Οι εργατικές συλλογικότητες στην εποχή του κράτους πρόνοιας.
Οι μορφές συλλογικής οργάνωσης των εργαζομένων βρίσκονται πάντα σε συνάρτηση με τις αντικειμενικές κοινωνικές συνθήκες και τους εκάστοτε ταξικούς συσχετισμούς των δυνάμεων, καθώς και με άλλους παράγοντες. Ταυτόχρονα είναι αναγκαία σε κάθε περίπτωση και ιστορική περίοδο η διασφάλιση της μεγαλύτερης δυνατής συνδικαλιστικής συμμετοχής, προκειμένου να εξασφαλίζεται η μέγιστη δυνατή αποτελεσματικότητα.
Οι διατάξεις της νομοθετικής ρύθμισης των αρχών της 10ετίας του 1980, που συνεχίζουν να είναι σε ισχύ (Νόμος 1264/82, που αντικατέστησε τον περιβόητο Νόμο 330/76 και που αποτέλεσε μια αδιαμφισβήτητη δημοκρατική τομή στο ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα), προέβλεπαν σε συνθήκες ανόδου του εργατικού κινήματος και σοσιαλδημοκρατικών αλλαγών που έρχονταν στο προσκήνιο, τη συμμετοχή στις πρωτοβάθμιες εργατικές ενώσεις (κλαδικές και επιχειρησιακές), συμμετοχή μόνον των ενεργά εργαζομένων της επιχείρησης ή του παραγωγικού κλάδου.
Οι μέχρι σήμερα απόπειρες ανάδειξης μορφών συνδικαλιστικής
εκπροσώπησης των νέων της επισφάλειας, των συνταξιούχων και των ανέργων
(λ.χ. επιτροπές ανέργων, συνταξιουχικά σωματεία), παρόλο που
χαρακτηρίστηκαν από γόνιμες προσπάθειες και προσεγγίσεις, δεν κατόρθωσαν
να δώσουν απάντηση σʼ αυτό το μείζον ζήτημα της κοινωνικής εκπροσώπησης
των «από κάτω»
Στην περίπτωση των εργοστασιακών σωματείων η συνδικαλιστική ιδιότητα
βρισκόταν σε συνάρτηση με την ενεργό απασχόληση στην κάθε φορά
επιχείρηση: Στο μέτρο που ένας εργαζόμενος ή μια ευρύτερη ομάδα
απολυόταν, η συνδικαλιστική ιδιότητα χανόταν (μετά την παρέλευση ενός
εξαμήνου από την απόλυση). Απεναντίας στην περίπτωση των κλαδικών
σωματείων η συνδικαλιστική ιδιότητα συνέχιζε να υπάρχει σε ολόκληρη την
επαγγελματική ζωή των εργαζομένων στον κλάδο, εφόσον ήταν σε εξάρτηση
από την απασχόληση στον κλάδο και όχι από την εργασία στην οποιαδήποτε
επιμέρους επιχείρηση. Αυτά ίσχυαν σʼ ένα ευρύτερο περιβάλλον, όπου
λειτουργούσε η σχετικά πλήρης απασχόληση του εργατικού δυναμικού, ένα
καθεστώς σταθερότητας στο ασφαλιστικό και συνταξιοδοτικό σύστημα, ο
θεσμός των συλλογικών διαπραγματεύσεων και η ύπαρξη ενός κατώτατου
μισθού, συμβάσεις ως επί το πλείστον αορίστου χρόνου, σταθερός
εβδομαδιαίος χρόνος εργασίας κ.λπ.Η απορρύθμιση παραφθείρει καίρια τη συνδικαλιστική πυκνότητα
Στη σημερινή περίοδο, που ξεκινά από την εκδήλωση της κρίσης καπιταλιστικής υπερσυσσώρευσης (δεύτερο εξάμηνο του 2008) και επιτείνεται με την εφαρμογή της άτεγκτης μνημονιακής πολιτικής (από την άνοιξη του 2010), οι αντικειμενικές κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες έχουν ριζικά τροποποιηθεί: Οι εργασιακές σχέσεις έχουν απορρυθμιστεί, ο κατώτατος μισθός έχει πλέον καταργηθεί, η ανεργία τείνει να αγκαλιάσει το 30% του συνολικού εργατικού δυναμικού (από το 3% που ήταν πριν από 30 χρόνια), οι συμβάσεις εργασίας έχουν αποκτήσει πρόσκαιρα και μερικά χαρακτηριστικά, το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης έχει αποδιαρθρωθεί και το συνταξιοδοτικό καθεστώς έχει αποψιλωθεί. Πώς τίθεται έτσι πλέον σήμερα το ζήτημα της κοινωνικής σύνθεσης των πρωτοβάθμιων εργατικών σωματείων με βάση τις τεράστιες αλλαγές που έχουν επισυμβεί την τελευταία 4ετία;
Στην τρέχουσα περίοδο το μεγαλύτερο μέρος των λαϊκών εργαζομένων τάξεων στερείται απασχόλησης και κοινωνικής σταθερότητας και σε κάθε περίπτωση μορφών συλλογικής κοινωνικής εκπροσώπησης. Η πλειονότητα της νεολαίας δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είτε δεν έχει, κατά τρόπο μακροχρόνιο, διεξόδους απασχόλησης είτε ετεροαπασχολείται με μορφές μερικής και πρόσκαιρης εργασίας, σε πλήρη αναντιστοιχία με τις σχετικές της σπουδές και επαγγελματική εξειδίκευση.
* Το άνεργο εργατικό δυναμικό, που τείνει να πλησιάσει το 1,5 εκατομμύριο άτομα, ανήκει σε μεγάλο βαθμό στις περιπτώσεις μακροχρόνιας ανεργίας και, επιπλέον, λόγω της ίδιας του της παραγωγικής απομόνωσης δεν διαθέτει μορφές συλλογικής εκπροσώπησης.
* Τέλος η μεγάλη πλειονότητα των συνταξιούχων της μισθωτής εργασίας αδυνατούν να αντιδράσουν στην κατακρεούργηση του συνταξιοδοτικού τους καθεστώτος, είτε λόγω ασθενειών είτε λόγω ηλικίας, παρόλο που έχουν καταναλώσει τη ζωή τους στην κοινωνική παραγωγή.
Είναι έτσι φανερό ότι οι υπάρχουσες μορφές συνδικαλιστικής οργάνωσης, ιδιαίτερα στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, συσπειρώνουν ένα εξαιρετικά μικρό μέρος της εργατικής τάξης (περί το 15%) εξαιτίας του κυρίαρχου εργοδοτικού δεσποτισμού και της παραλυτικής επίδρασης της υπερδιογκωμένης ανεργίας. Αν τώρα συνυπολογίσει κανείς το σύνολο των λαϊκών εργαζομένων τάξεων (ενεργός μισθωτή εργασία με χαμηλή συνδικαλιστική πυκνότητα, άνεργοι, νέοι και συνταξιούχοι) διαπιστώνει ότι η κοινωνική εκπροσώπηση του πρωτοβάθμιου συνδικαλιστικού κινήματος μετά βίας προσεγγίζει ένα 7% – 8% του συνολικού εργατικού δυναμικού.
Ακόμη και αν τα υφιστάμενα εργατικά σωματεία του ιδιωτικού τομέα λειτουργούσαν με επάρκεια (συνελεύσεις, κινητοποιήσεις κ.λπ.), πράγμα που δεν συμβαίνει λόγω της συνολικής απαξίωσης του εργατικού συνδικαλισμού (όσο και του δυσμενέστατου κοινωνικού συσχετισμού των δυνάμεων κεφαλαίου – εργασίας), η αποτελεσματικότητά τους στον συνολικό λαϊκό εργατικό πληθυσμό θα ήταν εξαιρετικά υποτονική. Αυτό άλλωστε γίνεται φανερό σε πανεργατικές κινητοποιήσεις (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, όπως του Μαΐου 2010 και του Οκτωβρίου 2011), όπου το ποσοστό εργατικής απεργιακής συμμετοχής κινείται σε χαμηλά επίπεδα, σε αντίθεση με τις απεργιακές κινητοποιήσεις στις υπόλοιπες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, που πλήττονται εξίσου από τον ακραίο νεοφιλελευθερισμό, όπου η συμμετοχή στις πανεθνικές απεργίες κινείται σε υψηλότερα επίπεδα.
Η διεύρυνση των κοινωνικών οριζόντων των εργατικών σωματείων
Οι μέχρι σήμερα απόπειρες ανάδειξης μορφών συνδικαλιστικής εκπροσώπησης των νέων της επισφάλειας, των συνταξιούχων και των ανέργων (λ.χ. επιτροπές ανέργων, συνταξιουχικά σωματεία), παρόλο που χαρακτηρίστηκαν από γόνιμες προσπάθειες και προσεγγίσεις, δεν κατόρθωσαν να δώσουν απάντηση σʼ αυτό το μείζον ζήτημα της κοινωνικής εκπροσώπησης των «από κάτω». Κατά συνέπεια είναι περισσότερο από αναγκαία η καινούργια μορφή σύνθεσης των ιστορικών μορφών οργάνωσης της μισθωτής εργασίας, με τη διεύρυνση της κοινωνικής τους σύνθεσης στους ανέργους, τους νέους και τους συνταξιούχους. Βέβαια από μόνος του αυτός ο μετασχηματισμός δεν είναι σε θέση να επιφέρει την ανάταξη, μαζικοποίηση και αποτελεσματικότητα του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος (γιατί χρειάζεται η συνδρομή και άλλων οικονομικών και πολιτικών παραγόντων), ωστόσο μπορεί να συμβάλει από μια ορισμένη πλευρά σʼ αυτή την κατεύθυνση.
Μια τέτοια διευρυμένη συμμετοχή, που θα δώσει ευρύτερα λαϊκά χαρακτηριστικά στα εργατικά συνδικάτα, δεν μπορεί να αφορά παρά τα κλαδικά διεπαγγελματικά σωματεία (π.χ. κλωστοϋφαντουργίας, ιδιωτικών κλινικών κ.λπ.), και όχι τα επιχειρησιακά σωματεία των οποίων ο ρόλος είναι η συσπείρωση των εργαζομένων μιας συγκεκριμένης επιχείρησης. Η ένταξη σʼ αυτές τις κλαδικές οργανώσεις του συνόλου των υπολοίπων λαϊκών στρωμάτων που έχουν ως αναφορά τους τον παραγωγικό κλάδο, ανεξάρτητα αν βρίσκονται, παρά τη θέλησή τους και λόγω των καταστρεπτικών συνεπειών της κρίσης, εκτός παραγωγικής διαδικασίας (νέοι και άνεργοι) ή σε καθεστώς συνταξιοδότησης (συνταξιούχοι), μπορεί να επιφέρει τη μαζικοποίηση των συνδικαλιστικών οργανώσεων στους μεγάλους παραγωγικούς κλάδους και ταυτόχρονα να εισαγάγει στην συνδικαλιστική προβληματική τα εκρηκτικά ζητήματα που αντιμετωπίζουν αυτές οι κοινωνικές κατηγορίες. Μια τέτοια κατεύθυνση μπορεί να ξεκινήσει να προωθείται με όρους επείγοντες στην σημερινή εποχή, πράγμα που θα επιφέρει αναγκαστικά και τη νομική της κατοχύρωση στη συνέχεια.
Απο: Η ΑΥΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου