαμηλής τάσεως, μαζί με το κόστος απωλειών των δικτύων, και το πρόσθετο κόστος εμπορολογιστικής διαχείρισης κ.λπ.
Τρίτον: Φαίνεται επίσης να αγνοούμε ότι, η μεγάλη βιομηχανία στην Ελλάδα, είναι ουσιαστικά απόλυτα εξαρτημένη από τον μοναδικό προμηθευτή ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα, που λειτουργεί όλους τους χαμηλού κόστους λιγνιτικούς και υδροηλεκτρικούς σταθμούς, δηλαδή τη ΔΕΗ. Δυνατότητα πρόσβασης σε εναλλακτικό προμηθευτή πρακτικά δεν υπάρχει, λόγω του όγκου της απαιτούμενης ενέργειας και της περιορισμένης δυναμικότητας των διασυνδέσεων του ελληνικού δικτύου μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας με ξένα δίκτυα.
Αν γίνει κατανοητό ότι η αξιοποίηση των λιγνιτικών κοιτασμάτων της χώρας και του υδροδυναμικού, υπαγορεύτηκε από την ανάγκη εξασφάλισης άφθονης και χαμηλού κόστους ηλεκτρικής ενέργειας, για να καταστεί δυνατός ο εξηλεκτρισμός της χώρας αλλά και η δημιουργία βιομηχανιών βάσεως, που θα αξιοποιούσαν τον ορυκτό πλούτο και θα δημιουργούσαν απασχόληση, δεν μπορούμε να ζητάμε τιμές ηλεκτρικής ενέργειας, που ουδεμία σχέση έχουν με το πραγματικό κόστος των σταθμών βάσεως του ελληνικού συστήματος ηλεκτροπαραγωγής.
Αν, παρ’ όλα αυτά, επιμείνουμε στην αγνόηση βασικών κανόνων πολιτικής στο θέμα της τιμολόγησης της ηλεκτρικής ενέργειας στη βιομηχανία και ιδιαίτερα στις βιομηχανίες εντάσεως ηλεκτρικής ενέργειας, ο κίνδυνος να οδηγηθούν σε οικονομική απαξίωση οι μεγάλες βιομηχανίες βάσεως, στις οποίες έχουν επενδυθεί τεράστια ποσά, είναι μπροστά μας και τα σχέδια αποκρατικοποιήσεων (ΛΑΡΚΟ), κινδυνεύουν να ναυαγήσουν.
Μεταλλουργικές βιομηχανίες, που ήδη με τα ισχύοντα τιμολόγια έχουν πρόβλημα βιωσιμότητας, με την τιμή των 80ευρώ/MWh, τίθενται εκτός αγοράς. Είναι απαραίτητο πλέον να εκλογικευθεί το κόστος ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα μας, εάν θέλουμε να έχουμε βιομηχανία στην Ελλάδα.
* Ο κ. Παπαμαντέλλος είναι τ. διοικητής ΔΕΗ, καθηγητής Παν. Πατρών, Dr. – Ing. Μεταλλουργός πρόεδρος Δ.Σ. Ελληνικού Κέντρου έρευνας Μετάλλων (ΕΛΚΕΜΕ)
**Ο κ. Γιωτόπουλος είναι οικονομολόγος τ. γεν. δ/ντής Οικονομικού ΔΕΗ, τ. δ/νων σύμβουλος ΤΡΑΜ Α.Ε., τ. πρόεδρος Μόνιμης Επιτροπής Ενέργειας CEEP (Βρυξέλλες)
Απο:kathimerini
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου