Όπου και να στρέψεις το βλέμμα σου πια, υπάρχει αγωνία, φόβος, απόγνωση: «Τι θ’ απογίνουμε;»
Κάθε μέρα χιλιάδες κόσμος αντιμέτωπος με τη βάσανο της ανεργίας. Άνθρωποι αξιοπρεπείς, να παρακαλάνε πια για ένα δίευρο, «να πάρω ψωμί, ρε παιδιά». Τους ξέρεις, φίλοι, άνθρωποι εργατικοί, έντιμοι, νοικοκύρηδες, ντρέπεσαι την ώρα που βγάζεις τα λεφτά της επαίσχυντης «φιλανθρωπίας».
Τρόμος.
Το νοίκι απλήρωτο μήνες, να κρύβεσαι μη σε πετύχει ο ιδιοκτήτης. Το ρεύμα τα ίδια, περιμένεις τη μέρα που θα το κόψουν: «Πώς θα ζήσουμε;». Μήνες άνεργος ο πατέρας, η μάνα απολύθηκε απ’ τα πέρσι, το παιδί ζητάει παπούτσια, ρούχα. Τι να του πεις; Πώς να πεις στο παιδί σου ότι έφτασαν οι μέρες που δικάζουν; Πώς να τ’ αντικρίσεις; Τα βράδια ο κόσμος κλαίει, ύπνος δεν κολλάει.
Σκέψεις πολλές, βασανιστικές, το αύριο εφιαλτικό: «Ας πέθαινα, Θεέ μου, απόψε το βράδυ· να γλιτώσω!». Τ’ άκουσα κι αυτό σήμερα. Τι να του πεις τ’ ανθρώπου; Μού ‘ρθαν κλάματα.
Γέροντες που κόβουν τα φάρμακά τους γιατί δεν έχουν πια να πληρώσουν την συμμετοχή, αμέτοχοι πια η αρρώστια κι ο θάνατος, άνθρωποι που ψάχνουν στα σκουπίδια για να βρουν κάτι να φάνε. Να φάνε, ρε αλήτες, να επιβιώσουν. Νέοι χωρίς όνειρα, χωρίς ελπίδα, χωρίς χαμόγελο, χωρίς ζωή. 400 ευρώ για να κουβαλάει όλη μέρα, σαν το υποζύγιο, στην αποθήκη του σούπερ μάρκετ.
«Τυχερός είσαι«, είπε κάποιος. Τυχερός; Το παιδί χαμογέλασε μελαγχολικά. 400 ευρώ, όνειρα μιας ζωής 25 χρόνων. Τυχερός… Ο άλλος πέτυχε στο πανεπιστήμιο. Κόπιασε. Τώρα καμαρώνει. Ποιος θα του πει ότι δεν υπάρχουν χρήματα για να πάει στην επαρχία να σπουδάσει; Μα ούτε και δουλειά υπάρχει, για να πάει να δουλέψει. Ποιος θα του το πει, ποιος θ’ αναμετρηθεί με την απογοήτευση ενός παιδιού 17 χρονών; Ποιος έχει τα κουράγια; Στα λέει ο πατέρας και σε κοιτάζει στα μάτια: «πες μου εσύ». Τι να πεις;
Μια Ελλάδα βυθισμένη στην μιζέρια. Η απόγνωση ριζώνει, κάθε μέρα όλο και πιο βαθειά, σαν μαύρο σύννεφο, σαν θάνατος αργός, βασανιστικός.
«Υπομονή», μια λέξη. Και δεν βγαίνει η μέρα.
Κάθε μέρα χιλιάδες κόσμος αντιμέτωπος με τη βάσανο της ανεργίας. Άνθρωποι αξιοπρεπείς, να παρακαλάνε πια για ένα δίευρο, «να πάρω ψωμί, ρε παιδιά». Τους ξέρεις, φίλοι, άνθρωποι εργατικοί, έντιμοι, νοικοκύρηδες, ντρέπεσαι την ώρα που βγάζεις τα λεφτά της επαίσχυντης «φιλανθρωπίας».
Τρόμος.
Το νοίκι απλήρωτο μήνες, να κρύβεσαι μη σε πετύχει ο ιδιοκτήτης. Το ρεύμα τα ίδια, περιμένεις τη μέρα που θα το κόψουν: «Πώς θα ζήσουμε;». Μήνες άνεργος ο πατέρας, η μάνα απολύθηκε απ’ τα πέρσι, το παιδί ζητάει παπούτσια, ρούχα. Τι να του πεις; Πώς να πεις στο παιδί σου ότι έφτασαν οι μέρες που δικάζουν; Πώς να τ’ αντικρίσεις; Τα βράδια ο κόσμος κλαίει, ύπνος δεν κολλάει.
Σκέψεις πολλές, βασανιστικές, το αύριο εφιαλτικό: «Ας πέθαινα, Θεέ μου, απόψε το βράδυ· να γλιτώσω!». Τ’ άκουσα κι αυτό σήμερα. Τι να του πεις τ’ ανθρώπου; Μού ‘ρθαν κλάματα.
Γέροντες που κόβουν τα φάρμακά τους γιατί δεν έχουν πια να πληρώσουν την συμμετοχή, αμέτοχοι πια η αρρώστια κι ο θάνατος, άνθρωποι που ψάχνουν στα σκουπίδια για να βρουν κάτι να φάνε. Να φάνε, ρε αλήτες, να επιβιώσουν. Νέοι χωρίς όνειρα, χωρίς ελπίδα, χωρίς χαμόγελο, χωρίς ζωή. 400 ευρώ για να κουβαλάει όλη μέρα, σαν το υποζύγιο, στην αποθήκη του σούπερ μάρκετ.
«Τυχερός είσαι«, είπε κάποιος. Τυχερός; Το παιδί χαμογέλασε μελαγχολικά. 400 ευρώ, όνειρα μιας ζωής 25 χρόνων. Τυχερός… Ο άλλος πέτυχε στο πανεπιστήμιο. Κόπιασε. Τώρα καμαρώνει. Ποιος θα του πει ότι δεν υπάρχουν χρήματα για να πάει στην επαρχία να σπουδάσει; Μα ούτε και δουλειά υπάρχει, για να πάει να δουλέψει. Ποιος θα του το πει, ποιος θ’ αναμετρηθεί με την απογοήτευση ενός παιδιού 17 χρονών; Ποιος έχει τα κουράγια; Στα λέει ο πατέρας και σε κοιτάζει στα μάτια: «πες μου εσύ». Τι να πεις;
Μια Ελλάδα βυθισμένη στην μιζέρια. Η απόγνωση ριζώνει, κάθε μέρα όλο και πιο βαθειά, σαν μαύρο σύννεφο, σαν θάνατος αργός, βασανιστικός.
«Υπομονή», μια λέξη. Και δεν βγαίνει η μέρα.
Απο: albatros-imerologia
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου