Η Ελλάδα έχει μια τελευταία ευκαιρία και λιγότερες από 450 ημέρες στη διάθεσή της να «τελειώσει» με τα μνημόνια.
Αν δεν το κάνει, θα την τελειώσουν
οι δανειστές με ένα σκληρό 4ο μνημόνιο -και στη χειρότερη- θα αφήσουν να
πυροδοτηθεί το σχέδιο Schaeuble που καταλήγει σε οικειοθελή αποχώρηση
από τον σκληρό πυρήνα του ευρώ.
Οποιοδήποτε στραβοπάτημα στο μεσοδιάστημα μέχρι τον Αύγουστο του 2018 που η χώρα θα βρεθεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αντιμέτωπη με τις αγορές, συνεπάγεται στην...
καλύτερη περίπτωση ένα πρόσθετο πρόγραμμα και στη χειρότερη το Grexit το οποίο έβαλε ξανά χθες στο τραπέζι ο πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Jose Manuel Barroso.
Υπάρχουν άραγε πολλοί ακόμη που να πιστεύουν ακόμη ότι η Ελλάδα θα μπορέσει το επόμενο καλοκαίρι να βγει μόνη της στις αγορές και να δανείζεται χρήματα με επιτόκιο που δεν θα ανοίγει τις πόρτες του Κορυδαλλού για όσους θεωρηθεί ότι διαπράττουν απιστία κατά του δημόσιου συμφέροντος;
Οι Γερμανοί μας έχουν προειδοποιήσει μέσες-άκρες εδώ και καιρό. Τους συμφέρει περισσότερο να μας δανείσουν άλλα 100 δισεκατομμύρια ευρώ για μια δεκαετία και να αναστείλουν την έξοδο μας στις αγορές, παρά να υποστούν ζημιά 130 δισ. ευρώ από μια αναδιάρθρωση του χρέους για 30 χρόνια που δεν επιθυμούν να κάνουν για πολλούς λόγους.
Η άρνηση της ευρωζώνης να αποκωδικοποιήσει μέχρι αυτή τη στιγμή το σύνολο των μέτρων (σ.σ το Βερολίνο είναι σύμφωνο σε επιμήκυνση έως 15 ετών και επιστροφή κερδών από τα ANFAS και SMP’s) και να δεσμευτεί για την ελάφρυνση του χρέους, έχει ήδη τερματίσει κάθε συζήτηση για θετικές εκθέσεις βιωσιμότητας του χρέους από την ΕΚΤ ώστε να ενταχθούν τα ελληνικά ομόλογα στην ποσοτική χαλάρωση, και όλα δείχνουν ότι δρομολογεί πλέον την αποχώρηση του ΔΝΤ από το πρόγραμμα μετά τις γερμανικές εκλογές. Μέχρι τότε η χρησιμότητα του ΔΝΤ που προτίθεται να συμμετάσχει με μια συμφωνία εν αναμονή (stand by agreement) θα έχει εξαντληθεί. Το γερμανικό κοινοβούλιο θα έχει εκταμιεύσει τη δόση προς την Ελλάδα και η πίεση του Ταμείου για ελάφρυνση του ελληνικού χρέους δεν θα υφίσταται.
Το ερώτημα, όμως, παραμένει. Ορατή «έξοδος» στις αγορές με τα παρόντα δεδομένα δεν υπάρχει. Τα επιτόκια δανεισμού των δεκαετών ομολόγων βρίσκονται στο 6% και χωρίς τη βοήθεια του QE δεν θα πέσουν πολύ περισσότερο από τα σημερινά επίπεδα ώστε η χώρα να βγει κανονικά για δανεισμό στις αγορές.
Συνεπώς; Συνεπώς ακόμη και αν οι δανειακές ανάγκες των επόμενων ετών δεν είναι ιδιαίτερα υψηλές, μάλλον πρέπει να αρχίσουμε να ψάχνουμε τον τρόπο που θα είναι δομημένο το επόμενο μνημόνιο, με όποιον τρόπο κι αν ονομάζεται.
Το πρόπλασμα για το «καλό σενάριο» του μεταβατικού μνημονίου υπάρχει ήδη με τα μέτρα των 5 δισ. ευρώ για το 2019-2020 και τα πρωτογενή πλεονάσματα των 30-35 δισ. ευρώ ως το 2022.
Πιθανόν ένα νέο πρόγραμμα θα ενισχυθεί και από πρόσθετες απαιτήσεις, όχι κατ’ ανάγκη σε δημοσιονομικό επίπεδο. Αυτό που μένει είναι να συνοδευτεί και με χρήματα στα μέτρα των αναγκών που θα έχει η Ελλάδα τα επόμενα χρόνια. Στην προκειμένη περίπτωση μια λύση θα είναι τα χρήματα που πιθανόν θα δοθούν υπέρ της Ελλάδας μετά το 2018 να μην είναι ένα απλό νέο δάνειο με το οποίο θα ξεπληρώνονται τοκοχρεολύσια, αλλά μια εγγύηση μερικών δισεκατομμυρίων από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας προς τους ιδιώτες επενδυτές προκειμένου να είναι εξασφαλισμένοι (senior) όταν στο μέλλον αγοράζουν τα ελληνικά ομόλογα.
Αυτό, όμως, θα γίνει μόνον εφόσον του χρόνου το καλοκαίρι οι δανειστές πράγματι κρίνουν ότι η Ελλάδα έχει πετύχει τους στόχους ώστε να αφεθεί σταδιακά να προσεγγίσει τις αγορές χωρίς να θεωρείται ότι χρειάζεται σοβαρή αναδιάρθρωση χρέους. Το αμέσως χειρότερο σενάριο που δεν αποκλείεται να εξελιχθεί σε «base case» είναι η ευρωζώνη να μην εγγυηθεί τίποτα και να στείλει την Ελλάδα στις αγορές με «ευχολόγια», την συγκεκριμενοποίηση των μέτρων για το χρέος και με την προοπτική ότι θα κάνει περισσότερες παρεμβάσεις στο μέλλον.
Το δύσκολο είναι πως για πρώτη φορά η χώρα πρέπει να κάνει όλη τη δουλειά μόνη της. Χωρίς τα δεκανίκια της ποσοτικής χαλάρωσης και της «ελάφρυνσης» του χρέους που παρουσιάστηκαν ως χάρτης μιας ευκολότερης πορείας, η διαδρομή μέχρι τον Αύγουστο του 2018 και, κυρίως, μετά από αυτή, δεν προσφέρει αυτή τη στιγμή καμία ορατότητα.
Το μόνο διαθέσιμο εργαλείο που θα έχει η Ελλάδα τους επόμενους 15 μήνες για να οδηγηθεί έξω από το σκοτεινό δωμάτιο είναι η ανάκτηση της δικής της αξιοπιστίας και η ικανότητα του πολιτικού προσωπικού και των επιχειρηματιών της χώρας, να «τραβήξουν» χρήματα μέσα στην Ελλάδα για να δημιουργήσουν δουλειές. Το ερώτημα είναι ίδιο από την ημέρα που ξεκίνησε το 3ο μνημόνιο. Μπορεί η σημερινή κυβέρνηση να το πετύχει;
Οι δανειστές είναι φανερά κουρασμένοι με την «ειδική περίπτωση» της Ελλάδας, αλλά το πρόβλημα είναι πως η κυβέρνηση που έχει αναλάβει να μας βγάλει από την κρίση, δείχνει να είναι πλέον εντελώς εξουθενωμένη και αποπροσανατολισμένη από τις διαδοχικές ήττες στα στρατηγήματά της.
Η ανάπτυξη, οι επενδύσεις και η δημιουργία θέσεων εργασίας είναι από την αρχή αυτής της ιστορίας το κλειδί. Όλα τα υπόλοιπα αποδείχθηκαν μύθοι που με την πρώτη αφορμή κατέρρευσαν, όπως συμβαίνει σήμερα με τις προσδοκίες που καλλιέργησε η κυβέρνηση για το χρέος, το QE και τον αυτόματο πιλότο της ανάπτυξης.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι ποιος θα αναλάβει να φέρει σε πέρας έναν τόσο μεγάλο άθλο σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα. Τα νούμερα στην οικονομία πρέπει να βγουν γρήγορα για να αποφύγουμε ένα σκληρό 4ο μνημόνιο και η ανάκαμψη πρέπει να εδραιωθεί με κάθε τρόπο ήδη από αυτή τη χρονιά, ώστε να αποφύγουμε τα χειρότερα στη συνέχεια.
Τα τελευταία δυόμιση χρόνια σπαταλήθηκε πολύτιμο κεφάλαιο σε μια διαπραγμάτευση χωρίς τέλος και ένα αποτέλεσμα το οποίο εν τέλει ζημίωσε τη χώρα καθώς κράτησε στάσιμη την οικονομία, μετέθεσε για το μέλλον τις αποφάσεις για το χρέος και άφησε πίσω της μόνο πρόσθετα μέτρα επιβάρυνσης τα οποία καλλιεργούν την αίσθηση της «ατελέσφορης προσπάθειας» στους πολίτες.
Η θέση της Ελλάδας στον ευρωπαϊκό χάρτη και το βιοτικό επίπεδο των πολιτών της, θα εξαρτηθεί εν πολλοίς από το πόσο γοργά και πειστικά βήματα θα γίνουν στο μέτωπο της οικονομίας, από εκείνους που κρατούν τώρα το τιμόνι.
To κ.Β.Γεωργά
Απο: liberal.gr
Οποιοδήποτε στραβοπάτημα στο μεσοδιάστημα μέχρι τον Αύγουστο του 2018 που η χώρα θα βρεθεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αντιμέτωπη με τις αγορές, συνεπάγεται στην...
καλύτερη περίπτωση ένα πρόσθετο πρόγραμμα και στη χειρότερη το Grexit το οποίο έβαλε ξανά χθες στο τραπέζι ο πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Jose Manuel Barroso.
Υπάρχουν άραγε πολλοί ακόμη που να πιστεύουν ακόμη ότι η Ελλάδα θα μπορέσει το επόμενο καλοκαίρι να βγει μόνη της στις αγορές και να δανείζεται χρήματα με επιτόκιο που δεν θα ανοίγει τις πόρτες του Κορυδαλλού για όσους θεωρηθεί ότι διαπράττουν απιστία κατά του δημόσιου συμφέροντος;
Οι Γερμανοί μας έχουν προειδοποιήσει μέσες-άκρες εδώ και καιρό. Τους συμφέρει περισσότερο να μας δανείσουν άλλα 100 δισεκατομμύρια ευρώ για μια δεκαετία και να αναστείλουν την έξοδο μας στις αγορές, παρά να υποστούν ζημιά 130 δισ. ευρώ από μια αναδιάρθρωση του χρέους για 30 χρόνια που δεν επιθυμούν να κάνουν για πολλούς λόγους.
Η άρνηση της ευρωζώνης να αποκωδικοποιήσει μέχρι αυτή τη στιγμή το σύνολο των μέτρων (σ.σ το Βερολίνο είναι σύμφωνο σε επιμήκυνση έως 15 ετών και επιστροφή κερδών από τα ANFAS και SMP’s) και να δεσμευτεί για την ελάφρυνση του χρέους, έχει ήδη τερματίσει κάθε συζήτηση για θετικές εκθέσεις βιωσιμότητας του χρέους από την ΕΚΤ ώστε να ενταχθούν τα ελληνικά ομόλογα στην ποσοτική χαλάρωση, και όλα δείχνουν ότι δρομολογεί πλέον την αποχώρηση του ΔΝΤ από το πρόγραμμα μετά τις γερμανικές εκλογές. Μέχρι τότε η χρησιμότητα του ΔΝΤ που προτίθεται να συμμετάσχει με μια συμφωνία εν αναμονή (stand by agreement) θα έχει εξαντληθεί. Το γερμανικό κοινοβούλιο θα έχει εκταμιεύσει τη δόση προς την Ελλάδα και η πίεση του Ταμείου για ελάφρυνση του ελληνικού χρέους δεν θα υφίσταται.
Το ερώτημα, όμως, παραμένει. Ορατή «έξοδος» στις αγορές με τα παρόντα δεδομένα δεν υπάρχει. Τα επιτόκια δανεισμού των δεκαετών ομολόγων βρίσκονται στο 6% και χωρίς τη βοήθεια του QE δεν θα πέσουν πολύ περισσότερο από τα σημερινά επίπεδα ώστε η χώρα να βγει κανονικά για δανεισμό στις αγορές.
Συνεπώς; Συνεπώς ακόμη και αν οι δανειακές ανάγκες των επόμενων ετών δεν είναι ιδιαίτερα υψηλές, μάλλον πρέπει να αρχίσουμε να ψάχνουμε τον τρόπο που θα είναι δομημένο το επόμενο μνημόνιο, με όποιον τρόπο κι αν ονομάζεται.
Το πρόπλασμα για το «καλό σενάριο» του μεταβατικού μνημονίου υπάρχει ήδη με τα μέτρα των 5 δισ. ευρώ για το 2019-2020 και τα πρωτογενή πλεονάσματα των 30-35 δισ. ευρώ ως το 2022.
Πιθανόν ένα νέο πρόγραμμα θα ενισχυθεί και από πρόσθετες απαιτήσεις, όχι κατ’ ανάγκη σε δημοσιονομικό επίπεδο. Αυτό που μένει είναι να συνοδευτεί και με χρήματα στα μέτρα των αναγκών που θα έχει η Ελλάδα τα επόμενα χρόνια. Στην προκειμένη περίπτωση μια λύση θα είναι τα χρήματα που πιθανόν θα δοθούν υπέρ της Ελλάδας μετά το 2018 να μην είναι ένα απλό νέο δάνειο με το οποίο θα ξεπληρώνονται τοκοχρεολύσια, αλλά μια εγγύηση μερικών δισεκατομμυρίων από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας προς τους ιδιώτες επενδυτές προκειμένου να είναι εξασφαλισμένοι (senior) όταν στο μέλλον αγοράζουν τα ελληνικά ομόλογα.
Αυτό, όμως, θα γίνει μόνον εφόσον του χρόνου το καλοκαίρι οι δανειστές πράγματι κρίνουν ότι η Ελλάδα έχει πετύχει τους στόχους ώστε να αφεθεί σταδιακά να προσεγγίσει τις αγορές χωρίς να θεωρείται ότι χρειάζεται σοβαρή αναδιάρθρωση χρέους. Το αμέσως χειρότερο σενάριο που δεν αποκλείεται να εξελιχθεί σε «base case» είναι η ευρωζώνη να μην εγγυηθεί τίποτα και να στείλει την Ελλάδα στις αγορές με «ευχολόγια», την συγκεκριμενοποίηση των μέτρων για το χρέος και με την προοπτική ότι θα κάνει περισσότερες παρεμβάσεις στο μέλλον.
Το δύσκολο είναι πως για πρώτη φορά η χώρα πρέπει να κάνει όλη τη δουλειά μόνη της. Χωρίς τα δεκανίκια της ποσοτικής χαλάρωσης και της «ελάφρυνσης» του χρέους που παρουσιάστηκαν ως χάρτης μιας ευκολότερης πορείας, η διαδρομή μέχρι τον Αύγουστο του 2018 και, κυρίως, μετά από αυτή, δεν προσφέρει αυτή τη στιγμή καμία ορατότητα.
Το μόνο διαθέσιμο εργαλείο που θα έχει η Ελλάδα τους επόμενους 15 μήνες για να οδηγηθεί έξω από το σκοτεινό δωμάτιο είναι η ανάκτηση της δικής της αξιοπιστίας και η ικανότητα του πολιτικού προσωπικού και των επιχειρηματιών της χώρας, να «τραβήξουν» χρήματα μέσα στην Ελλάδα για να δημιουργήσουν δουλειές. Το ερώτημα είναι ίδιο από την ημέρα που ξεκίνησε το 3ο μνημόνιο. Μπορεί η σημερινή κυβέρνηση να το πετύχει;
Οι δανειστές είναι φανερά κουρασμένοι με την «ειδική περίπτωση» της Ελλάδας, αλλά το πρόβλημα είναι πως η κυβέρνηση που έχει αναλάβει να μας βγάλει από την κρίση, δείχνει να είναι πλέον εντελώς εξουθενωμένη και αποπροσανατολισμένη από τις διαδοχικές ήττες στα στρατηγήματά της.
Η ανάπτυξη, οι επενδύσεις και η δημιουργία θέσεων εργασίας είναι από την αρχή αυτής της ιστορίας το κλειδί. Όλα τα υπόλοιπα αποδείχθηκαν μύθοι που με την πρώτη αφορμή κατέρρευσαν, όπως συμβαίνει σήμερα με τις προσδοκίες που καλλιέργησε η κυβέρνηση για το χρέος, το QE και τον αυτόματο πιλότο της ανάπτυξης.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι ποιος θα αναλάβει να φέρει σε πέρας έναν τόσο μεγάλο άθλο σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα. Τα νούμερα στην οικονομία πρέπει να βγουν γρήγορα για να αποφύγουμε ένα σκληρό 4ο μνημόνιο και η ανάκαμψη πρέπει να εδραιωθεί με κάθε τρόπο ήδη από αυτή τη χρονιά, ώστε να αποφύγουμε τα χειρότερα στη συνέχεια.
Τα τελευταία δυόμιση χρόνια σπαταλήθηκε πολύτιμο κεφάλαιο σε μια διαπραγμάτευση χωρίς τέλος και ένα αποτέλεσμα το οποίο εν τέλει ζημίωσε τη χώρα καθώς κράτησε στάσιμη την οικονομία, μετέθεσε για το μέλλον τις αποφάσεις για το χρέος και άφησε πίσω της μόνο πρόσθετα μέτρα επιβάρυνσης τα οποία καλλιεργούν την αίσθηση της «ατελέσφορης προσπάθειας» στους πολίτες.
Η θέση της Ελλάδας στον ευρωπαϊκό χάρτη και το βιοτικό επίπεδο των πολιτών της, θα εξαρτηθεί εν πολλοίς από το πόσο γοργά και πειστικά βήματα θα γίνουν στο μέτωπο της οικονομίας, από εκείνους που κρατούν τώρα το τιμόνι.
To κ.Β.Γεωργά
Απο: liberal.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου