Κυριακή 22 Μαΐου 2011

Έχει η ελπίδα μέλλον;

Ερώτημα κι αυτό… Κι όμως δεν υπάρχει άνθρωπος σήμερα, βλέποντας τι γίνεται γύρω του, που να μην έχει αναρωτηθεί: Έχει τούτος ο κόσμος, που ζούμε, μέλλον; Ακόμη και στις αισιόδοξες απαντήσεις υπάρχει κρυμμένος πίσω απ’ τις λέξεις ένας σκεπτικισμός. Κοιτώντας όσο μας είναι δυνατό στη διαφάνεια
των πραγμάτων και μέσα στα πλαίσια ακριβώς της διαφάνειας αυτής, διακρίνουμε τα αμφίσημα και κακοήθη στίγματα. Και μολονότι οι άνθρωποι μπροστά στις εξαιρετικά δύσκολες στιγμές ή τους αφόρητους κινδύνους, εύκολα περιπίπτουν σε ένα είδος υστερικής αδιαφορίας ή ακόμη και ευφορίας, την περίφημη BELLE INDIFERENCE, διαισθάνονται τις «μυστικές βοές των πλησιαζόντων γεγονότων».
Η αλήθεια είναι ότι η ελπίδα… ξεχνάει πάντα ότι είναι εύθραυστη και χρησιμεύει στο να γλυκαίνει την παρούσα ζωή μας τη φανταστική μέλλουσα και το ωραίο παρελθόν. Η ελπίδα είναι ένα φάρμακο που έχουμε μέσα μας και αξίζει να το διατηρήσουμε. Ο αυστηρός ορθολογισμός μας μάρανε αυτά που μας χάρισε η φύση. Απογυμνωθήκαμε, όπως ακριβώς απογυμνώνεται ένα έντομο, όταν του κόβουν τις κεραίες του και τα φτερά του. Και μείναμε γυμνοί μπροστά στα καταιγιστικά γεγονότα και στη μανία της λογικής μας, που συχνά περνάει τα όρια της υπεροψίας.
Είναι του συρμού, ίσως, να προβλέπει κανείς τα πιο ζοφερά για το μέλλον του ανθρώπου. Δεν είναι και δύσκολο ο καθένας να συναρμολογήσει μια φρικιαστική εικόνα: Πόλεμοι, απειλή των πυρηνικών, τρομοκρατικές εκδηλώσεις, έλλειμμα δημοκρατίας σε πολλές χώρες, φυλετικές διακρίσεις, πείνα, έλλειψη νερού, AIDS…Τι άλλο θέλουμε; Η Αποκάλυψη του Ιωάννη δεν υπερέχει. Το αποτέλεσμα: Κάθε φορά που σκεπτόμαστε το μέλλον του κόσμου να σκοτώνουμε την αισιοδοξία μας…
Έχω, ωστόσο, τη γνώμη ότι τη σύγχρονη και τη μέλλουσα ιστορία θα κινούν κυρίως δύο παράγοντες: η γνώση και η επιστημονικοτεχνική ανάπτυξη και οι από αυτήν απορρέουσες δυνατότητες ολοκληρωτικής καταστροφής της ζωής επάνω στη Γη. Η αύξηση της γνώσης προσθέτει θλίψη. Η αντίφαση ανάμεσα στη φύση, το θεμέλιο της ζωής μας και την επιστημονική ανάπτυξη κορυφώνεται και αποσπά τον άνθρωπο από τους κόλπους του γνήσιου Είναι. Η απειλή του απόλυτου ολέθρου, ανεξάρτητα από το αν θα πραγματοποιηθεί ή όχι, θα χρωματίζει την παγκόσμια ιστορία. Με αυτή την απειλή θα συμβιώνουν οι ερχόμενες γενεές και εφιαλτικός θα γίνεται ο ύπνος τους. Κανένας ηγέτης, καμία ισορροπημένη συνείδηση δεν μπορεί να την αγνοήσει. Ο θάνατος δεν θα κάνει εξαιρέσεις. Θα πραγματοποιηθεί αυτή η απειλή; Δεν το ξέρουμε. Γιατί έτσι είμαστε υποχρεωμένοι να εργαστούμε για να αποφύγουμε τον όλεθρο, κοινό πεπρωμένο του ανθρώπινου γένους. Από αυτήν τη φοβερή απειλή βλασθαίνει η μεγάλη ελπίδα ότι στο άμεσο μέλλον θα υπερνικηθεί η καταπίεση και η βία, η βάρβαρη ανελευθερία, η έλλειψη κοινωνικής δικαιοσύνης, η θηριωδία, ο φανατισμός και η αθλιότητα.
Σε διάφορα διεθνή φιλοσοφικά συνέδρια, κατά καιρούς, κυριαρχεί ως θέμα το μέλλον. Το πρόβλημα εξετάζεται εξονυχιστικά απ’ όλες τις σκοπιές, θεωρητικές και πρακτικές, και οι απόψεις που διατυπώνονται σχετικώς προς το μέλλον της ανθρωπότητας είναι διιστάμενες, με ταυτόχρονο τονισμό της ανάγκης στήριξης του μελλοντικού ανθρώπου επάνω στις ρίζες του παρελθόντος. Εδώ, θέλω να υπογραμμίσω πως οι διάφορες παράμετροι όψεις του θέματος, όπως η βιολογική, η πολιτιστική και η αξιολογική, είναι αναγκαστικώς στενά συνηρτημένες μεταξύ τους.
Ενώ θα έπρεπε κανονικά να τις εξετάσω με τη σειρά που τις ανέφερα, θα προχωρήσω αντιστρόφως, επειδή είναι φανερό πως η τελευταία έχει σχέση αιτιακή προς τη δεύτερη και εκείνη προς την πρώτη.
Από άποψη αξιολογική, το μέλλον της ανθρωπότητας στηρίζεται σ’ ένα θέμα ουσιαστικής επιλογής: ο άνθρωπος καλείται να συλλάβει και να επιβάλλει στον εαυτό του ένα συγκεκριμένο πρότυπο. Στο πρότυπο αυτό που είναι, κατά βάθος, η ίδια του η μελλοντική εικόνα, όπως ο ίδιος την οραματίζεται, αποβλέπει ο σημερινός άνθρωπος.
Από άποψη πολιτιστική, πάλι η αξιολογική επιλογή θα έχει αναμφισβήτητες επιπτώσεις πάνω στον τρόπο με τον οποίο η ζωή των ανθρώπινων κοινωνιών θα οργανωθεί στο απώτερο μέλλον. Το ερώτημα που τίθεται είναι αν στο επίπεδο αυτό, ο άνθρωπος θα στραφεί οριστικά προς την παραγωγή ή προς τη δημιουργία. Προς την, είτε αποκλειστικώς είτε κατά συντριπτική υπεροχή, ποσοτική ή ποιοτική πλήρωση των αναγκών τις οποίες θα έχει ο ίδιος αναπτύξει για τον εαυτό του.
Από άποψη, τέλος, βιολογική, πρέπει να τονιστεί πως, πρώτον, ο κίνδυνος ενός παρόμοιου υποβιβασμού του ανθρώπου δεν είναι επιστημονικώς αδιανόητος για τον αμέσως επερχόμενο χρόνο. Δεύτερον, θα πρέπει να αναμένεται, εφόσον η ανθρωπότητα θα υπερβεί τους σημερινούς και τους μελλοντικούς κινδύνους αυτοαφανισμούς της, πως ο προσεχής και απώτερος βιολογικός τύπος ανθρώπου θα είναι τουλάχιστον εξωτερικά εντελώς διαφορετικός από τον ενεστώτα τύπον του, εξαιτίας των διαφορετικών, σε σχέση με τις σημερινές, συνθηκών διαβίωσής του στον γήινο και στον κοσμικό χώρο. Αν ο άνθρωπος εμφανίστηκε πριν από δέκα μυριάδες έτη, επί της Γης, τίποτε δεν τον εμποδίζει, προσαρμοζόμενος στις εκάστοτε συνθήκες που ο ίδιος θα έχει δημιουργήσει για τον εαυτό του, να ζήσει επάνω στον πλανήτη αυτόν (ή έξω απ’ αυτόν) επί ανάλογον μελλοντικόν χρόνο ακόμη. Το πρόβλημα είναι κατά πόσον θα μοιάζει μ’ εμάς. Οι σχετικές διαφορές – βιολογικές, πολιτιστικές, αξιολογικές – θα είναι τεράστιες.
Στο ερώτημα, επίσης, για το μέλλον του Ελληνισμού είναι αδύνατο να δοθεί απάντηση εύλογη, αν δεν διασταλεί πρώτα η έννοια «μέλλον προσεχές» από την έννοια «μέλλον απώτερο». Κατά τους προσεχείς αιώνες, ό,τι σήμερα εκφράζει το ελληνικό έθνος θ’ ακολουθήσει, τούτο είναι φανερό, έστω και με τη δυσκολία του ταλαίπωρου, τη μοίρα των άλλων ευρωπαϊκών εθνών ή εθνοτήτων, στα οποία, αργά ή γρήγορα, θα προστεθούν αναγκαστικώς και τα υπόλοιπα έθνη της ανατολικής Ευρώπης. Στο πλαίσιο αυτό η οικουμενικότης της ελληνικής ιδιοτυπίας θα κλυδωνίζεται μεταξύ κλασσικού και τεχνολογικού πνεύματος, στην Ευρώπη. Είτε αυτό μας ικανοποιεί είτε όχι, η ιδιοτυπία αυτή αποτελεί το μοναδικό όπλο του Ελληνισμού. Όσο ενωρίτερα το εννοήσουμε, όσο ενωρίτερα το αξιοποιήσουμε, τόσο ασφαλέστερα θα το επιβάλλουμε.
Μακροπρόθεσμα, εξαιτίας του τεχνολογικού κατακλυσμού, κάθε άμεση γενικευμένη επιβίωση του Ελληνισμού θα έχει εκλείψει. Αν δεν επιθυμούμε να εθελοτυφλούμε, δικαιούμαστε να πιθανολογήσουμε πως το έτος 20203 η ελληνική γλώσσα δεν θα ομιλείται καθημερινά, παρά μόνον από τους τελευταίους «νομάδες» του βαλκανικού νότου. Μέχρι τότε, το ελληνικό έθνος ενδέχεται, αν διαχειριστεί ικανοποιητικά τις δυνατότητες που διαθέτει, να έχει προσφέρει, ως έθνος, μερικά ακόμη οικουμενικής σημασίας επιτεύγματα στον πολιτισμένο κόσμο.


Γράφει ο  ΣΤΕΛΙΟΣ  ΣΥΡΜΟΓΛΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΛΑΡΚΙΚΑ ΝΕΑ - Οι ειδήσεις σε τίτλους