Εδώ
και ενάμιση χρόνο, η επικρατούσα αφήγηση ήθελε το πρόβλημα της Ελλάδας
να είναι μονοδιάστατα οικονομικό, το οικονομικό πρόβλημα μονοδιάστατα
δημοσιονομικό και το δημοσιονομικό πρόβλημα μονοδιάστατα ζήτημα
υπερδιόγκωσης ενός σπάταλου κράτους. Αυτή η ακολουθία των αναγωγών
οδηγούσε στην ουσιαστική κατάργηση της πολιτικής: εναλλακτικές λύσεις
δεν υπάρχουν και ο μόνος δρόμος που επιβάλλεται «αντικειμενικά» είναι
εκείνος της δρακόντειας λιτότητας.
Ολα δείχνουν, ωστόσο, ότι βαίνουμε προς αλλαγή σελίδας. Η μνημονιακή πολιτική καταρρέει όχι εκ των έξω, από απεργούς ή «Αγανακτισμένους» (οι οποίοι μπορεί να αποδειχθούν μόνο πρόδρομο φαινόμενο σοβαρότερων, μελλοντικών αναταράξεων), αλλά εκ των έσω, υπό το βάρος της ίδιας της νίκης της. Εδώ δεν πρόκειται για ιδεολογική τοποθέτηση, αλλά για απλή καταγραφή του πασιφανούς: Η οικονομία συρρικνώνεται κατά 8.5% εντός διετίας και το χρέος, αντί να τιθασεύεται, μεγεθύνεται ανεξέλεγκτα. Ενα χρόνο μετά το δάνειο των 110 δισ. και το Μνημόνιο Ι, η κυβέρνηση ετοιμάζεται να δανειστεί άλλα 100 δισ., με αντάλλαγμα το Μνημόνιο ΙΙ. Ενώ το φάρμακο αποδείχθηκε χειρότερο από την ίδια την ασθένεια, οι θεράποντες ιατροί το μόνο που έχουν να προτείνουν είναι ισχυρότερες δόσεις του ίδιου φαρμάκου.
Με αυτά τα δεδομένα, το πρόβλημα της Ελλάδας έχει πάψει να είναι κυρίως οικονομικό. Αυτό που βιώνουμε είναι μια γενικευμένη κοινωνική, πολιτική και εθνική κρίση, όμοια της οποίας δεν έχουν ζήσει οι μεταπολεμικές γενιές. Η καταγεγραμμένη ανεργία υπερβαίνει το 16% (για τους νέους 42%) και το ποσοστό φτώχειας το 20%, ενώ οι αυτοκτονίες και η εγκληματικότητα αυξάνονται εκθετικά - μια πραγματική κοινωνική καταστροφή, εντελώς ασυνήθιστη για αναπτυγμένη χώρα του δυτικού κόσμου. Το χειρότερο είναι ότι δεν διαγράφεται προοπτική εξόδου από το τούνελ: όσοι πίστεψαν ότι μπόρα είναι θα περάσει σε ένα - δύο χρόνια, συνειδητοποιούν ότι έχουν μπροστά τους μια μαύρη δεκαετία, όπου το ένα Μνημόνιο θα διαδέχεται το άλλο κι η διαβόητη «εσωτερική υποτίμηση», που ήδη έριξε τους μισθούς των νέων ανθρώπων στα 520 ευρώ, θα έχει ως μόνο κάτω φράγμα τις εργασιακές σχέσεις τύπου Μπανγκλαντές.
Απότοκος του δραματικού κοινωνικού προβλήματος είναι η πολιτική κρίση, η οποία τείνει να πάρει «καθεστωτικό» χαρακτήρα, με την περιρρέουσα οργή εναντίον της κυβέρνησης κατά πρώτο λόγο, αλλά και συνολικά του πολιτικού κόσμου, κατά δεύτερο. «Με την πολιτική μας τον ενάμιση τελευταίο χρόνο καταφέραμε να αδειάσουμε τις τράπεζες και να γεμίσουμε τις πλατείες», υποστήριξε στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑΣΟΚ ο Π. Κουκουλόπουλος, ενώ ο Δ. Καρύδης δήλωσε ότι «οι μισοί ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ είναι σε κατάθλιψη και οι άλλοι μισοί στις πλατείες».
Δεν θα έπρεπε να εκπλήσσει το γεγονός ότι ένα από κεντρικά συνθήματα που νοηματοδοτούν το κίνημα της πλατείας είναι εκείνο περί «πραγματικής Δημοκρατίας». Ευρύτατα στρώματα του πληθυσμού έχουν την αίσθηση του εμπαιγμού. Ψήφισαν ένα ΠΑΣΟΚ που έλεγε ότι «λεφτά υπάρχουν» και υποσχόταν κεϋνσιανά μέτρα αναδιανομής υπέρ των ασθενεστέρων. Εισέπραξαν, όμως, μια σκληρότατη πολιτική που όχι μόνο δεν έχει λαϊκή νομιμοποίηση, αλλά ελέγχεται για αντισυνταγματικότητα: ποια διασταλτική ερμηνεία του Συντάγματος επιτρέπει απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων ή διορισμό ξένων επιτρόπων -συγγνώμη, «εμπειρογνωμώνων»- σε ελληνικά υπουργεία; Πώς επιτρέπεται να υπογράφει η Ελλάδα δανειακή σύμβαση με την οποία παραιτείται του δικαιώματος ασυλίας εθνικής κυριαρχίας και εκτίθεται σε αναγκαστική κατάσχεση δημόσιας περιουσίας από τους πιστωτές της, χωρίς καν να κυρωθεί μια τόσο σοβαρή σύμβαση από τη Βουλή;
Φαίνεται ότι ο πρωθυπουργός αντιλαμβάνεται ότι η σύγχρονη ελληνική τραγωδία απαιτεί κάποιου είδους πολιτική κάθαρση, εξ ου και οι ταλαντεύσεις του μεταξύ δημοψηφίσματος και εκλογών. Επί του προκειμένου, υπάρχει το προηγούμενο του προέδρου Ντε Γκωλ κατά τον καυτό γαλλικό Μάιο του 1968. Στην αρχή έκλινε προς το ενδεχόμενο της απολυταρχικής εκτροπής, προτού το εν πολλοίς αυθόρμητο κίνημα εξελιχθεί σε κομμουνιστική επανάσταση (ταξίδεψε μάλιστα κρυφά στη γαλλική βάση του Μπάντεν-Μπάντεν, στη Γερμανία, για να σταθμίσει τα υπέρ και τα κατά ενός πραξικοπήματος). Τελικά, πείσθηκε από τον πρωθυπουργό του, Ζωρζ Πομπιντού, να ακολουθήσει την καθαρή λύση των βουλευτικών εκλογών, τις οποίες κέρδισε πανηγυρικά.
Ωστόσο, σε αντίθεση με τη Γαλλία του ’68, στην Ελλάδα του 2011 δεν είναι ορατό το φάντασμα του κομμουνισμού, που θα μπορούσε να συσπειρώσει το «κόμμα του νόμου και της τάξης» γύρω από την κυβέρνηση. Αντί για «τον συμβιβασμό της Γκρενέλ» που προσέφερε στους ψηφοφόρους ο Πομπιντού -35% αυξήσεις στον κατώτατο μισθό και 10% στον μέσο- η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ έχει να προσφέρει μόνο τα Μνημόνια Ι και ΙΙ. Τέλος, ο Γ. Παπανδρέου δεν είναι Ντε Γκωλ - ένας πολιτικός που έβγαλε τη Γαλλία από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ και παρέλυσε την Ευρωπαϊκή Κοινότητα επί χρόνια με την «πολιτική της άδειας καρέκλας», προκειμένου να διαπραγματευθεί σκληρά για τα εθνικά συμφέροντα, όπως εκείνος τα εννοούσε. Ισως εδώ ταιριάζει η παράφραση του Σλάβοϊ Ζίζεκ: Κάποτε η Ιστορία επαναλαμβάνεται, πρώτα σαν τραγωδία και ύστερα σαν φάρσα
Ολα δείχνουν, ωστόσο, ότι βαίνουμε προς αλλαγή σελίδας. Η μνημονιακή πολιτική καταρρέει όχι εκ των έξω, από απεργούς ή «Αγανακτισμένους» (οι οποίοι μπορεί να αποδειχθούν μόνο πρόδρομο φαινόμενο σοβαρότερων, μελλοντικών αναταράξεων), αλλά εκ των έσω, υπό το βάρος της ίδιας της νίκης της. Εδώ δεν πρόκειται για ιδεολογική τοποθέτηση, αλλά για απλή καταγραφή του πασιφανούς: Η οικονομία συρρικνώνεται κατά 8.5% εντός διετίας και το χρέος, αντί να τιθασεύεται, μεγεθύνεται ανεξέλεγκτα. Ενα χρόνο μετά το δάνειο των 110 δισ. και το Μνημόνιο Ι, η κυβέρνηση ετοιμάζεται να δανειστεί άλλα 100 δισ., με αντάλλαγμα το Μνημόνιο ΙΙ. Ενώ το φάρμακο αποδείχθηκε χειρότερο από την ίδια την ασθένεια, οι θεράποντες ιατροί το μόνο που έχουν να προτείνουν είναι ισχυρότερες δόσεις του ίδιου φαρμάκου.
Με αυτά τα δεδομένα, το πρόβλημα της Ελλάδας έχει πάψει να είναι κυρίως οικονομικό. Αυτό που βιώνουμε είναι μια γενικευμένη κοινωνική, πολιτική και εθνική κρίση, όμοια της οποίας δεν έχουν ζήσει οι μεταπολεμικές γενιές. Η καταγεγραμμένη ανεργία υπερβαίνει το 16% (για τους νέους 42%) και το ποσοστό φτώχειας το 20%, ενώ οι αυτοκτονίες και η εγκληματικότητα αυξάνονται εκθετικά - μια πραγματική κοινωνική καταστροφή, εντελώς ασυνήθιστη για αναπτυγμένη χώρα του δυτικού κόσμου. Το χειρότερο είναι ότι δεν διαγράφεται προοπτική εξόδου από το τούνελ: όσοι πίστεψαν ότι μπόρα είναι θα περάσει σε ένα - δύο χρόνια, συνειδητοποιούν ότι έχουν μπροστά τους μια μαύρη δεκαετία, όπου το ένα Μνημόνιο θα διαδέχεται το άλλο κι η διαβόητη «εσωτερική υποτίμηση», που ήδη έριξε τους μισθούς των νέων ανθρώπων στα 520 ευρώ, θα έχει ως μόνο κάτω φράγμα τις εργασιακές σχέσεις τύπου Μπανγκλαντές.
Απότοκος του δραματικού κοινωνικού προβλήματος είναι η πολιτική κρίση, η οποία τείνει να πάρει «καθεστωτικό» χαρακτήρα, με την περιρρέουσα οργή εναντίον της κυβέρνησης κατά πρώτο λόγο, αλλά και συνολικά του πολιτικού κόσμου, κατά δεύτερο. «Με την πολιτική μας τον ενάμιση τελευταίο χρόνο καταφέραμε να αδειάσουμε τις τράπεζες και να γεμίσουμε τις πλατείες», υποστήριξε στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑΣΟΚ ο Π. Κουκουλόπουλος, ενώ ο Δ. Καρύδης δήλωσε ότι «οι μισοί ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ είναι σε κατάθλιψη και οι άλλοι μισοί στις πλατείες».
Δεν θα έπρεπε να εκπλήσσει το γεγονός ότι ένα από κεντρικά συνθήματα που νοηματοδοτούν το κίνημα της πλατείας είναι εκείνο περί «πραγματικής Δημοκρατίας». Ευρύτατα στρώματα του πληθυσμού έχουν την αίσθηση του εμπαιγμού. Ψήφισαν ένα ΠΑΣΟΚ που έλεγε ότι «λεφτά υπάρχουν» και υποσχόταν κεϋνσιανά μέτρα αναδιανομής υπέρ των ασθενεστέρων. Εισέπραξαν, όμως, μια σκληρότατη πολιτική που όχι μόνο δεν έχει λαϊκή νομιμοποίηση, αλλά ελέγχεται για αντισυνταγματικότητα: ποια διασταλτική ερμηνεία του Συντάγματος επιτρέπει απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων ή διορισμό ξένων επιτρόπων -συγγνώμη, «εμπειρογνωμώνων»- σε ελληνικά υπουργεία; Πώς επιτρέπεται να υπογράφει η Ελλάδα δανειακή σύμβαση με την οποία παραιτείται του δικαιώματος ασυλίας εθνικής κυριαρχίας και εκτίθεται σε αναγκαστική κατάσχεση δημόσιας περιουσίας από τους πιστωτές της, χωρίς καν να κυρωθεί μια τόσο σοβαρή σύμβαση από τη Βουλή;
Φαίνεται ότι ο πρωθυπουργός αντιλαμβάνεται ότι η σύγχρονη ελληνική τραγωδία απαιτεί κάποιου είδους πολιτική κάθαρση, εξ ου και οι ταλαντεύσεις του μεταξύ δημοψηφίσματος και εκλογών. Επί του προκειμένου, υπάρχει το προηγούμενο του προέδρου Ντε Γκωλ κατά τον καυτό γαλλικό Μάιο του 1968. Στην αρχή έκλινε προς το ενδεχόμενο της απολυταρχικής εκτροπής, προτού το εν πολλοίς αυθόρμητο κίνημα εξελιχθεί σε κομμουνιστική επανάσταση (ταξίδεψε μάλιστα κρυφά στη γαλλική βάση του Μπάντεν-Μπάντεν, στη Γερμανία, για να σταθμίσει τα υπέρ και τα κατά ενός πραξικοπήματος). Τελικά, πείσθηκε από τον πρωθυπουργό του, Ζωρζ Πομπιντού, να ακολουθήσει την καθαρή λύση των βουλευτικών εκλογών, τις οποίες κέρδισε πανηγυρικά.
Ωστόσο, σε αντίθεση με τη Γαλλία του ’68, στην Ελλάδα του 2011 δεν είναι ορατό το φάντασμα του κομμουνισμού, που θα μπορούσε να συσπειρώσει το «κόμμα του νόμου και της τάξης» γύρω από την κυβέρνηση. Αντί για «τον συμβιβασμό της Γκρενέλ» που προσέφερε στους ψηφοφόρους ο Πομπιντού -35% αυξήσεις στον κατώτατο μισθό και 10% στον μέσο- η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ έχει να προσφέρει μόνο τα Μνημόνια Ι και ΙΙ. Τέλος, ο Γ. Παπανδρέου δεν είναι Ντε Γκωλ - ένας πολιτικός που έβγαλε τη Γαλλία από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ και παρέλυσε την Ευρωπαϊκή Κοινότητα επί χρόνια με την «πολιτική της άδειας καρέκλας», προκειμένου να διαπραγματευθεί σκληρά για τα εθνικά συμφέροντα, όπως εκείνος τα εννοούσε. Ισως εδώ ταιριάζει η παράφραση του Σλάβοϊ Ζίζεκ: Κάποτε η Ιστορία επαναλαμβάνεται, πρώτα σαν τραγωδία και ύστερα σαν φάρσα
του Πέτρου Παπακωνσταντίνου
Απο: Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου