Η «ιστορικοποίηση» της συνείδησης δεν είναι κάτι το αυτονόητο. Προήλθε από τον κάματο και από τον έντονο προβληματισμό ισχυρών συνειδήσεων, οι οποίες κατόρθωσαν να θραύσουν τα ισχυρά τείχη του κυκλικού επαναληπτικού χρόνου. Ο τελευταίος πορίζει στη μυθική σκέψη ισχυρά λογικά όπλα, αλλά δεν οδηγεί οπωσδήποτε στην ιστορική σύλληψη του κόσμου.
Πρώτο έναυσμα αποτελεί η Παλαιά Διαθήκη, στην οποία ένας συγκεκριμένος λαός επιτελεί στην ιστορία μια συγκεκριμένη αποστολή με κάποιο, βέβαια, σκοπό. Η ανθρώπινη πορεία παίρνει έτσι ιστορικές διαστάσεις, κατά τρόπο που το παρελθόν δένεται συνεκτικά με το μέλλον διά μέσου της ιστορικής επίγνωσης και παρουσίας στο παρόν. Αυτή, όμως, η ιστορική σύλληψη συνδέεται άρρηκτα με ένα λαό, αποτελεί έργο συλλογικότητας. Η ατομικότητα δεν μπορεί να συλληφθεί ιστορικά, χωρίς το κοινωνικό σύνολο, το οποίο θα εκφρασθεί ως λαϊκή συνείδηση. Δεν είναι, εξάλλου, τυχαίο το ότι ο ιουδαϊκός λαός και ο Ιουδαϊσμός γενικότερα δένονται ιστορικά με το ισχυρό εθνικό τους αίσθημα. Αυτό οφείλεται στην ιστορική τους συνείδηση, στην άγρυπνη επισκόπηση της πορείας τους μέσα στους αιώνες.
Βέβαια, λαός και λαϊκή παράδοση υπήρχαν και έξω από το Ισραήλ. Οι παγανιστικοί πολιτισμοί πρόσφεραν πάρα πολλά, αλλά δεν κατόρθωσαν να ξεπεράσουν τον κυκλικό επαναληπτικό χρόνο των ωρών, των τρόπων και των ενιαυτών. Η ιστορία στους μεγάλους προχριστιανικούς λαούς επαναλαμβάνεται αέναα και κυκλικά, τέλος είναι η εμβίωση του παρόντος.
Η ευρωπαϊκή παράδοση, εγκεντρισμένη από το χριστιανικό πνεύμα, το οποίο ανέπλασε μυστικά τις ιουδαϊκές καταβολές του, συλλαμβάνει την ιστορία ως δημιουργικό γίγνεσθαι, το οποίο έχει κάποιο σκοπό. Εδώ ακριβώς οι σχέσεις λαού και ιστορίας τελειώνονται. Ο λαός είναι αμετάκλητα καλεσμένος σε μια ιστορική αποστολή και για να ανταποκριθεί, οφείλει να ενσαρκώσει ορισμένες αξίες, οι οποίες και συνιστούν την αιχμή του ιστορικού του δόρατος. Οπωσδήποτε υπεισέρχονται αδυναμίες, πάθη, ενικοί μεσσιανισμοί και άλλα δεινά, τα οποία καταχειμάζουν την παραπαίουσα ιστορική συνείδηση των λαών. Και όμως, η ιστορική τραγωδία των λαών αποτελεί πρώτη και έσχατη διακινδύνευση της προσωπικής και κοινωνικής συνείδησης. Η μεγάλη προσωπικότητα εμπνέεται από το λαό για να τον φωτίσει με τη σειρά της, εκφράζει τόσο τα πάθη, όσο και τις αρετές του λαού της.
Εγγίζουμε τα όρια του Ελληνισμού ως λαϊκής ιστορικής συνείδησης, η οποία αποκρυπτογραφήθηκε στο έργο των μεγάλων της τέκνων. Πεμπτουσία του Αρχαίου Ελληνισμού είναι η φιλόσοφος θέα της φύσης, του ανθρώπινου θείου. Ο χριστιανικός Ελληνισμός εμπλουτίστηκε με τις ιουδαιοχριστιανικές αρχές και οδηγήθηκε έτσι στην έννοια της ιστορικότητας και της εθνικής ενότητας. Αυτές οι δύο συνθέτουσες του Ελληνισμού διεκφράζουν το λαό ιστορικά με καινοφανή τρόπο. Παραίτηση των Ελλήνων από τις φιλοσοφικές τους καταβολές θα σήμαινε αυτοκτονία. Αγνόηση, επίσης, της χριστιανικής τους συνείδησης (έστω και στα ρευστά όρια της μυστικίζουσας εκκοσμίκευσης) θα συνεπαγόταν αμφισβήτηση της ιστορικής τους τροπής. Είναι επομένως φανερό, πως οι έννοιες Λαός και Ιστορία βαρύνουν με ιδιαίτερο τρόπο στην ελληνική συνείδηση, γιατί εκφράζουν οικουμενικές αρχές, των οποίων ο Ελληνισμός υπήρξε φορέας.
Ζώντας τώρα μέσα σε ένα δεδομένο πλαίσιο ιστορικής συνείδησης και λαϊκής διάπλασης, είναι φυσικό να ενστερνιζόμαστε τις θεμελιωδέστερες ιδεολογικές αντιλήψεις του πλαισίου αυτού κατά τρόπο αντανακλαστικό. Σε αυτόν τον κανόνα υπακούει και η αντίληψή μας για το δημοκρατικό πολίτευμα. Τείνουμε σχεδόν πάντοτε να θεωρούμε τη σημερινή φιλελεύθερη δημοκρατία ως αιώνιο και μοναδικό πρότυπο και να ερμηνεύουμε τις λειτουργίες της βάση κοινωνικών και νομικών αντιλήψεων, που στην πραγματικότητα δεν εκφράζουν τόσο το δημοκρατικό φαινόμενο καθαυτό, όσο τις σημερινές πολιτιστικές μας αξίες.
Αν εξετάσουμε ακριβώς την εξέλιξη της δημοκρατικής ιδέας κατά τους δύο τελευταίους αιώνες, θα καταλήξουμε σε τρεις χρονικά αλληλοδιαδεχόμενες κατηγορίες – τις κυριότερες φιλελεύθερες θεωρίες περί δημοκρατίας. Η πρώτη θεωρία αποβλέπει στην προστασία της καπιταλιστικής αγοράς και αποδέχεται τους δημοκρατικούς θεσμούς στο βαθμό, που μπορούν να εγγυηθούν την αγορά αυτή και να τη διασφαλίσουν από κρατικές και κοινωνικές παρεμβάσεις. Η δεύτερη, και περισσότερο δημοφιλής, φρονεί ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία εξασφαλίζει, όσο κανένα άλλο πολίτευμα, την ελεύθερη ανάπτυξη του ατόμου. Η «τεχνοκρατική» Τρίτη άποψη βλέπει στην πλουραλιστική δημοκρατία την καλύτερη μέθοδο για την εναλλαγή των ελίτ στην εξουσία, την εξισορρόπηση των διαφόρων ομάδων συμφερόντων και την εκτόνωση των κοινωνικών κρίσεων.
Όλες αυτές οι θεωρίες έχουν ασφαλώς αποδυναμωθεί σε σημαντικό βαθμό από την ανάπτυξη του «κοινωνικού κράτους», με τις εκτεταμένες παρεμβάσεις του στην κοινωνικοοικονομική ζωή, αλλά και από την εξέλιξη ορισμένων δυτικών κρατών προς αυταρχικότερους τύπους δημοκρατίας, καθώς και του αιτήματος της διευρυμένης συμμετοχή των πολιτών στη λήψη των αποφάσεων. Οι νεότερες αυτές εξελίξεις, όσο κι αν αποκλίνουν ή συγκρούονται η μία με την άλλη, υπονομεύουν εντούτοις τις κλασσικές αντιλήψεις περί δημοκρατίας. Από την άποψη αυτή, το δημοκρατικό ιδεώδες διήλθε έναν κύκλο του: Αφού συμβιβάστηκε και ενώθηκε σε αδιάσπαστο σύνολο με τη φιλελεύθερη ιδεολογία, σήμερα την εγκαταλείπει για να προσαρμοσθεί σε νέες ανάγκες και διαφορετικές προκλήσεις.
Σήμερα, λοιπόν, η δημοκρατία, για να προσαρμοσθεί στις νέες συνθήκες και απαιτήσεις, μετασχηματίζεται ιδεολογικά, ενσωματώνει νέους στόχους και νέες θεωρίες. Μετασχηματίζονται, όμως, και οι θεσμοί, οι οργανωτικές τους βάσεις. Πού θα φθάσουν αυτές οι μεταβολές; Ποια θα είναι η μορφή των νέων κρυσταλλώσεων; Είναι νωρίς ακόμη για να απαντήσουμε.
Γράφει ο ΣΤΕΛΙΟΣ ΣΥΡΜΟΓΛΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου