Του
Θανάση Ζεκεντέ
Η απορύθμιση της
αγοράς εργασίας επιδιώχθηκε από τις επιχειρήσεις προκειμένου να μειωθεί
το εργασιακό κόστος και να αυξηθεί το περιθώριο κέρδους. Για να γίνει
πιο εύκολα αποδεκτή η στρατηγική μείωσης των αμοιβών και των δικαιωμάτων
των εργαζομένων υποστηρίχθηκε στην κοινή γνώμη, από οικονομολόγους και
ΜΜΕ, η άποψη ότι η μείωση της αμοιβής της εργασίας είναι μονόδρομος για
τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και της βιωσιμότητας των
επιχειρήσεων.
Με την παγκοσμιοποίηση, με την άρση των εμπορικών περιορισμών και τον
περιορισμό των δασμών η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων δεν εξαρτάται
μόνο από το κόστος εργασίας αλλά κυρίως από τα μεταφορικά κόστη, τα
κόστη ενέργειας, το φορολογικό και ασφαλιστικό κόστος, την καινοτομία,
τη διαφοροποίηση, την αισθητική και την ποιότητα των προϊόντων. Οι
αναπτυγμένες οικονομίες της δύσης δεν μπορούν να ανταγωνιστούν τις
αναπτυσσόμενες οικονομίες της ανατολής σε όρους κόστους εργασίας. Είναι
σαφές πως οι δυτικές οικονομίες μπορούν να ξεχωρίσουν μόνο μέσα από
προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας που απαιτούν υψηλή τεχνογνωσία και
εξειδικευμένο προσωπικό.
Η συνεχιζόμενη μείωση των αποδοχών των εργαζομένων
στις αναπτυγμένες οικονομίες και κυρίως των εργατών και των υπαλλήλων με
χαμηλές και μεσαίες αποδοχές ουσιαστικά υποβαθμίζει τη σχέση αφοσίωσης
και εμπιστοσύνης των εργαζομένων στις επιχειρήσεις που «απασχολούνται»
με αποτέλεσμα να είναι λιγότερο παραγωγικοί και καινοτόμοι στον τρόπο
δουλειάς τους.
Στις αρχές του 20ού αιώνα ο Henry Ford, ιδρυτής και ιδιοκτήτης της
ομώνυμης αυτοκινητοβιομηχανίας, κατανοώντας πως ο καλά αμειβόμενος
εργαζόμενος νοιάζεται περισσότερο για τη δουλειά του και καταναλώνει
περισσότερο, προχώρησε σε σημαντικές αυξήσεις μισθών στο προσωπικό του,
πολύ πάνω από το μέσο όρο. Το αποτέλεσμα ήταν στα εργοστάσια του να
συνωστίζονται οι καλύτεροι εργάτες και τεχνίτες για να προσληφθούν, ενώ
ακόμη και οι λιγότερο αποδοτικοί εργαζόμενοι βελτιώθηκαν γνωρίζοντας πως
στην αγορά εργασίας δεν θα έβρισκαν ανάλογες αποδοχές.
Οι υψηλές αμοιβές χαρακτηρίστηκαν ως αμοιβές αποδοτικότητας καθώς οι
καλά αμειβόμενοι εργαζόμενοι είναι περισσότερο αποδοτικοί, πρόθυμοι και
αποτελεσματικοί από τους χαμηλά αμειβόμενους εργαζόμενους σε αντίστοιχες
θέσεις. Ένας υπαμειβόμενος εργαζόμενος είναι ράθυμος, αδιάφορος και
χωρίς πίστη στην εταιρεία που εργάζεται. Η ανεργία μπορεί να καθυστερεί
την αποχώρηση του από τη συγκεκριμένη εταιρεία και είναι ο βασικός λόγος
που τον συγκρατεί αλλά σε καμία περίπτωση δεν αποδίδει σύμφωνα με τις
πραγματικές δυνατότητες του διότι θεωρεί πως αδικείται και κατά συνέπεια
η παραγωγικότητα του είναι χαμηλή. Χαμηλές αποδοχές συνεπάγονται χαμηλή
παραγωγικότητα.
Η Ελλάδα ως Ευρωπαϊκή χώρα έχει καταρτισμένο και εξειδικευμένο εργατικό
δυναμικό. Δεν μπορεί να ανταγωνιστεί σε όρους εργατικού κόστους τις
αναπτυσσόμενες οικονομίες της ανατολής. Η επένδυση σε προϊόντα και
υπηρεσίες υψηλής προστιθέμενης αξίας και ο ανταγωνισμός με τις
αναπτυγμένες οικονομίες δεν προϋποθέτει μείωση μισθών, αλλά αντίθετα
ανταγωνιστικές αποδοχές ώστε να αυξηθεί η παραγωγικότητα των εργαζομένων
και η ποιότητα των παραγόμενων προϊόντων και υπηρεσιών. Η συνταγή της
τρόικας για μείωση μισθών ώστε να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα απέτυχε
πλήρως. Δεν αυξήθηκαν οι εξαγωγές. Η διόρθωση στο εμπορικό ισοζύγιο
προήλθε αποκλειστικά από τη μείωση των εισαγωγών.
Η Ελλάδα χρειάζεται επενδύσεις στην εκπαίδευση, την έρευνα και την
καινοτομία και παράλληλα πρέπει να βελτιώσει σε δημόσιο και ιδιωτικό
τομέα τις διαδικασίες, τις δομές, την οργάνωση λειτουργίας, τη
διαφάνεια, την αξιολόγηση, το θεσμικό, φορολογικό και νομικό πλαίσιο
ώστε να επιτρέψει στο ανθρώπινο κεφάλαιο της χώρας να γίνει αποδοτικό,
παραγωγικό και η ατμομηχανή της ανάκαμψης της.
Β’ Αντιπρόεδρος του Πανελλήνιου Συλλόγου Εργαζομένων ΟΤΕ
Μέλος της Συνέλευσης των Αντιπροσώπων του Οικονομικού Επιμελητηρίου της Ελλάδας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου