Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο συνέταξε μια έκθεση στην οποία αξιολογεί την ελληνική οικονομία στο πλαίσιο του άρθρου 4 του κανονισμού του.
Απευθυνόμενο στην ελληνική κυβέρνηση, ζητεί νέες δραστικές αλλαγές σε ασφαλιστικό και φορολογικό. Αναφέρεται ανοικτά στην ανάγκη για νέα μείωση των υφιστάμενων συντάξεων, για μείωση του αφορολόγητου των μισθωτών και των συνταξιούχων, ώστε να διευρυνθεί η φορολογική βάση και να μειωθούν οι φορολογικοί συντελεστές, για άμεσο ξεκαθάρισμα των «κόκκινων» δανείων, για πλήρες άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων και για αποφυγή οποιασδήποτε νέας ρύθμισης ληξιπρόθεσμων οφειλών ή οποιασδήποτε «οπισθοχώρησης» στο θέμα των εργασιακών.
Από την άλλη πλευρά, το ΔΝΤ στέλνει μήνυμα και προς τους Ευρωπαίους εταίρους. Χαρακτηρίζει το ελληνικό χρέος -για μια ακόμη φορά- ως μη βιώσιμο και υποστηρίζει ότι πρέπει να ληφθούν μέτρα ελάφρυνσής του, τα οποία μάλιστα θα πρέπει να είναι πολύ πιο αποτελεσματικά και γενναιόδωρα σε σχέση με αυτά που έχουν ήδη συζητηθεί στο πλαίσιο του Eurogroup του Μαΐου.
Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι το ΔΝΤ αναφέρεται ανοικτά και σε ζητήματα διαπλοκής, καθώς περιγράφει στο κείμενο που συντάχθηκε, μετά την ολοκλήρωση των επαφών της Ντέλια Βελκουλέσκου στην Αθήνα, την ανάγκη «να σπάσουν οι στενές σχέσεις μεταξύ τραπεζών, κράτους και συγκεκριμένων συμφερόντων».
Το ΔΝΤ αναγνωρίζει ότι τα μέτρα που έχουν ήδη ληφθεί έχουν προκαλέσει τεράστιο κοινωνικό πρόβλημα και αναφέρεται στα μεγάλα ποσοστά φτώχειας, ακόμη και στις ελλείψεις συρίγγων στα νοσοκομεία. Γι’ αυτό, οι προτάσεις που κάνει για μειώσεις των υφιστάμενων συντάξεων και μειώσεις του αφορολόγητου αποσκοπούν στο να τονωθούν οι ασθενέστερες κοινωνικές ομάδες και κυρίως οι άνεργοι.
Από την έκθεση του Ταμείου προκύπτει ο ακόλουθος δεκάλογος:
1. Η ανεργία αναμένεται να παραμείνει σε διψήφια ποσοστά μέχρι τα μέσα του αιώνα.
2. Οι δαπάνες παραμένουν υπέρμετρα εστιασμένες σε δυσβάσταχτα υψηλές συντάξεις που παρέχονται στους υπάρχοντες συνταξιούχους.
3. Το έλλειμμα του συνταξιοδοτικού συστήματος βρίσκεται στο μη βιώσιμο επίπεδο του περίπου 10% του ΑΕΠ (σε σύγκριση με τον μέσο όρο του 2% στη ζώνη του ευρώ).
4. Είναι απαραίτητη μια περαιτέρω μείωση των τρεχουσών συντάξεων και αυτό μπορεί να γίνει με το ξεπάγωμα των σημερινών συντάξεων και με την εφαρμογή του νέου μαθηματικού τύπου για τις παροχές.
5. Οι φορολογικές απαλλαγές στην Ελλάδα είναι πολύ γενναιόδωρες και επιτρέπουν σε πάνω από τους μισούς μισθωτούς να εξαιρούνται από τη φορολογία του εισοδήματος (σε σύγκριση με το 8% της Ευρωζώνης).
6. Οι αρχές πρέπει να μειώσουν τους φορολογικούς συντελεστές (και τους συντελεστές των ασφαλιστικών εισφορών), να μειώσουν τις γενναιόδωρες απαλλαγές στη φορολογία του εισοδήματος και να εξαλείψουν τις υπόλοιπες φορολογικές απαλλαγές που ωφελούν τους πλουσίους.
7. Οι αρχές πρέπει να απέχουν από το να υιοθετούν περαιτέρω προγράμματα τμηματικών πληρωμών (σ.σ.: ρυθμίσεις ληξιπρόθεσμων οφειλών).
8. Οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας δεν πρέπει να αντιστραφούν.
9. Οι τρέχοντες στόχοι των αρχών παραμένουν μη ρεαλιστικοί γιατί υποθέτουν ότι η Ελλάδα θα πετύχει και θα διατηρήσει πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ για πολλές δεκαετίες -παρά τα διψήφια ποσοστά ανεργίας μέχρι τα μέσα του αιώνα- και ότι ταυτόχρονα θα πετύχει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.
10. Η Ελλάδα χρειάζεται σημαντική ελάφρυνση του χρέους.
2. Οι δαπάνες παραμένουν υπέρμετρα εστιασμένες σε δυσβάσταχτα υψηλές συντάξεις που παρέχονται στους υπάρχοντες συνταξιούχους.
3. Το έλλειμμα του συνταξιοδοτικού συστήματος βρίσκεται στο μη βιώσιμο επίπεδο του περίπου 10% του ΑΕΠ (σε σύγκριση με τον μέσο όρο του 2% στη ζώνη του ευρώ).
4. Είναι απαραίτητη μια περαιτέρω μείωση των τρεχουσών συντάξεων και αυτό μπορεί να γίνει με το ξεπάγωμα των σημερινών συντάξεων και με την εφαρμογή του νέου μαθηματικού τύπου για τις παροχές.
5. Οι φορολογικές απαλλαγές στην Ελλάδα είναι πολύ γενναιόδωρες και επιτρέπουν σε πάνω από τους μισούς μισθωτούς να εξαιρούνται από τη φορολογία του εισοδήματος (σε σύγκριση με το 8% της Ευρωζώνης).
6. Οι αρχές πρέπει να μειώσουν τους φορολογικούς συντελεστές (και τους συντελεστές των ασφαλιστικών εισφορών), να μειώσουν τις γενναιόδωρες απαλλαγές στη φορολογία του εισοδήματος και να εξαλείψουν τις υπόλοιπες φορολογικές απαλλαγές που ωφελούν τους πλουσίους.
7. Οι αρχές πρέπει να απέχουν από το να υιοθετούν περαιτέρω προγράμματα τμηματικών πληρωμών (σ.σ.: ρυθμίσεις ληξιπρόθεσμων οφειλών).
8. Οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας δεν πρέπει να αντιστραφούν.
9. Οι τρέχοντες στόχοι των αρχών παραμένουν μη ρεαλιστικοί γιατί υποθέτουν ότι η Ελλάδα θα πετύχει και θα διατηρήσει πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ για πολλές δεκαετίες -παρά τα διψήφια ποσοστά ανεργίας μέχρι τα μέσα του αιώνα- και ότι ταυτόχρονα θα πετύχει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.
10. Η Ελλάδα χρειάζεται σημαντική ελάφρυνση του χρέους.
Τα κυριότερα σημεία της έκθεσης είναι τα εξής:
Απαιτείται σημαντική εμβάθυνση και επιτάχυνση των ρυθμών εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων για την αντιμετώπιση των 4 σημαντικών διαρθρωτικών προβλημάτων που εμποδίζουν την ανάκαμψη και που ενέχουν σημαντικούς κινδύνους για τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη:
* Η ευάλωτη δομή των δημόσιων οικονομικών που προκύπτει από οικονομικά δυσβάστακτες συνταξιοδοτικές δαπάνες, οι οποίες χρηματοδοτούνται από υψηλούς φορολογικούς συντελεστές σε περιορισμένες φορολογικές βάσεις, και από μια επιδείνωση στην κουλτούρα πραγματοποίησης πληρωμών.
* Προβληματικοί ισολογισμοί τραπεζών και του ιδιωτικού τομέα.
* Διάχυτα διαρθρωτικά εμπόδια για επενδύσεις και ανάπτυξη.
* Ένα δημόσιο χρέος που παραμένει μη βιώσιμο, παρά τη μεγάλη ελάφρυνση που έχει γίνει.
Για την αποφασιστική αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων είναι ουσιαστικής σημασίας να επιτευχθεί ένα καλύτερο και πιο ασφαλές βιοτικό επίπεδο.
* Η ευάλωτη δομή των δημόσιων οικονομικών που προκύπτει από οικονομικά δυσβάστακτες συνταξιοδοτικές δαπάνες, οι οποίες χρηματοδοτούνται από υψηλούς φορολογικούς συντελεστές σε περιορισμένες φορολογικές βάσεις, και από μια επιδείνωση στην κουλτούρα πραγματοποίησης πληρωμών.
* Προβληματικοί ισολογισμοί τραπεζών και του ιδιωτικού τομέα.
* Διάχυτα διαρθρωτικά εμπόδια για επενδύσεις και ανάπτυξη.
* Ένα δημόσιο χρέος που παραμένει μη βιώσιμο, παρά τη μεγάλη ελάφρυνση που έχει γίνει.
Για την αποφασιστική αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων είναι ουσιαστικής σημασίας να επιτευχθεί ένα καλύτερο και πιο ασφαλές βιοτικό επίπεδο.
Δημοσιονομικά
Όσον αφορά τη δημοσιονομική πολιτική, η δομή του προϋπολογισμού πρέπει να βελτιωθεί με μια εξισορρόπηση του μίγματος πολιτικών, προς πολιτικές που είναι πιο φιλικές προς την ανάπτυξη. Υπό το φως της εντυπωσιακής δημοσιονομικής εξυγίανσης μέχρι σήμερα -ιδιαίτερα με το πλέον πρόσφατο δημοσιονομικό πακέτο που ψηφίστηκε στο διάστημα 2015-2016- η Ελλάδα δεν χρειάζεται περαιτέρω προσαρμογή για την επίτευξη και τη διατήρηση άνευ προηγουμένου πρωτογενών πλεονασμάτων, τα οποία δεν θα ήταν μόνο επιβλαβή για την ανάπτυξη, αλλά και τα οποία είναι δύσκολο να διατηρηθούν εν όψει των πιθανών πιέσεων λόγω της επίμονα υψηλής ανεργίας.
Όμως, η σύνθεση της προσαρμογής, η οποία βασίστηκε στην αύξηση της φορολογίας σε περιορισμένες φορολογικές βάσεις, προσθέτει σημαντικούς κινδύνους στον προϋπολογισμό και αποθαρρύνει τις επενδύσεις και την απασχόληση.
Οι δαπάνες παραμένουν υπέρμετρα εστιασμένες σε δυσβάσταχτα υψηλές συντάξεις που παρέχονται στους υπάρχοντες συνταξιούχους, γεγονός που αποκλείει τις απαραίτητες κοινωνικές δαπάνες για την προστασία των ευάλωτων ομάδων, συμπεριλαμβανομένων και των ανέργων. Επίσης, ουσιαστικές δημόσιες υπηρεσίες έχουν υποστεί μεγάλες περικοπές, γεγονός που αποδεικνύεται από την έλλειψη συρίγγων στα νοσοκομεία και την ακινητοποίηση δημόσιων λεωφορείων λόγω έλλειψης ανταλλακτικών.
Είναι, λοιπόν, ουσιαστικής σημασίας να υπάρξει μια δημοσιονομικά ουδέτερη εξισορρόπηση πολιτικών μεσοπρόθεσμα με χαμηλότερες συντάξεις και με μια πιο δίκαιη κατανομή του φορολογικού βάρους, ώστε ο δημόσιος τομέας να μπορέσει να παράσχει επαρκείς υπηρεσίες και κοινωνική βοήθεια σε ευάλωτες ομάδες, με την παράλληλη δημιουργία των συνθηκών για επενδύσεις και ανάπτυξη.
Συμπληρωματικές μεταρρυθμίσεις που είναι σε εξέλιξη για τον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης και τη διαχείριση των δημόσιων οικονομικών, χρειάζεται να συνεχιστούν με αποφασιστικότητα. Στο μέλλον, οι προσπάθειες πρέπει να επικεντρωθούν σε δύο σημαντικούς τομείς:
Κοινωνικές δαπάνες: Προκειμένου να δημιουργηθεί χώρος για απαραίτητες κοινωνικές δαπάνες, που θα προστατεύουν τις ευάλωτες ομάδες και θα παρέχουν απαραίτητες δημόσιες υπηρεσίες, είναι απαραίτητη μια περαιτέρω μείωση των τρεχουσών συντάξεων και αυτό μπορεί να γίνει με το ξεπάγωμα των σημερινών συντάξεων και με την εφαρμογή του νέου μαθηματικού τύπου για τις παροχές. Πρέπει να αποφευχθούν οι περαιτέρω οριζόντιες διακριτικές περικοπές δαπανών, είτε αυτόματες είτε όχι, γιατί δεν βοηθούν την ανάπτυξη και δεν είναι βιώσιμες.
Φορολογικές πολιτικές: Η μεταρρύθμιση στη φορολογία του εισοδήματος δεν έχει αντιμετωπίσει τις πολύ γενναιόδωρες φορολογικές απαλλαγές στην Ελλάδα, οι οποίες επιτρέπουν πάνω από τους μισούς μισθωτούς να εξαιρούνται από τη φορολογία του εισοδήματος (σε σύγκριση με το 8% της Ευρωζώνης).
Αυτές οι εξαιρετικά γενναιόδωρες απαλλαγές για τη μεσαία τάξη δύσκολα δικαιολογούνται με επιχειρήματα κοινωνικής δικαιοσύνης γιατί δεν παρέχουν τα έσοδα που απαιτούνται για την προστασία των πλέον ευάλωτων με παροχές πρόνοιας και ανεργίας που είναι συνηθισμένες σε άλλες χώρες της Ευρώπης.
Στο πλαίσιο αυτό, οι αρχές πρέπει να μειώσουν τους φορολογικούς συντελεστές (και τους συντελεστές των ασφαλιστικών εισφορών), να μειώσουν τις γενναιόδωρες απαλλαγές στη φορολογία του εισοδήματος και να εξαλείψουν τις υπόλοιπες φορολογικές απαλλαγές που ωφελούν τους πλουσίους. Αυτή η πολιτική μπορεί να έχει σαν τελικό αποτέλεσμα την πιο δίκαιη κατανομή των φορολογικών βαρών.
Στο πλαίσιο αυτό, οι αρχές πρέπει να μειώσουν τους φορολογικούς συντελεστές (και τους συντελεστές των ασφαλιστικών εισφορών), να μειώσουν τις γενναιόδωρες απαλλαγές στη φορολογία του εισοδήματος και να εξαλείψουν τις υπόλοιπες φορολογικές απαλλαγές που ωφελούν τους πλουσίους. Αυτή η πολιτική μπορεί να έχει σαν τελικό αποτέλεσμα την πιο δίκαιη κατανομή των φορολογικών βαρών.
Φοροδιαφυγή
Για τη στήριξη της στρατηγικής δημοσιονομικής εξισορρόπησης, οι αρχές πρέπει να στείλουν ένα ισχυρό μήνυμα ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να ανέχεται τη φοροδιαφυγή /εισφοροδιαφυγή. Η πολιτική της επαναλαμβανόμενης αύξησης των ήδη υψηλών φορολογικών συντελεστών έχει δημιουργήσει μια πληθώρα προγραμμάτων τμηματικών και αναβαλλόμενων καταβολών (έχουν δρομολογηθεί πάνω από 60 σχετικά προγράμματα στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης από το 2001).
Η συχνότητά τους και η αδυναμία εφαρμογής τους δείχνουν ότι αναπόφευκτα θεωρούνται σαν ντε φάκτο συγχώρεση φορολογικών χρεών. Αυτό φαίνεται στην πολύ γρήγορη συσσώρευση φορολογικών και ασφαλιστικών οφειλών (70% του ΑΕΠ, το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρωζώνη, που οφείλονται από τους μισούς φορολογούμενους). Είναι επίσης αποτέλεσμα της φθίνουσας πορείας των ποσοστών στις φορολογικές εισπράξεις (το ποσοστό των ετήσιων προσδιορισμών φόρου που εισπράττεται), οι οποίες έχουν πέσει χαμηλότερα από ένα ήδη χαμηλό επίπεδο, περίπου 75% που ήταν 2010, σε λιγότερο από 50% σήμερα, παρά την άνευ προηγουμένου διεθνή τεχνική βοήθεια.
Είναι ζωτικής σημασίας οι αρχές να απέχουν από το να υιοθετούν περαιτέρω προγράμματα τμηματικών πληρωμών. Αντ’ αυτού, πρέπει να δρομολογήσουν ειδικές και διατηρήσιμες αναδιαρθρωτικές λύσεις για βιώσιμους οφειλέτες, σύμφωνα με τις δυνατότητές τους για την καταβολή πληρωμών, να επικεντρώσουν τους ελέγχους σε μεγάλους φορολογούμενους και σε φορολογούμενους υψηλού πλούτου, και να συνεχίσουν να ενισχύουν τη χρήση εργαλείων επιβολής εναντίον εκείνων που μπορούν να πληρώσουν αλλά δεν το κάνουν.
«Κόκκινα» δάνεια
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια πρέπει να μειωθούν δραστικά ώστε να δημιουργηθούν οι συνθήκες για την επανάληψη χορήγησης πίστωσης στην οικονομία. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια αποτελούν πλέον σχεδόν το 50% των συνολικών δανείων, που είναι το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό στην Ευρωζώνη.
Η παραδοχή ότι οι τράπεζες μπορούν να ξεπεράσουν το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων δεν ευσταθεί, επειδή σε τελευταία ανάλυση η ανάπτυξη βασίζεται στη χορήγηση δανείων σε δυναμικές επιχειρήσεις, πράγμα που περιορίζεται αν, αντ’ αυτού, οι τράπεζες στηρίζουν μη παραγωγικές και υπερχρεωμένες επιχειρήσεις. Είναι, λοιπόν, ζωτικής σημασίας να δρομολογηθούν πολιτικές που στηρίζουν ένα γρήγορο ξεκαθάρισμα των τραπεζικών ισολογισμών, ώστε να επιτευχθεί μια επιτυχής ανάκαμψη.
Η παραδοχή ότι οι τράπεζες μπορούν να ξεπεράσουν το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων δεν ευσταθεί, επειδή σε τελευταία ανάλυση η ανάπτυξη βασίζεται στη χορήγηση δανείων σε δυναμικές επιχειρήσεις, πράγμα που περιορίζεται αν, αντ’ αυτού, οι τράπεζες στηρίζουν μη παραγωγικές και υπερχρεωμένες επιχειρήσεις. Είναι, λοιπόν, ζωτικής σημασίας να δρομολογηθούν πολιτικές που στηρίζουν ένα γρήγορο ξεκαθάρισμα των τραπεζικών ισολογισμών, ώστε να επιτευχθεί μια επιτυχής ανάκαμψη.
Αυτό απαιτεί την επέκταση πρόσφατων προσπαθειών για την περαιτέρω ενίσχυση και την πλήρη εφαρμογή νομικών μέσων για την αναδιάρθρωση χρεών για την αποκατάσταση της κουλτούρας πραγματοποίησης πληρωμών και για την παροχή κινήτρων για δανειζόμενους και πιστωτές ώστε να δοθεί λύση στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.
Διαπλοκή
Επιπρόσθετα, επιμένουσες ανησυχίες διακυβέρνησης που σχετίζονται με τη μακρά παράδοση των στενών σχέσεων μεταξύ τραπεζών, κράτους και ισχυρών συμφερόντων, δημιουργούν μια αναποτελεσματική κατανομή πόρων σε πρόσωπα που είναι καλά διασυνδεδεμένα, αλλά μη παραγωγικά.
Οι αρχές πρέπει να επανεξετάσουν τα πρόσφατα νομοθετικά μέτρα για την ενίσχυση της διακυβέρνησης αποκόπτοντας τους δεσμούς μεταξύ τραπεζών και του πολιτικού συστήματος σε συστημικές και μη συστημικές τράπεζες και βελτιώνοντας τα πρότυπα για τη διοίκηση των τραπεζών εκμεταλλευόμενες τη διεθνή εμπειρία. Αν αναμένεται ότι οι δημόσιες αναπτυξιακές τράπεζες θα δημιουργήσουν ανάπτυξη από μόνες τους, αυτό μπορεί να οδηγήσει στην αναποτελεσματική κατανομή πόρων και τελικά σε υψηλό κόστος για τους φορολογούμενους.
Αγορά εργασίας
Οι μεταρρυθμίσεις του 2011 στην αγορά εργασίας, στις συλλογικές διαπραγματεύσεις και τον κατώτατο μισθό ήταν σημαντικά βήματα μπροστά, όπως φαίνεται στην επακόλουθη και αξιοσημείωτη βελτίωση του εργατικού κόστους. Όμως, λόγω της μη εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων στην αγορά των προϊόντων, το βάρος της προσαρμογής έπεσε κυρίως στους μισθωτούς. Η αντίσταση στις μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας είναι λοιπόν κατανοητή.
Όμως, θα ήταν σφάλμα να συμπεράνουμε ότι οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας πρέπει να αντιστραφούν, γιατί αυτό θα έθετε σε κίνδυνο τα δυνητικά οφέλη για τις επενδύσεις και τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης.
Αντ’ αυτού, οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να συμπληρωθούν με πιο φιλόδοξες προσπάθειες για την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων που είναι σε εξέλιξη για το πλήρες άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, για τη δημιουργία ανταγωνισμού και τη διευκόλυνση παροχής αδειών για επενδύσεις και για ιδιωτικοποιήσεις, καθώς και με μέτρα για την ευθυγράμμιση των πλαισίων της Ελλάδας για τις συλλογικές απολύσεις και τη συλλογική δράση με διεθνείς βέλτιστες πρακτικές.
Ελάφρυνση χρέους
Ακόμη και με την πλήρη εφαρμογή αυτού του απαιτητικού προγράμματος πολιτικών, η Ελλάδα χρειάζεται σημαντική ελάφρυνση του χρέους που βασίζεται σε αξιόπιστους δημοσιονομικούς και αναπτυξιακούς στόχους.
Οι τρέχοντες στόχοι των αρχών παραμένουν μη ρεαλιστικοί γιατί υποθέτουν ότι η Ελλάδα θα πετύχει και θα διατηρήσει πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ για πολλές δεκαετίες -παρά τα διψήφια ποσοστά ανεργίας μέχρι τα μέσα του αιώνα- και ότι ταυτόχρονα θα πετύχει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Στο πλαίσιο αυτό, δεν μπορεί να υποτεθεί ότι η Ελλάδα απλά θα ξεπεράσει το πρόβλημα του χρέους της. Για να αποκατασταθεί η βιωσιμότητα, θα απαιτηθεί περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους, η οποία είναι κατά πολύ μεγαλύτερη από αυτήν που εξετάζεται και η οποία πρέπει να υπολογιστεί βάσει ρεαλιστικών παραδοχών σχετικά με την ικανότητα της Ελλάδας να δημιουργήσει βιώσιμα πλεονάσματα και μακροπρόθεσμη ανάπτυξη.
Απαιτείται πλήρης υποστήριξη της Ελλάδας από τους Ευρωπαίους εταίρους της. Αν και η Ευρώπη έχει ήδη επιδείξει την υποστήριξη προς την Ελλάδα παρέχοντάς της τον απαραίτητο χρόνο προσαρμογής, η περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους παραμένει ουσιαστικής σημασίας.
Η απάντηση Τσακαλώτου
Το ασφαλιστικό και το φορολογικό έχουν κλείσει ως μέρος της πρώτης αξιολόγησης, ενώ τα εργασιακά θα αποτελέσουν μέρος της δεύτερης αξιολόγησης, τόνισε ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος, μετά την ολοκλήρωση των επαφών της κυβέρνησης με το κλιμάκιο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου αναφορικά με την κατάρτιση της έκθεσης για την ελληνική οικονομία.
«Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι στο προκαταρκτικό πόρισμα καταγράφονται ξανά οι γνωστές διαφωνίες για το φορολογικό, το ασφαλιστικό και τα εργασιακά» πρόσθεσε ο ΥΠΟΙΚ.
Παράλληλα, καλωσόρισε την άποψη του ΔΝΤ για το χρέος, καθώς «τονίζει, για μία ακόμη φορά, το ζήτημα της μη βιωσιμότητας των μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων για μακρά περίοδο, όπως επίσης και την αναγκαιότητα σημαντικής απομείωσης του χρέους».
Aπο: fpress.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου