Τα γεγονότα εκτυλίχτηκαν τις πρώτες μέρες του 1885. Ομως, απασχόλησαν
για πολύ καιρό τις εφημερίδες και τη Βουλή και θεωρείται ότι έπαιξαν
σημαντικό ρόλο στην εκλογική ήττα του Χαρίλαου Τρικούπη τον Μάρτη του
ίδιου έτους.
Πρωταγωνιστές ήταν ο χωροφύλακας Λουκάς Καλπούζος (σύμφωνα με ορισμένες πηγές το μικρό όνομά του ήταν Γιώργος) και ο επιτετραμμένος της αγγλικής πρεσβείας στην Αθήνα, σερ Αρθουρ Νίκολσον.
Ομως, όπως φαίνεται σημαντικό ρόλο είχε παίξει στο παρασκήνιο και ο Γερμανός πρέσβης Φραντς Μπρίνκεν (το πλήρες όνομά του ήταν Franz Egon Freiherr von den Brincken), που είχε πιστωθεί τη σύναψη μιας μεγάλης εμπορικής συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας, η οποία είχε επικριθεί έντονα από την αντιπολίτευση της κυβέρνησης Τρικούπη ως βλαπτική για τα ελληνικά συμφέροντα.
Ο Νίκολσον, ένας «γαλαζοαίματος» διπλωμάτης καριέρας, είχε φτάσει τον Μάρτιο του 1884 στην Αθήνα και ανέλαβε τα καθήκοντά του στην πρεσβεία της Αγγλίας.
Ηταν η δεύτερη μετάθεσή του μετά τον διορισμό του στο βρετανικό υπουργείο Εξωτερικών (1870) και τη δεκαετή παραμονή του (1874-1884) στη βρετανική πρεσβεία στο Βερολίνο.
Οπως γράφει ο μικρότερος γιος του, Χάρολντ Νίκολσον, σε ένα βιογραφικό βιβλίο για τον πατέρα του (στην αγγλική γλώσσα, με τίτλο «Sir Arthur Nicolson, Bart, First Lord Carnock: A study in the Old Diplomacy», εκδόσεις Faber and Faber), ο Αγγλος διπλωμάτης δεν μπόρεσε να καταλάβει τον ελληνικό χαρακτήρα και «η παραμονή του στην Αθήνα ξεκίνησε με εκνευρισμό και κατέληξε σε καταστροφή».
Τα πράγματα φαίνεται ότι άρχισαν να «στραβώνουν» όταν, όπως αναφέρεται στο ίδιο βιβλίο, ο Νίκολσον συνέταξε «μια καταστροφική έκθεση επί των οικονομικών και των χρηματοοικονομικών συνεπειών της κυβέρνησης Τρικούπη».
Η έκθεση αυτή δημοσιεύτηκε σε βρετανική εφημερίδα και ο Ελληνας πρωθυπουργός φέρεται να εξοργίστηκε καθώς τη θεώρησε εχθρική και άκαιρη.
«Μέχρι το τέλος του 1884 οι σχέσεις μεταξύ τους ήταν ήδη κάπως ψυχρές. Στις αρχές του 1885 οι σχέσεις αυτές εκτέθηκαν σε μια δοκιμασία στην οποία δεν μπορούσαν να αντέξουν», παραδέχεται ο Χάρολντ Νίκολσον, που ακολούθησε τον δρόμο του πατέρα του στο διπλωματικό σώμα.
Η «δοκιμασία» αυτή ξεκίνησε περίπου στις 2 το μεσημέρι της Παρασκευής 4 Ιανουαρίου 1885, οπότε ο επιτετραμμένος της αγγλικής πρεσβείας μαζί με τη σύζυγό του πήγαν στον Λυκαβηττό ώστε προχωρώντας κατά μήκος της διαδρομής που ανέβαινε στον λόφο «να θαυμάσουν την πράγματι καταπληκτική θέα».
Ομως, λίγες εβδομάδες νωρίτερα, ο Δήμος Αθηναίων είχε φυτέψει σε μια περιοχή του λόφου μικρά πεύκα.
Προκειμένου δε να προστατευτούν τα δεντράκια από πεζούς ή κοπάδια ζώων, τρεις χωροφύλακες είχαν διαταχθεί να απαγορεύουν να πλησιάζει οποιοσδήποτε στην περιοχή της δενδροφύτευσης.
«Ο κ. Νίκολσων, μη εννοών την πρόσκλησιν, εξηκολούθησε την πορείαν αυτού, ο δε χωροφύλαξ ιδών ότι δεν εισηκούσθη η επιταγή του, προέβη και εις επίθεσιν υλικωτέραν κατά του κ. Επιτετραμμένου», έγραφε την επόμενη μέρα η εφημερίδα «Αιών».
Φαίνεται πάντως ότι τα πράγματα δεν ήταν έτσι απλά.
Οπως εύστοχα είχε γράψει εφημερίδα της εποχής («Αιών», 8.1.1885), «προκειμένου περί αντιθέτων καταθέσεων, δύσκολος η ανακάλυψις της αληθείας».
Πραγματικά, όπως ανέφεραν άλλα δημοσιεύματα («Ακρόπολις», 6.1.1885), ο χωροφύλακας είχε καταθέσει «ότι πρώτος ο κ. επιτετραμμένος ύψωσε και κατάφερε τη ράβδον του επί της κεφαλής του, ήτις αληθώς φέρει οίδημα τι».
Ομως, στη συνέχεια ο χωροφύλακας έπιασε τον Αγγλο διπλωμάτη, που μάταια προσπαθούσε να του εξηγήσει την ιδιότητά του, και τον χτύπησε με το δικό του ραβδί και τα χέρια.
Κάποια στιγμή ο Αγγλος άρχισε να κατεβαίνει το μονοπάτι, οπότε συνάντησε δύο Ελληνες που γνώριζαν γαλλικά (αυτή ήταν τότε η επίσημη, διεθνής γλώσσα) και τους ζήτησε να πούνε στον χωροφύλακα την ιδιότητά του.
Ο Καλπούζος τους προέτρεψε να μείνουν μακριά και στη συνέχεια πλησίασε τον Αγγλο και αφού του έδωσε ακόμα ένα χτύπημα, άρχισε να του πετάει πέτρες καθώς απομακρυνόταν!
Αμέσως, ο Αγγλος έσπευσε στο γραφείο του πρωθυπουργού, όπου τον δέχτηκε ο Χαρίλαος Τρικούπης, ο οποίος σε μια πρώτη συζήτηση στη Βουλή είπε τα εξής:
Την επομένη και ενώ είχαν ζητήσει προσωπικά συγγνώμη από τον Νίκολσον ο υπασπιστής του βασιλιά Γεωργίου του Α’ και ο επικεφαλής της χωροφυλακής, ανακοινώθηκε επίσημα ότι ο δράστης του επεισοδίου αποτάχθηκε από το σώμα και του επιβλήθηκε δίμηνη φυλάκιση στα κάτεργα του Παλαμηδίου.
Πραγματικά, αυτή η τελετή, που χαρακτηρίστηκε «υπερβολική» από τον Τρικούπη, έγινε στις 6 Ιανουαρίου, προκαλώντας την έντονη αντίδραση της αντιπολίτευσης και του Τύπου, από τον οποίο χαρακτηρίστηκε αδικαιολόγητη και «επιδεικτική».
Ακόμα, σε εφημερίδες («Παλιγγενεσία», 7.1.1885) γινόταν κριτική και στη γενικότερη στάση του Νίκολσον, με την επισήμανση ότι «πανταχού του κόσμου οι φρουρούντες στρατιώται απολαμβάνουν άκρου σεβασμού, και ουδεμία παρ’ οιουδήποτε επιτρέπεται αντίστασις και αντίρρησις εις τας διαταγάς αυτών».
Επίσης, αναπτύχθηκε μια ενδιαφέρουσα αρθρογραφία (εφ. «Αιών») σε σχέση με την ισότητα των κρατών.
Το ερώτημα, όμως, που υπήρχε ήταν τι μεσολάβησε και άλλαξε γνώμη ο Αγγλος επιτετραμμένος και από εκεί που ζητούσε η υπόθεση να μην πάρει έκταση, στη συνέχεια ήθελε… θορυβώδεις τελετές στο Σύνταγμα.
Οι εφημερίδες της εποχής έγραφαν (Παλιγγενεσία, 9.1.1885) ότι στο θέμα είχε αναμιχθεί το διπλωματικό σώμα «και απήτησε την πανηγυρικήν ικανοποίησιν του προσβληθέντος, εις δε μάλιστα των αντιπροσώπων ζωηρότερον του δέοντος επεδείξατο ενδιαφέρον».
Την επόμενη μέρα, η πρεσβεία της Ιταλίας έσπευσε με επίσημη ανακοίνωση να αρνηθεί οποιαδήποτε ανάμειξη στην υπόθεση και έμεινε να αιωρείται ποιος διπλωμάτης ήταν αυτός που είχε δείξει το «υπέρ το δέον» ενδιαφέρον…
Η απάντηση έρχεται στο βιβλίο που έχει γράψει ο γιος του Αρθουρ Νίκολσον, όπου σημειώνεται (σελ. 56) ότι ο ίδιος ήταν έτοιμος να αποδεχτεί ως ικανοποίηση την απόταξη του χωροφύλακα, «αλλά ο Herr Brincken, ο Γερμανός πρέσβης, τον διαβεβαίωσε ότι η ικανοποίηση που προσφέρεται δεν ήταν επαρκής» και ότι μια περισσότερο δημόσια ικανοποίηση θα είχε πολλά να προσφέρει….
Ο Αγγλος την ίδια χρονιά μετατέθηκε στην πρεσβεία της Τεχεράνης, ενώ ο Γερμανός πρέσβης αντικαταστάθηκε δύο χρόνια αργότερα.
Πρωτοχρονιά του 1870. Ολα κυλάνε ήσυχα στην πρωτεύουσα του «νεαρού»
ελληνικού κράτους, με τις επίσημες εκδηλώσεις και τα νεοφερμένα έθιμα να
υλοποιούνται κανονικά.
Ομως, όλα αυτά γρήγορα επισκιάζονται από ένα μεγάλο πολιτικό επεισόδιο, την απουσία τριών πρώην πρωθυπουργών και αρχηγών ισάριθμων πολιτικών κομμάτων μαζί με βουλευτές τους από την καθιερωμένη δοξολογία στη Μητρόπολη και το προβλεπόμενο χειροφίλημα στη βασίλισσα Ολγα.
Από στόμα σε στόμα το νέο έφτασε παντού, αρχικά σαν «ψίθυρος», για να πάρει μεγάλες διαστάσεις το βράδυ, καθώς οι Αλέξανδρος Κουμουνδούρος, Δημήτριος Βούλγαρης και Επαμεινώνδας Δεληγεώργης δεν είχαν εμφανιστεί στον καθιερωμένο χορό που παρέθετε το βασιλικό ζεύγος Γεώργιος Α’ και Ολγα.
Κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητο από τις εφημερίδες, οι οποίες αντιμετώπισαν το θέμα δίνοντας μεν πολιτικό «χρώμα» στην «ηχηρή» απουσία, αλλά χωρίς και να μπορούν (ή να θέλουν) να τη συνδέσουν με αμφισβήτηση του Γεωργίου του Α’…
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Παραμονή της Πρωτοχρονιάς.
Οι κάτοικοι της Αθήνας, όπως επιτάσσει ένα ξενόφερτο έθιμο των τελευταίων χρόνων, βγαίνουν όλοι μαζί, «πάσης τάξεως, ηλικίας και παντός γένους πρόσωπα», σύμφωνα με τις εφημερίδες της εποχής, στις οδούς Ερμού και Αιόλου, φωνάζοντας και τραγουδώντας μέχρι το βράδυ.
Η Αστυνομία είχε λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα και δεν συνέβη κανένα επεισόδιο.
Παράλληλα, είχε πάρει μέτρα για τη χαρτοπαιξία, από την οποία «άλλοτε χιλιάδες νέων κατεστρέφοντο».
Στο πλαίσιο των μέτρων, αστυνομικοί «κατέλαβαν», από την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, τα καφενεία «και απηγόρευσαν αυστηρώς την χαρτοπαιξίαν».
Την επόμενη μέρα, Πρωτοχρονιά του 1870, ο επίσημος εορτασμός ξεκινάει με έναν κανονιοβολισμό, ο οποίος επαναλαμβάνεται με τη δύση του ηλίου.
Στις 10 το πρωί το βασιλικό ζεύγος προσέρχεται με μια άμαξα με έξι άλογα στη Μητρόπολη, όπου γίνεται δοξολογία παρουσία του πρωθυπουργού Θρασύβουλου Ζαΐμη, του υπουργικού συμβουλίου, δικαστών, στρατιωτικών κ.ά.
Μετά το τέλος της δοξολογίας, ο Γεώργιος Α’ και η σύζυγός του επιστρέφουν στα ανάκτορα (εκεί που είναι σήμερα η Βουλή) και δέχονται τους Ελληνες και ξένους επισήμους, οι οποίοι τους εύχονται για το νέο έτος και σύμφωνα με το πρωτόκολλο της εποχής φιλούν το δεξί χέρι της βασίλισσας.
Σε αυτό το σημείο επισημαίνεται μια πρώτη… απουσία.
Η εθνοφυλακή, παρότι αναφερόταν στο επίσημο πρόγραμμα και προβλεπόταν η παρουσία της, δεν συμμετείχε.
Μάλιστα, με εξαίρεση έναν, κανένας άλλος αξιωματικός της εθνοφυλακής δεν παρευρέθη στη Μητρόπολη «αλλ’ ούτε εις το χειροφίλημα προσήλθε τις» (εφημ. «Αυγή», 2.1.1870).
Το απόγευμα «επαιάνισεν η μουσική διάφορα εθνικά άσματα εκ της πλατείας του Συντάγματος διά της οδού Σταδίου κ.λπ.», ενώ στα ανάκτορα άρχισε ο προγραμματισμένος χορός, με πολλούς καλεσμένους, που συνεχίστηκε όλη νύχτα μέχρι τις 5 το πρωί της επόμενης μέρας της Πρωτοχρονιάς.
Αρχικά, οι κοσμικοί κύκλοι και εν συνεχεία όλη η Αθήνα αρχίζει να μιλάει για τις απουσίες από τις εκδηλώσεις, με έμφαση σε αυτές των τριών πολιτικών αρχηγών και πρώην πρωθυπουργών, Αλέξανδρου Κουμουνδούρου, Δημήτριου Βούλγαρη και Επαμεινώνδα Δεληγεώργη, διότι εκτός αυτών απουσίαζαν και αρκετοί βουλευτές της αντιπολίτευσης.
Σύμφωνα με εφημερίδες της εποχής, από τους 70 βουλευτές που διέμεναν στην πρωτεύουσα μόλις 7 ή 8 παρευρέθησαν στις επίσημες πρωτοχρονιάτικες εκδηλώσεις.
Η εφημερίδα «Αιών» (φ. της 5ης Ιανουαρίου 1870) σημείωνε τις φήμες που ακούγονταν ότι οι απουσίες ήταν αποτέλεσμα προσυνεννόησης «και ότι έφερε τον τύπον οιονεί διαμαρτυρήσεως», ενώ η προσκείμενη στον Αλέξ. Κουμουνδούρο εφημερίδα «Παλιγγενεσία» εξέφραζε την πεποίθηση ότι «δεν εγένετο τυχαίως», αφήνοντας αιχμές για τους διευθύνοντες τις βασιλικές εορτές.
Η αιτία αυτού του μεγάλου -για την εποχή- πολιτικού επεισοδίου αποκαλύφθηκε, λίγες μέρες αργότερα, από την εφημερίδα «Αλήθεια» (φ. της 8ης Ιανουαρίου 1870).
Ολα είχαν ξεκινήσει σε έναν μικρό απογευματινό χορό, που είχε γίνει
στις 23 Δεκεμβρίου στα ανάκτορα και όπου είχαν κληθεί οι τρεις πρώην
πρωθυπουργοί αλλά δεν προσκλήθηκαν πρόσωπα του στενού περιβάλλοντός
τους.
Αυτό τους οδήγησε στην απόφαση να μην εμφανιστούν στις επίσημες εκδηλώσεις της Πρωτοχρονιάς.
Και -κατά την εφημερίδα- «εάν εις τας προσκλήσεις του χορού της 23ης Δεκεμβρίου κατεβάλλετο περισσότερη προσοχή και εξεδίδοντο αύται εις τρόπον δικαιότερον, δεν ήθελε επέλθη εφεξής η απουσία της 1ης Ιανουαρίου».
Σταύρος Μαλαγκονιάρης
Aπο: efsyn.gr
Πρωταγωνιστές ήταν ο χωροφύλακας Λουκάς Καλπούζος (σύμφωνα με ορισμένες πηγές το μικρό όνομά του ήταν Γιώργος) και ο επιτετραμμένος της αγγλικής πρεσβείας στην Αθήνα, σερ Αρθουρ Νίκολσον.
Ομως, όπως φαίνεται σημαντικό ρόλο είχε παίξει στο παρασκήνιο και ο Γερμανός πρέσβης Φραντς Μπρίνκεν (το πλήρες όνομά του ήταν Franz Egon Freiherr von den Brincken), που είχε πιστωθεί τη σύναψη μιας μεγάλης εμπορικής συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας, η οποία είχε επικριθεί έντονα από την αντιπολίτευση της κυβέρνησης Τρικούπη ως βλαπτική για τα ελληνικά συμφέροντα.
Ο Νίκολσον, ένας «γαλαζοαίματος» διπλωμάτης καριέρας, είχε φτάσει τον Μάρτιο του 1884 στην Αθήνα και ανέλαβε τα καθήκοντά του στην πρεσβεία της Αγγλίας.
Ηταν η δεύτερη μετάθεσή του μετά τον διορισμό του στο βρετανικό υπουργείο Εξωτερικών (1870) και τη δεκαετή παραμονή του (1874-1884) στη βρετανική πρεσβεία στο Βερολίνο.
Οπως γράφει ο μικρότερος γιος του, Χάρολντ Νίκολσον, σε ένα βιογραφικό βιβλίο για τον πατέρα του (στην αγγλική γλώσσα, με τίτλο «Sir Arthur Nicolson, Bart, First Lord Carnock: A study in the Old Diplomacy», εκδόσεις Faber and Faber), ο Αγγλος διπλωμάτης δεν μπόρεσε να καταλάβει τον ελληνικό χαρακτήρα και «η παραμονή του στην Αθήνα ξεκίνησε με εκνευρισμό και κατέληξε σε καταστροφή».
Οι πολιτικοί λόγοι
Οπως αποτυπώνεται στο βιβλίο, σε αυτήν την «κακή εμπειρία» έπαιξαν ρόλο οι κακές σχέσεις του με τον Χαρίλαο Τρικούπη, «ο οποίος, αν και στη συνέχεια αποδείχτηκε ο σοφότερος Ελληνας πολιτικός τής προ Βενιζέλου περιόδου, εκείνο το διάστημα εμφανιζόταν άστατος και υπέρμετρα εθνικιστής, καθιστώντας δύσκολη οποιαδήποτε συμφωνία (ενν. μαζί του)».Τα πράγματα φαίνεται ότι άρχισαν να «στραβώνουν» όταν, όπως αναφέρεται στο ίδιο βιβλίο, ο Νίκολσον συνέταξε «μια καταστροφική έκθεση επί των οικονομικών και των χρηματοοικονομικών συνεπειών της κυβέρνησης Τρικούπη».
Η έκθεση αυτή δημοσιεύτηκε σε βρετανική εφημερίδα και ο Ελληνας πρωθυπουργός φέρεται να εξοργίστηκε καθώς τη θεώρησε εχθρική και άκαιρη.
«Μέχρι το τέλος του 1884 οι σχέσεις μεταξύ τους ήταν ήδη κάπως ψυχρές. Στις αρχές του 1885 οι σχέσεις αυτές εκτέθηκαν σε μια δοκιμασία στην οποία δεν μπορούσαν να αντέξουν», παραδέχεται ο Χάρολντ Νίκολσον, που ακολούθησε τον δρόμο του πατέρα του στο διπλωματικό σώμα.
Η «δοκιμασία» αυτή ξεκίνησε περίπου στις 2 το μεσημέρι της Παρασκευής 4 Ιανουαρίου 1885, οπότε ο επιτετραμμένος της αγγλικής πρεσβείας μαζί με τη σύζυγό του πήγαν στον Λυκαβηττό ώστε προχωρώντας κατά μήκος της διαδρομής που ανέβαινε στον λόφο «να θαυμάσουν την πράγματι καταπληκτική θέα».
Ομως, λίγες εβδομάδες νωρίτερα, ο Δήμος Αθηναίων είχε φυτέψει σε μια περιοχή του λόφου μικρά πεύκα.
Προκειμένου δε να προστατευτούν τα δεντράκια από πεζούς ή κοπάδια ζώων, τρεις χωροφύλακες είχαν διαταχθεί να απαγορεύουν να πλησιάζει οποιοσδήποτε στην περιοχή της δενδροφύτευσης.
Το επεισόδιο
Ετσι, ο ένας από τους χωροφύλακες, ονόματι Καλπούζος, ο οποίος σύμφωνα με ορισμένες πηγές παρουσίαζε διαταραχές στην προσωπικότητά του που τον καθιστούσαν οξύθυμο, όταν είδε τον Αγγλο να βαδίζει στην απαγορευμένη ζώνη και να κόβει αγριολούλουδα του φώναξε να σταματήσει.«Ο κ. Νίκολσων, μη εννοών την πρόσκλησιν, εξηκολούθησε την πορείαν αυτού, ο δε χωροφύλαξ ιδών ότι δεν εισηκούσθη η επιταγή του, προέβη και εις επίθεσιν υλικωτέραν κατά του κ. Επιτετραμμένου», έγραφε την επόμενη μέρα η εφημερίδα «Αιών».
Φαίνεται πάντως ότι τα πράγματα δεν ήταν έτσι απλά.
Οπως εύστοχα είχε γράψει εφημερίδα της εποχής («Αιών», 8.1.1885), «προκειμένου περί αντιθέτων καταθέσεων, δύσκολος η ανακάλυψις της αληθείας».
Πραγματικά, όπως ανέφεραν άλλα δημοσιεύματα («Ακρόπολις», 6.1.1885), ο χωροφύλακας είχε καταθέσει «ότι πρώτος ο κ. επιτετραμμένος ύψωσε και κατάφερε τη ράβδον του επί της κεφαλής του, ήτις αληθώς φέρει οίδημα τι».
Ομως, στη συνέχεια ο χωροφύλακας έπιασε τον Αγγλο διπλωμάτη, που μάταια προσπαθούσε να του εξηγήσει την ιδιότητά του, και τον χτύπησε με το δικό του ραβδί και τα χέρια.
Κάποια στιγμή ο Αγγλος άρχισε να κατεβαίνει το μονοπάτι, οπότε συνάντησε δύο Ελληνες που γνώριζαν γαλλικά (αυτή ήταν τότε η επίσημη, διεθνής γλώσσα) και τους ζήτησε να πούνε στον χωροφύλακα την ιδιότητά του.
Ο Καλπούζος τους προέτρεψε να μείνουν μακριά και στη συνέχεια πλησίασε τον Αγγλο και αφού του έδωσε ακόμα ένα χτύπημα, άρχισε να του πετάει πέτρες καθώς απομακρυνόταν!
Αμέσως, ο Αγγλος έσπευσε στο γραφείο του πρωθυπουργού, όπου τον δέχτηκε ο Χαρίλαος Τρικούπης, ο οποίος σε μια πρώτη συζήτηση στη Βουλή είπε τα εξής:
«Ο κύριος επιτετραμμένος ήλθε
τεταραγμένος και μοι διηγήθη το γεγονός, ευθύς εξέφρασα την βαθείαν
θλίψιν μου επί τω συμβάντι και την προθυμίαν της κυβερνήσεως όπως πράξει
παν το εφ’ εαυτήν, ίνα ικανοποιήση την Αγγλικήν κυβέρνησιν επί της εις
τον αντιπρόσωπον αυτής γενομένης προσβολής, ο δ’ επιτετραμμένος μοι
είπεν ότι δεν επεθύμει η υπόθεσις αύτη να λάβη διαστάσεις, δεν επεθύμει
να γίνει πάταγος περί αυτής, ηρκείτο εις την παραδειγματικήν τιμωρίαν
του ενόχου»
(Πρακτικά της Βουλής των Ελλήνων, Συνεδρίαση ΛΕ’, 11 Ιανουαρίου 1885).
Πραγματικά, ενώ ο χωροφύλακας εντοπίστηκε και συνελήφθη από τους ανωτέρους του, ο επιτετραμμένος έστειλε επιστολή στον Τρικούπη ζητώντας «και ικανοποίησιν προσωπικήν», την οποία και προσδιόριζε.Την επομένη και ενώ είχαν ζητήσει προσωπικά συγγνώμη από τον Νίκολσον ο υπασπιστής του βασιλιά Γεωργίου του Α’ και ο επικεφαλής της χωροφυλακής, ανακοινώθηκε επίσημα ότι ο δράστης του επεισοδίου αποτάχθηκε από το σώμα και του επιβλήθηκε δίμηνη φυλάκιση στα κάτεργα του Παλαμηδίου.
Οι απαιτήσεις
Ομως, ο Αγγλος, με νέα επιστολή του προς τον Τρικούπη, θεώρησε ότι δεν είχε ικανοποιηθεί, ιδιαίτερα από την αιτιολογία της διαταγής αποπομπής και της φυλάκισης του χωροφύλακα και ζήτησε να γίνει νέα ανακοίνωση της κυβέρνησης στην πλατεία Συντάγματος, ενώπιον όλης της δύναμης της χωροφυλακής, που θα παρουσιάσει όπλα υπό τους ήχους του αγγλικού ύμνου.Πραγματικά, αυτή η τελετή, που χαρακτηρίστηκε «υπερβολική» από τον Τρικούπη, έγινε στις 6 Ιανουαρίου, προκαλώντας την έντονη αντίδραση της αντιπολίτευσης και του Τύπου, από τον οποίο χαρακτηρίστηκε αδικαιολόγητη και «επιδεικτική».
Ακόμα, σε εφημερίδες («Παλιγγενεσία», 7.1.1885) γινόταν κριτική και στη γενικότερη στάση του Νίκολσον, με την επισήμανση ότι «πανταχού του κόσμου οι φρουρούντες στρατιώται απολαμβάνουν άκρου σεβασμού, και ουδεμία παρ’ οιουδήποτε επιτρέπεται αντίστασις και αντίρρησις εις τας διαταγάς αυτών».
Επίσης, αναπτύχθηκε μια ενδιαφέρουσα αρθρογραφία (εφ. «Αιών») σε σχέση με την ισότητα των κρατών.
Το ερώτημα, όμως, που υπήρχε ήταν τι μεσολάβησε και άλλαξε γνώμη ο Αγγλος επιτετραμμένος και από εκεί που ζητούσε η υπόθεση να μην πάρει έκταση, στη συνέχεια ήθελε… θορυβώδεις τελετές στο Σύνταγμα.
Οι εφημερίδες της εποχής έγραφαν (Παλιγγενεσία, 9.1.1885) ότι στο θέμα είχε αναμιχθεί το διπλωματικό σώμα «και απήτησε την πανηγυρικήν ικανοποίησιν του προσβληθέντος, εις δε μάλιστα των αντιπροσώπων ζωηρότερον του δέοντος επεδείξατο ενδιαφέρον».
Την επόμενη μέρα, η πρεσβεία της Ιταλίας έσπευσε με επίσημη ανακοίνωση να αρνηθεί οποιαδήποτε ανάμειξη στην υπόθεση και έμεινε να αιωρείται ποιος διπλωμάτης ήταν αυτός που είχε δείξει το «υπέρ το δέον» ενδιαφέρον…
Η απάντηση έρχεται στο βιβλίο που έχει γράψει ο γιος του Αρθουρ Νίκολσον, όπου σημειώνεται (σελ. 56) ότι ο ίδιος ήταν έτοιμος να αποδεχτεί ως ικανοποίηση την απόταξη του χωροφύλακα, «αλλά ο Herr Brincken, ο Γερμανός πρέσβης, τον διαβεβαίωσε ότι η ικανοποίηση που προσφέρεται δεν ήταν επαρκής» και ότι μια περισσότερο δημόσια ικανοποίηση θα είχε πολλά να προσφέρει….
Ο Αγγλος την ίδια χρονιά μετατέθηκε στην πρεσβεία της Τεχεράνης, ενώ ο Γερμανός πρέσβης αντικαταστάθηκε δύο χρόνια αργότερα.
Δεν έβαλε μυαλό
Οσο για τον αποταχθέντα χωροφύλακα, που από την πρώτη στιγμή επισημάνθηκε ότι εκτελούσε εντολές, διαβάζουμε, μερικά χρόνια αργότερα, σε μια εφημερίδα με αφορμή κάποια επεισόδια φοιτητών στο Ακαδημαϊκό Γυμναστήριο:
«Ολοι υπέκυψαν προ της βίας πλην του γνωστού επιστάτου του Γυμναστηρίου, του απόστρατου χωροφύλακος α’ τάξεως Μπάρμπα Γιώργη.
Είναι ο γνωστότερος τύπος των Αθηνών
για το μικρόν, αλλά λεβέντικο παράστημά του, με την στρατιωτικήν
φυσιογνωμίαν του, με το σγουρό και ψαρί μουστάκι του και το
αλα-φραντζέζα κασκέτο του. Ετι δε μάλλον γνωστόν αφ’ ότου προ είκοσι
τριών ετών σχεδόν, φρουρός ων παρά τα Πευκάκια και εφαρμόζων αστυνομικήν
διάταξιν, εις τον τότε εκεί υπάρχοντα περίβολον, συνέλαβε τον παραβάντα
την διάταξιν ταύτην, Πρεσβευτήν της Αγγλίας ενταύθα Νίκολσων, ον και
εκακοποίησεν.
Είναι δε ιστορική η δοθείσα τότε
ικανοποίησις εις την Αγγλίαν αναπετασθείσης της Αγγλικής σημαίας εν
στρατιωτική παρατάξει και παιχθέντος εν τη πλατεία του Συντάγματος του
αγγλικού Υμνου.
Ο ιστορικός αυτός εκτελεστής του
καθήκοντος, ο Μπάρμπα Γιώργης, ευρισκόμενος την στιγμήν εκείνην εν τω
γυμναστηρίω και βλέπων τους φοιτητάς επιτιθεμένους, ζητεί να αντεπεξέλθη
μόνος καθ' όλων διά των… χειρών του, αναχαιτίζεται όμως παρά του […],
οίτινες τον αποσύρουν μακράν του πεδίου της επιθέσεως διαμαρτυρομένου»
(εφημερίδα «Εμπρός», 27.11.1907).
Πρωτοχρονιά 1870 - Ηχηρές απουσίες από το παλάτι
Πολιτικό επεισόδιο διότι «δεν προσήλθαν εις το χειροφίλημα»
Ομως, όλα αυτά γρήγορα επισκιάζονται από ένα μεγάλο πολιτικό επεισόδιο, την απουσία τριών πρώην πρωθυπουργών και αρχηγών ισάριθμων πολιτικών κομμάτων μαζί με βουλευτές τους από την καθιερωμένη δοξολογία στη Μητρόπολη και το προβλεπόμενο χειροφίλημα στη βασίλισσα Ολγα.
Από στόμα σε στόμα το νέο έφτασε παντού, αρχικά σαν «ψίθυρος», για να πάρει μεγάλες διαστάσεις το βράδυ, καθώς οι Αλέξανδρος Κουμουνδούρος, Δημήτριος Βούλγαρης και Επαμεινώνδας Δεληγεώργης δεν είχαν εμφανιστεί στον καθιερωμένο χορό που παρέθετε το βασιλικό ζεύγος Γεώργιος Α’ και Ολγα.
Κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητο από τις εφημερίδες, οι οποίες αντιμετώπισαν το θέμα δίνοντας μεν πολιτικό «χρώμα» στην «ηχηρή» απουσία, αλλά χωρίς και να μπορούν (ή να θέλουν) να τη συνδέσουν με αμφισβήτηση του Γεωργίου του Α’…
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Παραμονή της Πρωτοχρονιάς.
Οι κάτοικοι της Αθήνας, όπως επιτάσσει ένα ξενόφερτο έθιμο των τελευταίων χρόνων, βγαίνουν όλοι μαζί, «πάσης τάξεως, ηλικίας και παντός γένους πρόσωπα», σύμφωνα με τις εφημερίδες της εποχής, στις οδούς Ερμού και Αιόλου, φωνάζοντας και τραγουδώντας μέχρι το βράδυ.
Η Αστυνομία είχε λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα και δεν συνέβη κανένα επεισόδιο.
Παράλληλα, είχε πάρει μέτρα για τη χαρτοπαιξία, από την οποία «άλλοτε χιλιάδες νέων κατεστρέφοντο».
Στο πλαίσιο των μέτρων, αστυνομικοί «κατέλαβαν», από την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, τα καφενεία «και απηγόρευσαν αυστηρώς την χαρτοπαιξίαν».
Την επόμενη μέρα, Πρωτοχρονιά του 1870, ο επίσημος εορτασμός ξεκινάει με έναν κανονιοβολισμό, ο οποίος επαναλαμβάνεται με τη δύση του ηλίου.
Στις 10 το πρωί το βασιλικό ζεύγος προσέρχεται με μια άμαξα με έξι άλογα στη Μητρόπολη, όπου γίνεται δοξολογία παρουσία του πρωθυπουργού Θρασύβουλου Ζαΐμη, του υπουργικού συμβουλίου, δικαστών, στρατιωτικών κ.ά.
Μετά το τέλος της δοξολογίας, ο Γεώργιος Α’ και η σύζυγός του επιστρέφουν στα ανάκτορα (εκεί που είναι σήμερα η Βουλή) και δέχονται τους Ελληνες και ξένους επισήμους, οι οποίοι τους εύχονται για το νέο έτος και σύμφωνα με το πρωτόκολλο της εποχής φιλούν το δεξί χέρι της βασίλισσας.
Σε αυτό το σημείο επισημαίνεται μια πρώτη… απουσία.
Η εθνοφυλακή, παρότι αναφερόταν στο επίσημο πρόγραμμα και προβλεπόταν η παρουσία της, δεν συμμετείχε.
Μάλιστα, με εξαίρεση έναν, κανένας άλλος αξιωματικός της εθνοφυλακής δεν παρευρέθη στη Μητρόπολη «αλλ’ ούτε εις το χειροφίλημα προσήλθε τις» (εφημ. «Αυγή», 2.1.1870).
Το απόγευμα «επαιάνισεν η μουσική διάφορα εθνικά άσματα εκ της πλατείας του Συντάγματος διά της οδού Σταδίου κ.λπ.», ενώ στα ανάκτορα άρχισε ο προγραμματισμένος χορός, με πολλούς καλεσμένους, που συνεχίστηκε όλη νύχτα μέχρι τις 5 το πρωί της επόμενης μέρας της Πρωτοχρονιάς.
Αρχικά, οι κοσμικοί κύκλοι και εν συνεχεία όλη η Αθήνα αρχίζει να μιλάει για τις απουσίες από τις εκδηλώσεις, με έμφαση σε αυτές των τριών πολιτικών αρχηγών και πρώην πρωθυπουργών, Αλέξανδρου Κουμουνδούρου, Δημήτριου Βούλγαρη και Επαμεινώνδα Δεληγεώργη, διότι εκτός αυτών απουσίαζαν και αρκετοί βουλευτές της αντιπολίτευσης.
Σύμφωνα με εφημερίδες της εποχής, από τους 70 βουλευτές που διέμεναν στην πρωτεύουσα μόλις 7 ή 8 παρευρέθησαν στις επίσημες πρωτοχρονιάτικες εκδηλώσεις.
Η εφημερίδα «Αιών» (φ. της 5ης Ιανουαρίου 1870) σημείωνε τις φήμες που ακούγονταν ότι οι απουσίες ήταν αποτέλεσμα προσυνεννόησης «και ότι έφερε τον τύπον οιονεί διαμαρτυρήσεως», ενώ η προσκείμενη στον Αλέξ. Κουμουνδούρο εφημερίδα «Παλιγγενεσία» εξέφραζε την πεποίθηση ότι «δεν εγένετο τυχαίως», αφήνοντας αιχμές για τους διευθύνοντες τις βασιλικές εορτές.
Η αιτία αυτού του μεγάλου -για την εποχή- πολιτικού επεισοδίου αποκαλύφθηκε, λίγες μέρες αργότερα, από την εφημερίδα «Αλήθεια» (φ. της 8ης Ιανουαρίου 1870).
Αυτό τους οδήγησε στην απόφαση να μην εμφανιστούν στις επίσημες εκδηλώσεις της Πρωτοχρονιάς.
Και -κατά την εφημερίδα- «εάν εις τας προσκλήσεις του χορού της 23ης Δεκεμβρίου κατεβάλλετο περισσότερη προσοχή και εξεδίδοντο αύται εις τρόπον δικαιότερον, δεν ήθελε επέλθη εφεξής η απουσία της 1ης Ιανουαρίου».
Σταύρος Μαλαγκονιάρης
Aπο: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου